Χρήστος Κ. Τσαγγάλης
Μία από τις περιοχές στις οποίες το γενεαλογικό και καταλογικό έπος παρουσίασε σημαντική ανάπτυξη κατά την αρχαϊκή εποχή ήταν η Βοιωτία. Η προνομιακή, πρώτη θέση των Βοιωτών στον Κατάλογο των Πλοίων στη δεύτερη ιλιαδική ραψωδία ερμηνεύτηκε στο παρελθόν ως αποτέλεσμα της ξεχωριστής, βοιωτικής προέλευσης του Καταλόγου, καθώς βρισκόταν σε πλήρη αναντιστοιχία με την υστέρησή τους σε σχέση με τους πρώτης τάξης ήρωες της Ιλιάδας. Ο ψευδο-ησιόδειος Κατάλογος Γυναικών συνδέθηκε, σύμφωνα με κάποιους μελετητές, με τον Βοιωτό Ησίοδο λόγω ακριβώς της φύσης του, ότι δηλαδή ήταν κατάλογος. Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν, για να δείξουν πως μια ορθή παρατήρηση που αφορά την ακμή της γενεαλογικής και καταλογικής ποίησης στην περιοχή της Βοιωτίας μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένες αναγωγές: ό,τι γενεαλογικό και καταλογικό είναι και βοιωτικό. Νομίζω ότι οι δύο προηγούμενες επιφυλλίδες (αφιερωμένες στον Κιναίθωνα από τη Λακεδαίμονα και τον Άσιο από τη Σάμο) έδειξαν ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι.
Η εντυπωσιακή ανάπτυξη της γενεαλογικής ποίησης στην αρχαϊκή εποχή δικαιολογεί τη σημερινή και επόμενη επιφυλλίδα που αφορούν τους ποιητές Ηγησίνου και Χερσία αντίστοιχα. Και οι δύο (μάλλον) κατάγονται από τον βοιωτικό Ορχομενό, μια πόλη με πανάρχαια ιστορία που φθάνει μέχρι και τα μυκηναϊκά χρόνια. Η ακμή της ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο ιλιαδικός Αχιλλέας να την αναφέρει στο Ι της Ιλιάδας δίπλα στις Θήβες της Αιγύπτου ως πόλεις που ούτε τα δικά τους αγαθά θα μπορούσαν να τον κάμψουν αναφορικά με την απόφασή του να απέχει από τις εχθροπραξίες μετά την προσβολή του Αγαμέμνονα. Μια πόλη λοιπόν που γνώρισε τέτοια ακμή δεν θα μπορούσε και να μη διαθέτει γενεαλογική ποίηση περιωπής.
Καθώς όμως από την ποίηση του Ηγησίνου, τον οποίο δεν ξέρουμε αν πρέπει να τον τοποθετήσουμε στον 7ο, 6ο ή 5ο αι. π.Χ, δεν διαθέτουμε παρά ένα και μόνο απόσπασμα (παραδεδομένο από τον συνήθη ύποπτο, τον Παυσανία), πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ανασυνθέσουμε την πλοκή του έργου του, το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής επιφυλλίδας θα αφιερωθεί σε προβλήματα που σχετίζονται με τον τίτλο του έργου του και το περιεχόμενό του.
Η αινιγματική διατύπωση του Παυσανία, σύμφωνα με την οποία ο Ηγησίνους συνέθεσε ένα έργο με τον τίτλο Ατθίς, έχει προκαλέσει εύλογα ερωτήματα και ενστάσεις. Η ονομασία Ατθίς είναι απροσδόκητη όχι μόνο γιατί το μοναδικό απόσπασμα αφορά την Βοιωτία και όχι την Αττική (όπως δηλώνει ο τίτλος Ατθίς) αλλά και επειδή ένα τέτοιος τίτλος για ένα αρχαϊκό έπος δεν έχει πουθενά το αντίστοιχό του. Αυτή η χρήση ενός τοπωνυμίου ως ονομασίας ενός έπους είναι εντελώς διαφορετική από τίτλους όπως Κύπρια ή Ναυπάκτια έπη που στηρίζονται στα τοπωνύμια Κύπρος και Ναύπακτος. Η διαφορά έγκειται στο ότι οι τίτλοι των δύο αυτών επικών ποιημάτων συνίστανται σε επίθετα που προκύπτουν από τα συγκεκριμένα τοπωνύμια και προσδιορίζουν το ουσιαστικό έπη. Αντίθετα, στην περίπτωση της Ατθίδας του Ηγησίνου τίτλος και τοπωνύμιο ταυτίζονται. Στο παρελθόν είχε υποστηριχθεί η άποψη από τον Welcker ότι καθώς ο τίτλος Ατθίς παρέπεμπε στην Αθήνα αλλά δεν είχε καμία σχέση με τις χρονογραφικά-αρχαιογνωστικά προσανατολισμένες Ατθίδες σε πεζό λόγο, δεν θα μπορούσε παρά να έχει διαμορφωθεί όπως οι τίτλοι Ιλιάδα και Θηβαΐδα που αναφέρονταν στην πολιορκία μιας πόλης. Υιοθετώντας αυτή την ερμηνευτική γραμμή ορισμένοι μελετητές υποστήριξαν ότι η Ατθίς του Ηγησίνου αναφερόταν στην πολιορκία της Αθήνας από τις Αμαζόνες και την ήττα τους από τον Θησέα. To ότι αυτή η ερμηνευτική γραμμή είναι απρόσφορη φαίνεται από το γεγονός ότι δεν υπολογίζει καθόλου στην πηγή από την οποία ο Παυσανίας αντλεί τις σχετικές πληροφορίες, πηγή στην οποία αναφέρεται ο ίδιος ο Περιηγητής. Πρόκειται για τον Κάλλιππο που συνέθεσε ένα έργο αναφορικά με την τοπική ιστορία του Ορχομενού. Για ποιον λοιπόν λόγο ο Κάλλιππος συμπεριέλαβε στο έργο του στίχους του Ηγησίνου αν δεν είχαν, και κατ᾽ επέκταση το έπος του, σχέση με τον Ορχομενό; Δεν θα αναφερθώ σε προσπάθειες που έγιναν από ορισμένους μελετητές που ακολουθώντας την πρόταση του Welcker επιχείρησαν να βρουν συνδετικούς κρίκους μεταξύ της πρώιμης μυθικής ιστορίας της Αττικής και της Βοιωτίας, γιατί απλούστατα υπέπεσαν σε εκείνο το μεθοδολογικό λάθος που στηρίζεται στην εξαγωγή συμπεράσματος από μια αστήριχτη υπόθεση. Θεωρώντας δηλαδή σωστή την πρόταση του Welcker ότι το ποίημα αφορούσε την πρώιμη μυθική ιστορία της Αττικής ερευνητές σαν τον Huxley επιδίωξαν να εντοπίσουν λανθάνουσες συνδετικές αναφορές μυθικού τύπου μεταξύ Αττικής και Βοιωτίας.
Το πρόβλημα ξεκινάει από τον όρο Ατθίς, αναφορικά με τον οποίο η ασφαλέστερη ερμηνευτική γραμμή είναι η εξέτασή του στο έργο στο οποίο παραδίδεται. Η προσεκτική μελέτη της usus scribendi του Παυσανία και η σύγκρισή της με την αντίστοιχη ανάλυση του ίδιου όρου σε όλες τις άλλες πηγές δείχνει μεν ότι ο διάσημος περιηγητής χρησιμοποιεί τον όρο Ατθίς για την Αττική αλλά όχι με συνέπεια. Η λύση στο αίνιγμα του τίτλου του ποιήματος βρίσκεται σε μια από τις σχετικές αναφορές του Παυσανία στο έργο του Ατθιδογράφου Κλειτοδήμου το οποίο χαρακτηρίζει ως Αττικό λόγο, ενώ σε μια άλλη αντίστοιχη περίπτωση (μιλώντας για το έργο του Ατθιδογράφου Ανδροτίωνα) χρησιμοποιεί τον όρο Ατθίς. Η αναφορά σε αυτόν τον Κλειτόδημο ως συγγραφέα μιας Ατθίδος ή λόγου Αττικού δείχνει πως η πηγή του Παυσανία έχει αντικαταστήσει τον τίτλο Πρωτογονία με τον τίτλο Ατθίς/λόγος Αττικός και έχει ελαφρώς παραλλάξει το όνομα Κλείδημος σε Κλειτόδημος. Εδώ ακριβώς τα πράγματα αποκτούν ενδιαφέρον. Σε ένα σωζόμενο απόσπασμα από το έργο του Κλει(το)δήμου γίνεται αναφορά στην περιοχή Αγραί της Αττικής στο πλαίσιο της παρουσίασης του γίγαντα Ελικώνα. Τονίζεται μάλιστα ότι υπήρχε και λατρεία του Ελικωνίου Ποσειδώνα στην κορυφή ενός λόφου. Εφόσον ο Κλείδημος αναφερόταν στον γίγαντα Ελικώνα και στη λατρεία του Ποσειδώνα Ελικωνίου στην Αττική, μπορεί να αναφερόταν και στον σαφώς διασημότερο Ελικώνα της Βοιωτίας, όπου σύμφωνα με το απόσπασμα του Ηγησίνου ο Οίοκλος και οι Αλοάδες πρόσφεραν θυσίες για πρώτης φορά στις Μούσες. Αυτά θα ήταν τα κατάλληλα συμφραζόμενα προκειμένου ο Κλείδημος να καταγράψει τους σχετικούς στίχους του Ηγησίνου. Όταν λοιπόν η πηγή του Κάλλιππου από τον οποίο αντλεί ο Παυσανίας χρησιμοποίησε το έργο του Κλείδημου (το οποίο της ήταν γνωστό, όπως και σε άλλες πηγές μετά την ελληνιστική περίοδο, με τον τίτλο Ατθίς, ίσως υπό την επίδραση της ταξινομητικής ορολογίας που καθιέρωσαν οι Πίνακες του Καλλίμαχου), πρέπει να έγραψε κάτι σαν Κλείδημος εν (τηι) Ατθίδι Ηγησίνουν ποιήσαι φησι και έπειτα τους σχετικούς στίχους του Ηγησίνου (δηλαδή ο Κλείδημος στο έργο του Ατθίς λέει ότι ο Ηγησίνους συνέθεσε τους στίχους κ.τ.λ.). Ο Κάλλιππος όμως παρερμήνευσε τη σύνταξη και εξέλαβε τον εμπρόθετο προσδιορισμό εν (τηι) Ατθίδι ως αναφερόμενο στον Ηγησίνου και όχι στον Κλείδημο γράφοντας ένα κείμενο στο οποίο το όνομα του Κλείδημου απουσίαζε και στο οποίο ο Ηγησίνους εμφανιζόταν ως ο συνθέτης μιας Ατθίδος (π.χ. εν (τηι) Ατθίδι Ηγησίνους φησι κ.τ.λ.). Εφόσον ο Ηγησίνους συνδεόταν με τη Βοιωτία, τώρα υπήρχε ένας ακόμα λόγος για να παραλείψει ο Κάλλιππος το όνομα του Κλείδημου. Κράτησε δηλαδή από την αρχική αναφορά που βρήκε στην πηγή του μόνο το τμήμα που δεν αφορούσε την Αττική αλλά τη Βοιωτία, δηλαδή τους στίχους του Ηγησίνου. Κάτι τέτοιο ήταν απολύτως λογικό για αυτόν, καθώς ο γίγαντας Ελικώνας που ανέφερε ο Κλείδημος συνδεόταν με τους Αλοάδες που ανέφερε ο Ηγησίνους. Έτσι φτάνουμε λοιπόν στον Παυσανία που είχε μπροστά του ένα κείμενο στο οποίο δεν υπήρχε Κλείδημος αλλά μόνο Ηγησίνους ως συγγραφέας μιας Ατθίδος. Ο Περιηγητής δεν είχε λόγο να αμφισβητήσει ή υποπτευθεί την πηγή του, τον Κάλλιππο.
Κατά συνέπεια, ο τίτλος Ατθίς που παραδίδει ο Παυσανίας δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την επική ποίηση του Ηγησίνου. Οι Αμαζόνες, ο Θησέας και η πολιορκία της Αττικής δεν απαντούσαν στο έργο του, μόνο στο μυαλό των φιλολόγων που στήριξαν μια ολόκληρη θεωρία για το περιεχόμενο του απολεσθέντος αυτού έπους σε μια παράτολμη εικασία του Welcker. Αναδιφώντας όμως τις πηγές και θέτοντας με αμείλικτη επιμονή λογικά ερωτήματα μπορέσαμε να παραμερίσουμε την ομίχλη του χρόνου και να δούμε, έστω για λίγο, πιο καθαρά τη σκιά του ποιητή και του έργου του.
Ο Χρήστος Κ. Τσαγγάλης είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Διευθυντής του Τομέα Κλασικών Σπουδών