Εκεί, στα ψηλά, δίπλα από την αστυνομία, κοντά στο διοικητήριο και το γυμνάσιο, απέναντι από το βενζινάδικο, πέντε μέτρα από το άγαλμα του Καπετάν Γαρέφη, καμάρωναν μεγαλοπρεπείς δυο πελαργοί. Στον υποσταθμό με τις δυο ψηλές κολόνες κι ένα σωρό ηλεκτροφόρα σύρματα όπου παραμόνευε ο θάνατος. Άγνοια κινδύνου; Περιφρόνηση; Αγέρωχοι. Ανέμελοι. Μακάριοι. Βούδες.
Άνοιγαν τα πελώρια φτερά τους κι όταν ακουμπούσαν έστω και για λίγο στα σύρματα, εκτός από τη ζημιά που έκαναν στον εαυτό τους, προκαλούσαν βραχυκύκλωμα και διακοπή του ρεύματος. Έτρεχαν τότε οι εναερίτες. Κάθε άνοιξη ατελείωτα επικίνδυνα πετάγματα πελαργών κι άλλες τόσες βλάβες. Κι όλο το καλοκαίρι.
Ο αρσενικός κουβαλούσε τα υλικά για να φτιάξουν τη φωλιά τους. Ξυλαράκια, λάσπη, κουρέλια και ό, τι άλλο χρειαζόταν. Η πελαργίνα αναλάμβανε την κατασκευή του σπιτιού. Συνεννοούνταν με τα ράμφη τους.
Πακ πακ τα χτυπούσαν: έφερα τα υλικά, χτίσε τώρα εσύ. Πακ πακ: χτίζω, κουβάλα κι άλλα ξυλαράκια , η λάσπη δεν φτάνει, γρήγορα , όπου να’ ναι θα γεννήσω το αυγό μου.
Τη στιγμή που τέντωνε το λαιμό της η πελαργίνα για να πιάσει με το ράμφος ακόμα ένα ξυλαράκι, έχασε την ισορροπία της και τη βρήκαν με τα φτερά της καμένα να ακουμπά στα δυο σύρματα των είκοσι χιλιάδων βολτ. Το κορμί της άψυχο πάνω στις τραβέρσες και το ράμφος της ανοιχτό για το μοιραίο ξυλαράκι. Τα μάτια της κοιτούσαν απορημένα, χαμηλά προς τη μεριά του αρσενικού που έφερνε τα υλικά.
Ο εναερίτης Τάκης Πέτσικος που την κατέβασε είπε ότι το μισό αυγό φαινόταν. Δεν πρόλαβε να γεννήσει. «Ωστόσο» συνέχισε «σαν πρόχειρη λύση να βάλουμε πηχάκια για να μην μπορούν να κάτσουν οι πελαργοί. Θα μας ταράξουν στις βλάβες.»
Ανέβηκε ο ίδιος στην κορυφή, κάρφωσε τα πηχάκια, αλλά ο αρσενικός, χήρος πια, όλο το καλοκαίρι ως τον Οκτώβρη που έφυγε, καθόταν πάνω σε αυτά με το ένα πόδι, καμάρωνε, μπορεί και να έκλαιγε, επιβλητικός όμως πάντα και περήφανος. Με το βάρος του τα πίεζε, τα οριζοντίωνε κι αχρηστεύονταν. Συνέχισε όμως να φέρνει τα υλικά και να χτίζει τη φωλιά μόνος του από την αρχή, χωρίς πακ πακ κι αγαπούλες.
«Μπορεί να βρει καμιά άλλη πελαργίνα ή να ετοιμάζει τη φωλιά για την επόμενη χρονιά. Πρέπει να βρούμε λύση, να διώξουμε μια και καλή τους λαθρομετανάστες και να απαλλαγούμε από αυτούς οριστικά» είπε ο Πέτσικος.
Έδωσε το σχέδιο στους σιδεράδες κι έφτιαξαν μια μεταλλική κατασκευή που έμοιαζε με βαθύ ταψί. Στη βάση του είχε κάτι ρουλεμάν που έβγαζαν έναν ενοχλητικό θόρυβο ώστε να μην μπορεί να καθίσει ο πελαργός . Να τσακιστεί να φύγει.
Όμως το αγέρωχο πουλί δεν έκανε του κόσμου τα χιλιόμετρα για να το εμποδίσουμε εμείς να γεννήσει τα μικρά του. Πήγε στον παραδίπλα στύλο. Δεν πειράζει, θα σκέφτηκε, είναι χαμηλότερα, αλλά τι να κάνουμε; ας βολευτούμε.
Οι βλάβες συνεχίζονταν, ο Πέτσικος με τους υπόλοιπους εναερίτες δεν έπαψαν να τρέχουν και το σχέδιο με τα ρουλεμάν πήγε περίπατο.
Τα χρόνια περνούσαν, τα κορμιά των πελαργών έπεφταν βροχή από την
ηλεκτροπληξία, ο Πέτσικος με τους υπόλοιπους εναερίτες συνέχιζαν να τρέχουν κι όπως όλα αργά και βασανιστικά αλλάζουν, άλλαξε και ο τρόπος που έβλεπαν οι άνθρωποι τα πράγματα. Οπότε, ένα ωραίο πρωί, ο Πέτσικος που στο μεταξύ μελετούσε τη ζωή των πελαργών, σκέφτηκε: Πόσα κορμιά πελαργών έπεσαν στη θάλασσα; Πόσες δεκαετίες ή αιώνες χρειάστηκαν για να μπει στα κύτταρα του προγραμματισμού τους ότι δεν πρέπει να ταξιδεύουν πάνω από τη θάλασσα; Πώς αυτό το ξέρουν και δεν καταλαβαίνουν ότι πάνω στα σύρματα κινδυνεύουν όσο και στη θάλασσα; Θα τους κυνηγάμε αιώνες μέχρι να μπει στα κύτταρα του προγραμματισμού τους και ο κίνδυνος της ηλεκτροπληξίας;
Ρε σεις, είπε τότε, γιατί να διώχνουμε τους πελαργούς από τους στύλους, που έρχονται από τόσο μακριά για να γεννήσουν τα μικρά τους, τρώνε έναν σκασμό ενοχλητικά έντομα, φίδια, ποντίκια, σαύρες, ακρίδες, ομορφαίνουν και την περιοχή; Φέρνουν μια ηρεμία, μια αρχοντιά.
Έβγαλαν τα ρουλεμάν από την μεταλλική κατασκευή, την στερέωσαν με έναν βραχίονα μισό μέτρο πάνω από τις τραβέρσες και την κορυφή του στύλου, για να μπορεί να καθίσει το πουλί με ασφάλεια. Από τότε το ζεύγος των πελαργών-αν είναι ο παλιός αρσενικός ή άλλος δεν ξέρω να σας πω- βρίσκει τη φωλιά του έτοιμη την άνοιξη, βουλώνει καμιά τρύπα μόνο με δυο τρία ξυλαράκια ήρεμα κι ωραία, γεννάει τα αυγά του, τα κλωσάνε εναλλάξ, ταΐζουν τα πελαργάκια τους, τα μεγαλώνουν και δυο βδομάδες πριν μεταναστεύσουν οι ίδιοι, τα στέλνουν νωρίτερα με τα άλλα μικρά των ανατολικών χωρών της Ευρώπης να περάσουν τον Βόσπορο και μέσω της Μικράς Ασίας να πάνε να ξεχειμωνιάσουν στα θερμά κλίματα της Αφρικής.
Μετά δυο βδομάδες, χτυπούσαν τα ράμφη τους όλοι οι πελαργοί της περιοχής, σημάδι ότι «ήρθε ο καιρός να φύγουμε». Τους έβλεπε να συγκεντρώνονται πετώντας χαμηλά, να ανεβαίνουν επάνω, να κινούνται πέρα δώθε χτυπώντας τα ράμφη τους, να ανεβαίνουν πιο ψηλά, κι όταν πια βρήκαν το ρεύμα του αέρα που θα τους πάει με τον λιγότερο κόπο στο μακρύ ταξίδι, μπήκαν σε σχηματισμό, με ανοιγμένα και ακίνητα τα φτερά τους. Έβγαλε το μαντίλι ο Πέτσικος να τους χαιρετίσει. Σκούπισε κι ένα δάκρυ.
«Του χρόνου την άνοιξη η φωλιά τους θα είναι πάλι εδώ και θα τους περιμένει» σκέφτηκε.
Έφυγαν οι πελαργοί, αλλά οι φωλιές τους έμειναν. Ένα ξυλαράκι της φωλιάς γλίστρησε πάνω στα σύρματα μια νύχτα του Νοέμβρη. Τυλίχτηκε με ένα κομμάτι νάιλον από αυτά που σκεπάζουν τα καπνά. Ψιλόβρεχε. Είχε κι αέρα. Τα φώτα της γειτονιάς χαμήλωσαν. Τα τηλέφωνα της βάρδιας κουδούνιζαν. Γιατί κόψατε το ρεύμα τέτοια ώρα; Θα σαπίσουν τα κρέατα στο ψυγείο, έλεγε ο χασάπης. Θα πετάξω τα ζυμάρια, φώναζε ο φούρναρης. Ο Πέτσικος φόρτωσε στο Λαντ Ρόβερ τη ζώνη, το κράνος και τα πέδιλά του. «Θα ανέβω κι ας βρέχει κι ας φυσάει». Από τον ίδιο στύλο που είχε κατεβάσει αυτός την πελαργίνα κατέβασαν τον Πέτσικο. Είχε ανέβει στον στύλο με τον φακό στο μέτωπο. Έσπρωξε με το κοντάρι του το ξυλαράκι. Εκείνο δεν έπεφτε. Είχε σφηνώσει η μία άκρη του ανάμεσα στη βίδα και στη ροδέλα και δεν έλεγε να βγει. Το νάιλον πετάριζε στον αέρα και δυσκόλευε την όρασή του. Επέμενε εφτά κι οχτώ κι εννιά φορές. Στη δέκατη, μια φλόγα σε σχήμα τόξου τον τύφλωσε κι ένας δυνατός κρότος ακούστηκε. Έκανε πίσω το κορμί του ενστικτωδώς. Έβγαλε μια στριγκλιά ανθρώπου που βλέπει το τέλος να έρχεται καταπάνω του. Κρατήθηκε με το δεξί του χέρι από ένα συρματόσχοινο. Φωτιές και καπνοί βγήκαν από τις φτέρνες του. Έσπασε η μέση του στα δυο. Έφτασε το κεφάλι του στις φτέρνες.
Απ’ το νοσοκομείο στη νεκροφόρα και από εκεί στα κυπαρίσσια. Αυτή ήταν η ιστορία του εναερίτη Τάκη Πέτσικου που ανεβοκατέβαινε στους στύλους όπως ο σκίουρος στα πεύκα και είχε αγαπήσει πολύ τους πελαργούς.
Γιώργος Ν. Σιώμος 22/3/2017