Του Νίκου Τσούλια
«Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι το πιο καταπιεστικό»! Είναι μια από τις πολλές ρηξικέλευθες προσεγγίσεις του Υπουργού Παιδείας κ. Γαβρόγλου, οι οποίες αφού εκφέρονται από τον πιο αρμόδιο θεσμικό παράγοντα θα πρέπει να μας απασχολήσουν. Αλλά πώς να κάνουμε μια στοιχειώδη ανάλυση επ’ αυτών αν ο κ. Γαβρόγλου δεν γίνει συγκεκριμένος; Γιατί συνηθίζει να είναι γενικόλογος – πέραν του ότι παραμένει πεισματικά δημαγωγός -, χωρίς να αποσαφηνίζει τι ακριβώς κάθε φορά εννοεί.
Τι σημαίνει λοιπόν ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι το πιο καταπιεστικό; Αν εννοεί διάφορα εξωτερικά και δευτερεύοντα στοιχεία του σχολείου, τα οποία θέλει να καταργήσει και ως εκ τούτου τα πλήττει ιδεολογικά για να φανεί αναγκαία η παρέμβασή του, θα μπορούσε κάποιος να κατανοήσει τη σκοπιμότητά του. Έτσι, αν θεωρεί καταπίεση την πρωινή προσευχή, τις σχολικές παρελάσεις, τη διδασκαλία των θρησκευτικών, τον χαρακτηρισμό της διαγωγής στο σχολείο – ζητήματα που αναδείχτηκαν από τους αριστερούς Υπουργούς του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ως αναχρονιστικά -, θα μπορούσε να προχωρήσει σε μια επιστημονική έρευνα και να έχουμε τα αποτελέσματα περί της καταπίεσης που αυτά ασκούν στους μαθητές ή όχι.
Θα πρέπει όμως να σημειώσω ότι εντελώς προσωπικά / εμπειρικά – και ως εκ τούτου υποκειμενικά – με τον τρόπο που γίνονται η πρωινή προσευχή και οι σχολικές παρελάσεις δεν δημιουργούν μείζον πρόβλημα ακριβώς, γιατί είναι προαιρετικά στοιχεία για το μαθητή. Δεν πηγαίνει κανένας με καταπίεση στις παρελάσεις ούτε συμμετέχει στην προσευχή καταναγκαστικά. Όσον αφορά το χαρακτηρισμό της διαγωγής, είναι τόσο σπάνιο το φαινόμενο της κακής διαγωγής που δεν μπορεί να αποτελεί μείζον πρόβλημα. Σ’ όλη την εκπαιδευτική μου καριέρα, για παράδειγμα, δεν συνάντησα πουθενά τέτοια εκδοχή. Και σε κάθε περίπτωση η κατάργηση αυτού του θεσμού μπορεί να γίνει και δεν είναι δα και κανένα μείζον πολιτικό / εκπαιδευτικό ζήτημα, όπως θέλει να παρουσιαστεί, με προφανή στόχο να ενισχυθεί η αριστερή ταυτότητα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – αν είναι δυνατόν… Ωστόσο, επιμένω ότι για τα άλλα θέματα είναι απαραίτητη η διεξαγωγή έρευνας για να μην θεωρητικολογούμε και επομένως να μην αυθαιρετούμε.
Ας δούμε όμως αν το σχολείο μας είναι καταπιεστικό στη βασική του λειτουργία. Μπορεί να ισχυριστεί σήμερα κάποιος ότι οι παιδαγωγικές μέθοδοι, ο τρόπος διδασκαλίας και η γενικότερη συμπεριφορά των εκπαιδευτικών και της Διεύθυνσης του σχολείου προκαλούν καταπίεση στους μαθητές; Νομίζω ότι κάθε άλλο παρά κάτι τέτοιο συμβαίνει. Όταν μάλιστα εκδηλώνονται κάποιες μεμονωμένες καταπιεστικές συμπεριφορές εκ μέρους των διευθυντών και των εκπαιδευτικών, έρχονται πολύ εύκολα στη δημοσιότητα και απορρίπτονται και εκ μέρους της τοπικής κοινωνίας και κυρίως εκ μέρους του εκπαιδευτικού κινήματός μας. Είναι μάλιστα αυτό το συγκεκριμένο εκπαιδευτικό και κοινωνικό περιβάλλον ιδιαίτερα αποτρεπτικό και παιδαγωγικό για όποιον εκπαιδευτικό μπορεί να έχει καταπιεστικές ή και αυταρχικές τάσεις ή και λειτουργίες. Επιπλέον, έχω συμμετάσχει σε διεθνή εκπαιδευτικά συνέδρια και δεν έχω αποκομίσει καμιά συγκριτική αντίληψη ότι τα άλλα εκπαιδευτικά συστήματα είναι πιο φιλελεύθερα – το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει.
Ας έλθουμε στο πεδίο της γνώσης και της μάθησης. Πώς μπορεί να κατηγορηθεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα ότι είναι καταπιεστικό, όταν είναι τόσο μαζικό όσο το ελληνικό, όταν έχουμε από τα υψηλότερα ποσοστά υπερεκπαίδευσης (ακόμα και πλασματικής), όταν η επιλεκτικότητά του δεν λαμβάνει θεσμικό / έντονο ταξικό / εξεταστικοκεντρικό χαρακτήρα; Μήπως θέλουμε να κλείνουμε τα μάτια στο ότι ένα σημαντικό ποσοστό μαθητών τελειώνει το λύκειο χωρίς να έχει τα στοιχειώδη μορφωτικά εφόδια αυτού του θεσμού; Υπολογίζεται ότι το ποσοστό του λειτουργικού αναλφαβητισμού στο λύκειο είναι 20% και αυτό δεν μπορεί να είναι δείγμα καταπίεσης – είναι δείγμα χαλαρότητας και λαϊκισμού. Κανένας μαθητής ούτε στο λύκειο ούτε πολύ περισσότερο στο γυμνάσιο δεν καταπιέζεται για να τελειώσει και να πάρει το σχετικό απολυτήριο. Αντίθετα έχουμε ένα σημαντικό ποσοστό μαθητών που παίρνει το απολυτήριο με τη φυσική τους και μόνο παρουσία μέσα στη σχολική αίθουσα! Και δεν νομίζω να συμβαίνει κάτι τέτοιο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Αν υπάρχει πίεση – και πάντως όχι καταπίεση – προς τους μαθητές, είναι προς το τέλος του λυκείου (στη Β΄και στη Γ΄τάξη), στο οποίο έχουμε την εμφάνιση των Πανελλαδικών εξετάσεων. Εδώ πράγματι οι μαθητές βιώνουν μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Αλλά αυτή δεν προκύπτει από καμιά καθαρά εκπαιδευτική λειτουργία. Πηγάζει εξ ολοκλήρου από την απαίτηση για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Είναι μια κοινωνική τάση, η οποία εμφανίζεται με τη μορφή της εκπαιδευτικής ανάγκης. Η υψηλή πανεπιστημιακή ζήτηση – η οποία σε σημαντικό βαθμό είναι πλασματική και οδηγεί σε αδιέξοδο με τη μεγάλου ποσοστού εγκατάλειψη των σπουδών – προέρχεται απόλυτα από το άγχος και την αγωνία γονέων και μαθητών για να αποκτήσουν το «καλύτερο» – δυστυχώς εδώ εννοείται το πιο εμπορικό και χρησιμοθηρικό για την αγορά εργασίας – δυνατό πτυχίο. Η πίεση σ’ αυτό το στάδιο εκπορεύεται δε από τη στενότητα του χρόνου, αφού ο μαθητής παρακολουθεί ταυτόχρονα λύκειο και φροντιστήριο. (Αν είναι αναγκαίο το φροντιστήριο και αν προκύπτει από ελλείψεις του λυκείου, θα μας απασχολήσει σε άλλο άρθρο).
Ο κ. Γαβρόγλου εφαρμόζει μια πολύ γνωστή μέθοδο, που προσιδιάζει και στην έντονη δημαγωγία του ως συστατικού της όλης λειτουργίας του. Προσπαθεί να απαξιώσει με βαρύγδουπες δηλώσεις και κινήσεις το εκπαιδευτικό σύστημα και το ελληνικό σχολείο, για να φαντάζει η δική του παρέμβαση ως απόλυτα αναγκαία και ίσως ως σωτήρια. Γιατί όταν έχεις «το πιο καταπειστικό εκπαιδευτικό σύστημα», ό,τι και να του κάνεις θα είναι καλό! Αλλά ουσιαστικός στόχος του – από ό,τι διαπιστώνεται από την μέχρι τώρα τακτική του – είναι ότι επιζητεί τη χαλάρωση στο σχολείο με δήθεν στόχο τον εκδημοκρατισμό ή και την απελευθέρωση των μαθητών! Πόσο πιο εύκολα μπορεί να προάγεται ένας μαθητής στο σημερινό γυμνάσιο και λύκειο από ό,τι γίνεται σήμερα;
Ο κ. Γαβρόγλου αποδομεί την εκπαίδευση με τα νεοφιλελεύθερα μνημονιακά μέτρα του και προσπαθεί να μετατοπίσει το ενδιαφέρον της κοινωνίας από τα αντιεκπαιδευτικά του μέτρα προς δήθεν προοδευτικές επιλογές. Ξέρει πολύ καλά όμως ότι δεν πρόκειται να νομοθετήσει κανενός είδους εκπαιδευτική μεταρρύθμιση – το αντίθετο πράττει γιατί αποδομεί τη δημόσια εκπαίδευση με την πιστή εφαρμογή των επιταγών του μνημονίου και της εργαλειοθήκης του Ο.Ο.Σ.Α. Αλλά υπάρχει και κάτι πέραν τούτων, ο Υπουργός Παιδείας γενικώς δημαγωγεί, χωρίς να λύνει προβλήματα. Έτσι έκανε και κάνει με την «ελεύθερη πρόσβαση», με την «κατάργηση των Πανελλαδικών εξετάσεων», με την εφαρμογή του Εθνικού Απολυτηρίου, με τους 20.000 διορισμούς των εκπαιδευτικών κλπ.
Και για να επανέλθουμε στον πυρήνα του θέματός μας. Κάθε εκπαιδευτικός γνωρίζει πολύ καλά ότι η μάθηση και η γνώση δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν σε καθεστώς καταπίεσης και καταναγκασμού – το αντίθετο συμβαίνει: απαιτούν πεδίο δράσης που προάγει τη χαρά και την ελευθερία κάθε μαθητή. Ξέρει ότι θα πρέπει να δημιουργεί ένα ευχάριστο μαθησιακό περιβάλλον και να δίνει με τον πιο έντονο τρόπο την αίσθηση στους μαθητές ότι λατρεύει το σχολείο, ότι τους αγαπά, ότι νοιάζεται γι’ αυτούς. Γιατί αλλιώς δεν μπορεί να γίνει μάθημα, δεν μπορεί να εκπαιδεύσει και να διαπαιδαγωγήσει! Γνωρίζει όμως ότι το ελληνικό σχολείο δεν είναι καταπιεστικό και, αν το Υπουργείο θεωρεί ότι χρειάζεται χαλάρωση, τότε ο εκπαιδευτικός θα συνειδητοποιήσει πλήρως το που οδηγούνται τα εκπαιδευτικά μας πράγματα…