Του Νίκου Τσούλια
Πρόκειται για ενδημικό και μάλλον απόλυτα καθολικό φαινόμενο. Ενυπάρχει στην εικόνα της ζωής που έχει κάθε άνθρωπος, και ίσως να έχει περισσότερο ενδογενή και ψυχοσυναισθηματικά αφετηριακά σημεία παρά εξωγενή και κοινωνικά ή πολιτισμικά. Προφανώς στις Γιορτές επενδύουμε πολλά περισσότερα πράγματα από όσα οι ίδιες μπορούν να κουβαλήσουν. Είναι μια συναισθηματική ανάγκη, που επιδιώκει με έναν λυτρωτικό αλλά και αδόκιμο τρόπο να δώσει πειστική απάντηση στον ισοπεδωτισμό και στην ανουσιότητα της καθημερινότητας.
Οι Γιορτές εκφράζουν μια σημαντική διαφορετικότητα, αλλά δεν μπορούν αυτές καθ’ εαυτές να δώσουν την πληρότητα που επιζητούμε. Είναι συμβολικά σημεία με ευρύ πολιτισμικό, θρησκευτικό ή εθνικό περιεχόμενο, που επαναλαμβάνονται με κυκλικό ή σπειροειδή τρόπο σε μια ροή του χρόνου, η οποία είναι για όλες τις άλλες περιπτώσεις γραμμική και μονόδρομη. Κάθε ημέρα που περνάει, δεν ξαναπερνάει. «Δεν μπορούμε να μπούμε στον ίδιο ποταμό δύο φορές», μας είπε ο αρχαίος φιλόσοφος.
Αυτή την απολυτότητα της σχέσης μας με τον χρόνο προσπαθούμε να την ανατρέψουμε ή να την μετασχηματίσουμε με ριζικό τρόπο μέσα από τις Γιορτές. Γιατί κάθε φορά που περιμένουμε μια Γιορτή κουβαλάμε και ό,τι έχει στρωματοποιηθεί για τα καλά στη μνήμη μας και ό,τι ακτινοβολεί στους πάντα ελκυστικούς τόπους της νοσταλγίας μας. Ζητάμε δηλαδή μια κυκλική ροή του χρόνου, όταν ξέρουμε πολύ καλά ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει. Και αυτή την αδυναμία τη φορτώνουμε στις Γιορτές. Κάθε φορά που βρισκόμαστε μπροστά από επικείμενη Γιορτή την προοικονομούμε, την γευόμαστε προκαταβολικά και κυρίως τη φορτώνουμε με χίλιες δυο προσδοκίες: από την ξεκούραση που θα μας προσφέρει διακόπτοντας την επαναληψιμότητα της καθημερινής εργασίας μέχρι την απόλαυση μαγικών στιγμών, που θα αλλάξουν άρδην τη μετέπειτα ζωή μας.
Δεν ευθύνονται οι Γιορτές που δεν ανταποκρίνονται στις ονειροπλασίες μας και στις φαντασιώσεις μας. Όλοι οι άνθρωποι γνωρίζουν αυτό που κάθε φορά συμβαίνει. «Οι Γιορτές περνάνε γρήγορα. Οι Γιορτές δεν μας δίνουν αυτό που ζητάμε». Η μελαγχολία των Γιορτών είναι η δική μας μελαγχολία. Τη βρίσκουμε μέσα στην ψυχή μας πριν έλθει χρονικά η προσδοκώμενη Γιορτή. Ενυπάρχει σ’ αυτό το κίβδηλο σκηνικό και μια χροιά φθόνου, ο οποίος είναι και το χείριστο ελάττωμά μας. Ζηλεύουμε, γιατί κάποιοι άλλοι θα έχουν καλύτερη Γιορτή – χωρίς όμως να έχουμε προσδιορίσει ένα ουσιαστικό αξιακό πλαίσιο – και αυτό μας αποστερεί τη δική μας αυθεντική απεικόνιση του σχήματός της. Ζηλεύουμε χωρίς να ξέρουμε τι ζηλεύουμε ή επιζητούμε τη φανταχτερή και πάντως λειψή πλευρά της Γιορτής.
Σ’ αυτό το αντιφατικό σκηνικό υπάρχει και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό. Δεν ξέρουμε ποιο είναι ακριβώς το περιεχόμενο κάθε Γιορτής ή και να το ξέρουμε δεν μπορούμε να το προσλάβουμε και πολύ περισσότερο να το βιώσουμε και να το γευθούμε! Έτσι, πώς να καταλάβουμε τα Χριστούγεννα, όταν δεν πάμε ούτε μια φορά στην εκκλησία – ούτε καν την ίδια την ημέρα των Χριστουγέννων -, όταν έχουμε μηδενίσει το ίδιο το γεγονός της Γιορτής; Πώς να νιώσουμε κάτι από το Πάσχα, όταν δεν νηστεύουμε, όταν το μυαλό μας είναι συνέχεια στη σούβλα, όταν δεν παρακολουθούμε τις λειτουργίες της Μεγάλης Εβδομάδας, όταν πάμε στην Ανάσταση για πέντε λεπτά και φεύγουμε για το φαγοπότι αμέσως μόλις ακουστεί το «Χριστός Ανέστη»; Και όλη αυτή η αυτοκριτική – νομίζω ότι ισχύει για την πολύ μεγάλη πλειοψηφία των νεοελλήνων – κάπου ενυπάρχει ως μικρή σπίθα μέσα μας αλλά μέχρι εκεί. Δεν ανάβει ποτέ. Φυσικά η όλη προαναφερθείσα θεώρησή μου δεν έχει να κάνει με καμιά όψη θρησκοληψίας αλλά μόνο με την ανίχνευση της ουσίας της Γιορτής.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις Εθνικές Γιορτές. Πώς να κατανοήσουμε το περιεχόμενό τους όταν η μόνη σχέση που έχουμε μαζί τους είναι οι σχετικές σχολικές Γιορτές που είχαμε περάσει ως μαθητές, όταν δεν έχουμε παρακολουθήσει μια συζήτηση με αυτό το θέμα, όταν δεν έχουμε διαβάσει ένα βιβλίο για τον Κολοκοτρώνη, τον Ανδρούτσο…, όταν δεν έχουμε παρακολουθήσει μια τηλεοπτική εκπομπή από τις τόσες που κάνει η κρατική (και μόνο) τηλεόραση. Αν στην Εθνική Γιορτή δεν μπορούμε να νιώσουμε ένα σκίρτημα ψυχής και μια πνευματική έκσταση για το μεγαλείο του αγώνα των ηρώων του 1821, του 1940…, αν δεν γεννηθεί μια συναισθηματική ομορφιά που θα φουντώνει την αγάπη μας προς την πατρίδα, δεν φταίει η Γιορτή αλλά η δική μας ελλειμματική θεώρηση ή πολύ περισσότερο η αλλοτριωμένη συνείδησή μας.
Οι Γιορτές δεν είναι απλά και μόνο κάποιες ξεχωριστές ημέρες. Είναι πάντα αφορμή της ζωής μας, μια ευκαιρία του εαυτού μας. Να στοχαστούμε και να προβληματιστούμε για τη στάση ζωής μας, για τον τρόπο ζωής μας, για την εικόνα του εαυτού μας. Και σ’ αυτό το πεδίο η όποια δημιουργία μελαγχολίας έχει μια πολύ γλυκιά έκφραση, μας βοηθά να σκύψουμε με μεγαλύτερη αυτογνωσία και ταπεινότητα στην πραγματική αξία της ζωής και του εαυτού μας.