Του Νίκου Τσούλια
Μύθος και ιστορία, υπόθεση και παράδοση, χίμαιρα και επιστήμη
συνθέτουν τον Όμηρο.Βίκτω Ουγκώ
Δεν γνωρίζω αν υπάρχει άλλη τόσο ξεχωριστή περίπτωση, περίπτωση λαού και χώρας όπου ένας συγγραφέας με τα έργα του γίνεται ο βασικός πυρήνας της συλλογικής αφήγησης αυτού του λαού, γίνεται ο πνευματικός ιστός γι’ όλη την ιστορική διαδρομή αυτής της χώρας. Δεν γνωρίζω αν μπορεί να έχει υπάρξει άλλη μορφή σαν εκείνη τη θεία μορφή του Ομήρου. Αλλά τα έργα του Ομήρου δεν είναι μόνο το νήμα μιας ιστορικής πορείας λαού και γλώσσας, γραμμάτων και αφήγησης, είναι και βασικό πεδίο αναφοράς και λειτουργίας της εκπαίδευσης όλων των Ελλήνων, είναι ουσιώδη σύμβολα της κλασικής παιδείας και των κλαστικών γραμμάτων.
Τον γνωρίσαμε πρώτο από όλες τις ιερές μορφές της αρχαιότητας, οι αφηγήσεις του συναντήθηκαν με τα παραμύθια μας, οι εξιστορήσεις του έγιναν ιστορίες δικές μας, τα βιβλία του δεν είχαν τις δεσμεύσεις και τους περιορισμούς των σχολικών βιβλίων – που αν και δεν μάς άφηνε η γλώσσα να τα απολαύσουμε ολοκληρωτικά – βρέθηκαν τρόποι να γίνουν οικεία, να γίνουν στολίδια και να είναι τα μόνα σχολικά αναγνώσματά μας που θα εισέλθουν στην πρώτη θέση των αριστουργημάτων, να είναι τα μόνα σχολικά αναγνώσματα που θα διαβάζονται και θα ξαναδιαβάζονται και διαρκώς θα προσλαμβάνονται με ανανεωμένο κάθε φορά το ερμηνευτικό τους δυναμικό.
Ο θείος Όμηρος βρήκε ο ίδιος της φαντασίας μας τα ξεπετάγματα, γίναμε Αχιλλέας και θυμώσαμε με τον Αγαμέμνονα και παίρναμε εκδίκηση σε όσους μάς ζήμιωναν, ακόμα και ο χαμός μας – από το τρωτό μας σημείο, εκείνο της φτέρνας – ήταν θρίαμβος στην αιωνιότητα, βιώσαμε τη μεγάλη περιπέτεια του πολυμήχανου, περάσαμε από χίλια μύρια κύματα οδύσσειας συμφορών και πειρασμών, τρελαθήκαμε από τη γοητεία των Σειρήνων και αντέξαμε γιατί «αντιπροσώπευαν τον πειρασμό να χαθείς στο παρελθόν», μας έκαιγε ο πόθος της νοσταλγίας, της «νοσταλγίας που βρίσκεται στη ρίζα των περιπετειών μέσω των οποίων η υποκειμενικότητα αποσπάται από τον προϊστορικό κόσμο», αγαπήσαμε πιο πολύ το πατρικό μας, ξαναδιαβάσαμε ξανά και ξανά τις ιστορίες και βρίσκαμε νέα ευρήματα, νιώθαμε και τις παλιότερες ανάσες μας από τις παιδικές αναγνώσεις και κάποια στιγμή ασχοληθήκαμε με τις αλληγορίες των επών και ζήσαμε μια νέα εποχή στα παραμύθια που έγιναν σύμβολα και απολαύσαμε την απομυθολογικοποίησή τους με μια νέα μαγευτική διαφωτιστική μυθολογία του βαθύτερου πυρήνα ύπαρξής μας. Περιπλανηθήκαμε μεγάλοι με τις αλληγορίες στις πνευματικές μας αποσκευές και περάσαμε από τα ίδια μονοπάτια της Οδύσσειας, της Οδύσσειας που έγινε θρύλος και το όνομά της χωρίς όμικρον κεφαλαίο γίνεται σύμβολο και σημαία για την οδύσσεια κάθε ανθρώπου που προσπαθεί να ξαναβρεί τη χαμένη εστία του της παιδικής αθωότητας στο σκληρό διάβα του χρόνου, γίνεται σηματωρός για την οδύσσεια της ίδιας της ζωής.
Πέρασαν αιώνες και αιώνες, χιλιάδες χρόνια και ο Όμηρος είναι η σταθερή αξία. Ο Όμηρος «πεπαίδευκεν την Ελλάδα», τα έπη του έγιναν αναγνωστικά για γενιές και γενιές ομόγλωσσών του, η ακτινοβολία τους φωτίζει και το νεωτερικό διαφωτισμό.
Δεν υπάρχει άλλο σταθερό σημείο που να ανατέμνει την αρχαία περίοδο, την ελληνιστική περίοδο, τη βυζαντινή περίοδο, τη νεώτερη περίοδο της Ελλάδας και να ενώνει όλες τις ανάσες και τις αγωνίες αυτού του λαού, του τυχερού λαού που βύζαξε και βυζαίνει τα κείμενά του που μάς οδηγούν στα πρώτα βήματα του ανθρώπου της εξόδου του από το μύθο στο λόγο. «Το ομηρικό έπος χρησιμοποιήθηκε σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας ως το μεγάλο βιβλίο ζωής και διδασκαλίας και εξακολουθούσε να συμβάλλει στη διαμόρφωση του ανθρώπου ακόμα και τότε όταν η εποχή ήδη προ πολλού είχε αλλάξει. Τα σχολεία των Ρωμαίων αρχικά έχουν ως γλώσσα μόνο ελληνικά, αργότερα και λατινικά και κύριο ανάγνωσμα είναι ο Όμηρος»[i].
Η Αποθέωση του Ομήρου σε γλυπτό. Μαρμάρινο ανάγλυφο του Αρχίλαου της Πριήνης. 3ος αιώνας π.Χ., Βρετανικό μουσείο
Αλλά η θεία μοναδικότητα του Ομήρου εκπηγάζει από πολλά σημεία. Δεν μπορείς να τα αναφέρεις όλα. Μια ενδεικτική αναφορά μόνο μπορεί να κατατεθεί. «Δεν υπάρχει όμως έργο που μαρτυρεί πιο εύγλωττα την αλληλοεξάρτηση διαφωτισμού και μύθου από το έργο του Ομήρου, που είναι το θεμελιώδες κείμενο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Στον Όμηρο, το έπος και ο μύθος, η μορφή και το περιεχόμενο δεν διαχωρίζονται για να εναντιωθούν το ένα στο άλλο, αλλά αντιπαραβάλλονται και διευκρινίζονται αμοιβαία»[ii]. Τον Όμηρο τον ενδιαφέρει τα πάθη και οι αγωνίες του ανθρώπου και όχι οι θρίαμβοι ενός λαού επί ενός άλλου. Είναι πανανθρώπινος την ίδια στιγμή που θεμελιώνει μια γλώσσα και επομένως έναν συγκεκριμένο πολιτισμό. «Τα ομηρικά έπη, η φιλοσοφία και το αττικό δράμα σφραγίζουν βαθιά την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και πολιτισμό. Η Ιλιάδα δε εξυμνεί τον θρίαμβο των Ελλήνων ούτε τον πόλεμο και τη βία. Δείχνει την οργή και την αδικία του πολέμου»[iii].
Εδώ στα έπη του Ομήρου οι θεοί γίνονται ανθρώπινοι, συμμετέχουν στις ανθρώπινες πράξεις παίρνοντας το μέρος ηρώων και ηρώων και το πιο σημαντικό, «οι ήρωες της Ιλιάδας δεν αισθάνονται πια εκτεθειμένοι σε άλογες δυνάμεις, αλλά έχουν τους ολύμπιους θεούς που αποτελούν ένα καλά ταξινομημένο και έλλογο κόσμο»[iv]. Ο ίδιος ο Όμηρος καταθέτει τη θεία καταγωγή του λόγου του, «οι στίχοι ‘τη μάνητα, θεά, τραγούδα μας του ξακουστού Αχιλλέα’ ή ‘τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο τραγούδα μου’, με τους οποίους αρχίζουν τα ομηρικά έπη, προδίδουν ότι ο ποιητής τους δεν διαθέτει γνώση που πηγάζει από τον ίδιο του τον εαυτό και ότι το έργο του δεν οφείλεται στο ατομικό του τάλαντο ή τα προσωπικά του βιώματα, αλλά σε θεϊκή έμπνευση»[v]. Γι’ αυτό ο Pope ονόμασε τον Όμηρο ως το μοναδικό αληθινό καθρέφτη του αρχαίου κόσμου και ο Joachin Latacz τον θεώρησε όχι μόνο ως έναν μεγάλο ποιητή αλλά και ως έναν δάσκαλο της ζωής.
Αλλά ποιο είναι το μεγαλείο αυτού του λαού ή μάλλον ποιο είναι το μεγαλείο του ελληνικού πνεύματος που έχει τις απαρχές του στα ομηρικά έπη; Το γεγονός ότι «οι αρχαίοι έλληνες λάτρευαν τον Όμηρο και τα ομηρικά ποιήματα αποτελούσαν βασικό στοιχείο της εκπαίδευσής τους, αλλά δεν έγιναν ποτέ ιερά κείμενα»[vi], δεν απομάκρυναν τον άνθρωπο από την ανθρώπινη φύση, αλλά τον οδήγησαν να κατανοήσει τον ιερό κόσμο του και «τα έπη εξελίχθηκαν σε παιδαγωγική τέχνη και οι θεοί και οι ήρωες, που κατοικούν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, παρέχουν πρότυπα για τις μέλλουσες γενιές και είναι όργανα μιας αρτιφανούς παιδείας και έτσι ο Όμηρος συνδέει την ηρωική έμπνευση με την ηθικοπλαστική πρόθεση»[vii].
[i] Albert Reble (1990), Ιστορία της Παιδαγωγικής, Αθήνα: Δ. Παπαδήμας
[ii] Χορκχάιμερ, Μ., Αντόρνο, Τ. (1986), Η διαλεκτική του διαφωτισμού, Αθήνα: ύψιλον, σ. 63
[iii] Νεκρά γράμματα; Οι κλασικές σπουδές στον 21ο αιώνα
[iv] Bruno Snell (1997), Η ανακάλυψη του πνεύματος, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., σ. 42
[v] Bruno Snell (1997), Η ανακάλυψη του πνεύματος, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., σ. 183
[vi] Ρώλς Τ. (2004), Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, Αθήνα: Μεταίχμιο, σ. 10
[vii] Μπερενίς Ζοφρουά: Ο Όμηρος και το ελληνικό ιδεώδες, Οι φορείς της γνώσης, Courrier της UNESCO, 11/1992, σ. 5