Χρήστος Κ. Τσαγγάλης
Αφήνουμε πίσω μας τον Εύμηλο και την κορινθιακή επική τριλογία του (Τιτανομαχία, Κορινθιακά, Ευρώπεια) και συνεχίζουμε την περιδιάβασή μας στον χώρο της αρχαϊκής επικής ποίησης με την επική Δαναΐδα, τα ελάχιστα σωζόμενα αποσπάσματα της οποίας βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία προς την επίδοση και διάχυση του σχετικού μύθου κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο.
Όποιος διαθέτει έστω και μια βασική αρχαιογνωστική παιδεία θα ανακαλέσει στο άκουσμα του τίτλου του ποιήματος τον γνωστό μύθο των θυγατέρων του Δαναού, οι οποίες καταφεύγουν ως ικέτιδες από την Αίγυπτο στο Άργος, προκειμένου να ζητήσουν την προστασία της πόλης της απώτερης καταγωγής τους (μέσω της μητέρας τους, της Ιούς), καθώς οι γιοι του Αιγύπτου και πρώτοι εξάδελφοί τους τις καταδιώκουν, προκειμένου να τις παντρευτούν. Όποιος διαθέτει, μάλιστα, κάποια φιλολογική παιδεία θα προχωρήσει ένα βήμα παρά πέρα ανακαλώντας τη γνωστή αισχύλεια τριλογία Ικέτιδες, Αιγύπτιοι, Δαναΐδες (και το σατυρικό δράμα Αμυμώνη) που διδάχθηκαν γύρω στο 463 π.Χ. Αν μάλιστα ο αναγνώστης μας είναι ενημερωμένος γραμματολογικά ίσως έχει ακούσει και για τις Δαναΐδες του τραγικού ποιητή Φρυνίχου, προγενέστερου τυ Αισχύλου. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν λίγες μόνο από τις πιο εμβληματικές μαρτυρίες για το ότι η επική Δαναΐδα παρουσίαζε ένα γνωστό και διαδεδομένο μυθικό επεισόδιο.
Στη σημερινή επιφυλλίδα θα μας απασχολήσουν διαδοχικά η ονομασία, οι πηγές, η πατρότητα, η ανασύνθεση της πλοκής του έργου, όπως επίσης το ύφος, η χρονολόγησή του και ορισμένες σκέψεις αναφορικά με τη σύνθεσή του.
Ο τίτλος Δαναΐς, ο οποίος δηλώνει το έπος του Δαναού (όχι την κόρη του Δαναού, όπως η Φορωνίς δηλώνει το έπος του Φορωνέα και η Ακλμεωνίς το έπος του Ακλμέωνα) μαρτυρείται με ασφάλεια σε τέσσερις διαφορετικές πηγές. Μία μάλιστα από αυτές παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς μας δίνει τον τίτλο στον πληθυντικό (Δαναΐδες, ίσως εξαιτίας επίδρασης του ομότιτλου έργου του Αισχύλου) και προσδιορίζει την έκταση του έργου σε 6.500 στίχους. Η πηγή αυτή που ανήκει στην ρωμαϊκή εποχή (Tabula Iliaca 10K) θεωρείται αξιόπιστη, αφού τα στοιχεία που μας δίνει για την έκταση ενός άλλου έπους (Οιδιπόδεια: 6.600 στίχοι) είναι αντίστοχα με αυτά που μας παρέχουν άλλες πηγές (Θηβαΐδα: 7.000 στίχοι σύμφωνα με τον Αγώνα Ομήρου και Ησιόδου). Τι πρέπει να συγκρατήσουμε από τη σύντομη αυτή αναφορά στον τίτλο του έργου; Ότι η έκτασή του ήταν τέτοια που επέτρεπε τη λεπτομερή παρουσίαση ενός αριθμού μυθικών επεισοδίων που σχετίζονταν με τους μύθους της Ιούς, του Άργους, των Δαναΐδων και ίσως της Αμυμώνης.
Οι πηγές μας αναφορικά με την επική Δαναΐδα είναι ισχνές. Διαθέτουμε τρία μόνο αποσπάσματα, ένα εκ των οποίων μας παραδίδει δύο ατόφιους στίχους. Όπως γίνεται αντιληπτό το στοιχείο αυτό επιβάλλει σημαντικούς περιορισμούς στην ικανότητά μας να ανασυνθέσουμε την πλοκή αυτού του απολεσθέντος για εμάς έπους. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι άλλος από τον πειρασμό να χρησιμοποιήσουμε μυθικό υλικό που φθάνει στα χέρια μας από μεταγενέστερες πηγές, προκειμένου να ανασυγκροτήσουμε την πλοκή του έργου. Τα μυθικά συμφραζόμενα όμως ορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να κινηθούμε και σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλουν την ίδια ακριβώς επιλογή επεισοδίων. Υπό αυτήν την έννοια, είναι λιγότερο δελεαστικό αλλά επιστημονικά ασφαλέστερο (και εντιμότερο θα προσέθετα) να περιοριστούμε στο υλικό που διαθέτουμε αποφεύγοντας μόνο τολμηρές προτάσεις ανασύνθεσης. Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το επιχείρημα της αναλογίας συνιστά ικανή, όχι αναγκαία συνθήκη.
Σε γενικές λοιπόν γραμμές, η πλοκή του έργου (η πατρότητα του οποίου παραμένει άγνωστη, αφού οι πηγές μας αναφέρονται στον ποιητή με στερεότυπες εκφράσεις του τύπου ο την Δαναΐδα πεποιηκώς, ο την Δαναΐδα ποιήσας) θα μπορούσε να έχει ως εξής: Ο Δίας ερωτεύεται την ιέρεια της Ήρας Ιώ, κόρη του θεού-ποταμού Ινάχου, την οποία μεταμορφώνει σε αγελάδα, για να την προστατεύσει από την οργή της συζύγου του που ανακάλυψε τον έρωτα του άνδρα της. Η Ιώ μεταβαίνει στην Αίγυπτο, όπου γεννά τον Έπαφο, το όνομα του οποίου οφείλεται στη θεϊκή επαφή (άγγιγμα) του Δία. Ο Έπαφος αποκτά μια κόρη, τη Λιβύη, η οποία γεννά μετά από συνεύρεση με τον Ποσειδώνα δύο γιους, τον Αγήνορα και τον Βήλο. Όταν ο Αγήνορας έφυγε για την Φοινίκη, ο Βήλος έμεινε στον θρόνο της Αιγύπτου ως ο μόνος βασιλιάς. Παντρεύτηκε την κόρη του Νείλου και απέκτησε δύο γιους από αυτή, τον Αίγυπτο και τον Δαναό. Αυτό είναι το μυθολογικό παρελθόν του μύθου των Δαναΐδων, το οποίο με τον ένα ή άλλο τρόπο θα δινόταν στο ποίημα. Το πρώτο απόσπασμα που διαθέτουμε αναφέρεται στις κόρες του Δαναού που είτε είναι οπλισμένες για να συγκρουστούν με τους γιους του Αιγύπτου που θέλουν να τις παντρευτούν παρά τη θέλησή τους είτε προετοιμάζονται για την αναχώρησή τους για το Άργος. Η διχογνωμία των ειδικών αναφορικά με τις δύο διαφορετικές αυτές ερμηνείες οφείλεται στο ότι η έκφραση ωπλίζοντο θοώς μπορεί να σημαίνει είτε ότι εξοπλίζονταν γρήγορα είτε ότι ετοιμάζονταν γρήγορα (για να φύγουν). Το δεύτερο απόσπασμα αναφέρεται στη γέννηση του Εριχθόνιου από τη Γη, η οποία μπολιάστηκε από τον σεξουαλικά διεγερμένο στη θέα της Αθηνάς Ήφαιστο, ο οποίος εκσπερμάτισε στον μηρό της θεάς και εκείνη ενοχλημένη από την πράξη του τίναξε το σπέρμα στο έδαφος. Η σχέση αυτού του αποσπάσματος με την πλοκή του έπους είναι σκοτεινή. Μοναδική σκέψη που μπορούμε να κάνουμε είναι κάποια αντιστοίχιση μεταξύ της ερωτικής αποστροφής της Αθηνάς προς τον Ήφαιστο και των Δαναϊδων προς τους Αιγυπτίους. Το τρίτο απόσπασμα φέρνει στο προσκήνιο τους Κουρήτες που συνόδευαν τη μητέρα των θεών στα Κύβελα της Φρυγίας. Και στην περίπτωση αυτή βρισκόμαστε στο σκοτάδι. Μία εικασία θα ήταν ότι οι Κουρήτες μπορεί να αναφέρονταν ως πρώτοι ευρετές. Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στο ότι μια άλλη πηγή μας πληροφορεί ότι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Εριχθόνιου (ο οποίος γνωρίζουμε ότι απαντούσε στη Δαναΐδα) το άγαλμα ή βρέτας της μητέρας των θεών εμφανίστηκε στα Κύβελα της Φρυγίας και ότι την ίδια περίοδο ο Φρύγας Ύαγνις εφηύρε τον αυλό και την φρυγική αρμονία. Ίσως λοιπόν τα στοιχεία αυτά να συνδυάζονταν στη Δαναΐδα, ειδικά καθώς το αργολικό έπος (όπως γνωρίζουμε και από τη Φορωνίδα) προέβαλλε συστηματικά τους πρώτους ευρετές. Περαιτέρω δεν είμαστε σε θέση να προχωρήσουμε. Ένα έπος όμως με τέτοιο τίτλο και έκταση δεν μπορεί παρά να παρουσίαζε την ιστορία των Δαναΐδων στο σύνολό της.
Αναφορικά με το ύφος του έργου, η Δαναΐδα πρέπει να βρισκόταν μεταξύ της ησιόδειας παράδοσης και των πρώιμων ιστοριογράφων. Αν διαθέταμε όλο το έπος ίσως να είχαμε στα χέρια μας έναν επικό Εκαταίο, δεδομένου του ενδιφέροντος του ποιήματος για χώρες και λαούς από τις οποίες δίχως άλλο περνούσε η Ιώ για να φθάσει δια ξηράς από το Άργος στην Αίγυπτο (εφόσον οι πληροφορίες του Απολλόδωρου απηχούν και την επική Δαναΐδα). Το γεγονός ότι η τραγωδία (Φρύνιχος και Αισχύλος) αξιοποίησαν επί σκηνής τον σχετικό μύθο δείχνει πως το υλικό ήταν κατάλληλο για δραματική εκμετάλλευση. Δεν νομίζω ότι αποτελεί υπερβολή να υποστηρίξουμε πως κάποια τουλάχισταν τέτοια στοχεία θα αξιοποιούνταν και στην επική εκδοχή του μύθου, ιδίως καθώς ανήκουν στη βαθεία δομή του. Πάντως το αν ο φόνος των γιων του Αιγύπτου λάμβανε χώρα στην Αίγυπτο ή συνέβαινε στο Άργος είναι ένα ζήτημα που παραμένει ανοιχτό.
Η πιθανότερη χρονολόγηση του έργου το τοποθετεί στον 6ο αιώνα π.Χ. Στηρίζεται στη συνδυαστική αξιοποίηση της γέννησης του Εριχθόνιου, της αναφοράς στους Κουρήτες ως αυλητές (που θέτει ως terminus post quem τον 7ο αιώνα κατά τον οποίο η φρυγική μουσική έγινε γνωστή στην Ελλάδα), της πρώιμης τραγικής αξιοποίησης του μύθου από τον Φρύνιχο και τον Αισχύλο (ο δεύτερος από τους οποίους ορίζει το 463 ως terminus ante quem), και τέλος της αιγυπτιακής γενεαλογίας με τον Βήλο ως γιο του Έπαφου (που δείχνει ανατολίζουσα επίδραση).
Η συνολική εικόνα που αποκομίζουμε για την επική Δαναΐδα δείχνει προς την κατεύθυνση ενός αρχαιογνωστικού (με γενεαλογικές προβολές) αργολικού έπους τοπικής εμβέλειας. Το Άργος είναι, δίπλα στην Κόρινθο, άλλη μια ακμάζουσα ελληνική πόλη της αρχαϊκής περιόδου, με πλούσιο μυθικό παρελθόν και σημαντική επική εκπροσώπηση (Φορωνίδα). Ο πατέρας της Ιούς Ίναχος απηχεί προφανώς το τοπικό θεολογικό υπόστρωμα, το οποίο έχει υποχωρήσει υπό την πίεση της πανελλήνιας λατρείας των ολύμπιων θεών. Ο ναός της Ήρας στο Άργος και η εχθρότητά της απέναντι στην Ιώ μεταφράζονται σε μυθική γλώσσα στη γνωστή ερωτική περιπέτεια του Δία και τη ζήλεια της συζύγου του αλλά πιθανώς απηχούν μια βαθύτερη διαδικασία που μας πηγαίνει πίσω στον χρόνο. Η σύζευξη πάντως της Ιούς (που σε άλλη εκδοχή την αρπάζουν οι Φοίνικες από το Άργος) με τους γιους του Αιγύπτου και την Αίγυπτο ίσως να απηχεί μια περίοδο κατά την οποία οι Έλληνες, ερχόμενοι σε επαφή με άλλες χώρες και λαούς, αξιοποίησαν στοιχεία από παλαιότερους μύθους δημιουργώντας νέες γενεαλογικές συνδέσεις. Η υπόθεση μάλιστα (M. L. West) ότι οι 50 Αιγύπτιοι έχουν πάρει τη θέση των 50 γιων του Λυκάονα, οι οποίοι σε παλαιότερη εκδοχή άρπαζαν 50 κοπέλες από το Άργος, μπορεί να έχει την αξία της, πέρα βεβαίως από τον εξαιρετικά ρηξικέλευθο χαρακτήρα της.
Ο Χρήστος Κ. Τσαγγάλης είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Διευθυντής του Τομέα Κλασικών Σπουδών
Email: xristos.tsangalis@gmail.com