Του Νίκου Τσούλια
Ποτέ δεν κατάλαβα πως ξεκίνησε αυτή η σχέση, αυτό το πάθος. Ποτέ δεν ένιωσα την απαρχή του. Γεννήθηκε αδιόρατα. Ίσως από τη δυνατότητά μου να διαβάζω πριν ακόμα πάω στο σχολείο, εκείνα τα χρόνια ήταν σχεδόν αδύνατο. Η μεγαλύτερη αδελφή μου με είχε μυήσει.
Ίσως γιατί φανταζόμουνα ότι με το βιβλίο θα φύγω από τις δύσκολες αγροτικές δουλειές και από τις λάσπες του χωριού και θα γίνω σπουδαίος, ίσως γιατί με το διάβασμα ξεχώρισα από τα υπόλοιπα παιδιά και βρέθηκα από νωρίς στην πρώτη θέση, ίσως τα λιγοστά εξωσχολικά βιβλία ως απαγορευμένα να δελέαζαν με την κρυφή γοητεία τους, ίσως γιατί τα βιβλία πρόσφεραν έναν κόσμο μεγαλύτερο από αυτόν που ζούσα, έναν κόσμο που τον αναδημιουργούσα και εγώ με τα όνειρά μου και την φαντασία μου…
Πώς θα έκλεβα χρόνο για να διαβάσω; Συνέχεια δουλειές, δουλειές στα χωράφια, στα πρόβατα, στα άλογα, στις κατσίκες, να μαζέψεις τα πουλιά, τα γουρούνια θέλουν τάισμα. Λάτρεψα εκείνα τα χωράφια που είχαν πολύ χορτάρι και τα πρόβατα έβοσκαν χωρίς να σκέφτονται πώς θα πάνε στα διπλανά ξένα χωράφια, να κάνουν ζημιά, να πέσει μετά ξύλο «με το τσουβάλι», μα και εκείνα που είχαν και από τις τρεις πλευρές τους λόγγο και έτσι δεν μπορούσαν τα πρόβατα να πάνε πουθενά, πήγαιναν προς τα πάνω, ξαναγύριζαν, έπιανα το στενό λαιμό του χωραφιού και έτσι παγίδευα τον «εχθρό», τότε είναι η ώρα για ένα καλό μυθιστόρημα, για ένα βιβλίο, που θα σου αφαιρέσει ό,τι σε περιορίζει, ό,τι δεν είναι μέσα στο όνειρό σου και θα βρεθείς «στις όχθες του ποταμού Δούναβη», πετώντας ψηλά στον ουρανό της ονειροπλασίας σου, θα είσαι δίπλα στο Μιχαήλ Στρογκώφ για να διορθώσεις τα λάθη του, για να προλαβαίνεις το συγγραφέα με τη δική σου φανταστική εκδοχή της ιστορίας και κυρίως για να πλάθεις το δικό σου πάντα όμορφο τέλος, γιατί η ζωή είναι δύσκολη και θέλει ελπίδα, γιατί το φτερούγισμα της παιδικής φαντασίας πλάθει τις δικές του πραγματικότητες.
Λάτρεψα και λατρεύω ακόμα (εξ αυτού του γεγονότος) τη βροχή, τη δυνατή βροχή που μας έδιωχνε από τα χωράφια και τις δουλειές (γιατί η βροχή που δεν είχε ως σκοπό να γίνει μπόρα ή να μοιάζει με μπόρα δεν ήταν εμπόδιο για να συνεχίσεις τη δουλειά σου, βάζοντας πάνω στο κεφάλι σου ένα τσουβάλι σαν κουκούλα που κάλυπτε και ένα μέρος του σώματος) και έτσι βρεγμένος αλλά απόλυτα ευτυχισμένος κατέληγα στο τζάκι, άναβα τον «μουτζούρη» (που να δεις στο λιγοστό χειμωνιάτικο φως της χαμοκέλας που είχε μόνο ένα παράθυρο σε κάθε ένα από τα δύο δωμάτιά της)….
Και διάβαζα και δημιουργούσα χρόνους κερδισμένους, χρόνους μελλοντικούς, σε χρόνους που θα ήταν χαμένοι αφού θα έλειπε το διάβασμα, ας ήταν και διάβασμα μόνο του σχολείου (λύσεις των ασκήσεων ή απαντήσεις σε ερωτήσεις των αρχαίων) και όχι για κάποια λογοτεχνικά, αφού για αυτού του είδους τα βιβλία ήθελα απόλυτη μοναξιά, για να μπορώ να φαντασιώνομαι τις δικές μου προεκτάσεις στην πλοκή του συγγραφέα, αλλά και γιατί όποιοι ήταν στο σπίτι βλέποντας ότι διαβάζω σχολικά βιβλία (μόνο αυτά άξιζαν να είναι στα χέρια μας για τους γονείς μας…) θα ήταν προσεκτικοί. «Βάστα μπόρα, εγώ θα ακούω τα παιχνίδια του νερού σου, με εμπνέουν τα ακούσματά σου, είμαι με το μέρος σου, μη σταματάς και φύγουμε πάλι για τα χωράφια».