Ο άρτιος ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, που γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1883 και δάμασε τα κύματα της διανόησης που απλώνονταν από τις εκεί ακτές έως τις μακρινές θάλασσες της οικουμένης. Ο βίος και η πολιτεία του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια «Οδύσσεια». Η αγέρωχη κρητική λεβεντιά κοσμημένη με έναν γνήσιο ευρωπαϊκό κοσμοπολιτισμό αποτέλεσε το εύφορο υπόστρωμα για την πρόσληψη των μεγαλοφυών λογοτεχνικών δημιουργημάτων του. Σύμφωνα με τον Πολίτη (2009) το ογκώδες συγγραφικό έργο του είναι δύσκολο να αποτιμηθεί πλήρως και να ενταχθεί στη ροή της ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αφού είναι ιδιότυπο και ακολουθεί μία προσωπική οδό, διανθισμένη με τις ευρωπαϊκές ιδέες και συγκεκριμένα τη Νιτσεϊκή φιλοσοφία περί υπερανθρώπου και απιστίας, όπως και την αντιλογοκρατική φιλοσοφία του Bergson, συνδιαλεγόμενη με τον πραγματισμό του William James. Ο κοσμοπολιτισμός του Καζαντζάκη διαμορφώνεται ανάγλυφα από τα πολλά ταξίδια του σε χώρες εντός και εκτός Ευρώπης. Επισκέπτεται μεταξύ του 1918 και 1933 την Ελβετία, τη Ρωσία, τη Γαλλία, την Ισπανία, Ιαπωνία, Κίνα για να νοσηλευτεί το 1957 στη Γερμανία, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή.
Ο πολυταξιδεμένος Καζαντζάκης και αναγνωρισμένος ανά τον κόσμο για το συγγραφικό έργο του δεν μπόρεσε να στεριώσει στην πατρίδα του. Τουναντίον πολεμήθηκε από την μετεμφυλιακή Ελλάδα, ύπουλα, δεχόμενος χτυπήματα κάτω από τη μέση, στερούμενος την ευκαιρία να διεκδικήσει ένα βραβείο Νόμπελ, το οποίο άξιζε, προτείνοντας στη θέση του κάποιον άγνωστο κύριο Οικονόμου (Αρκουδέας, 2015). Σύμφωνα με τον Αρκουδέα (2015) το χαμένο Νόμπελ του Καζαντζάκη, αποτελεί και χαμένη ευκαιρία για την πολύπαθη Ελλάδα των εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεων, μία Ελλάδα, η οποία τρώει τα άξια παιδιά της και άρα στην ουσία δεν της άξιζε μία τόσο μεγάλη διάκριση, η οποία θα έστρεφε τα φώτα της παγκόσμιας κοινότητας πάνω της, που τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, το είχε τόσο ανάγκη, αλλά για ακόμη μία φορά τα υπερτροφικά εγώ εντός των τειχών επιθυμούσαν μία Ελλάδα αποδυναμωμένη, χωρίς διακρίσεις και τιμές, σκάβοντας τον λάκκο του Καζαντζάκη, έσκαβαν στην ουσία τον λάκκο της Ελλάδας. Για να καταλήξει ο Αρκουδέας γράφοντας: «Το χαμένο Νόμπελ του Καζαντζάκη ήταν ο θρίαμβος των μεθοδεύσεων ενός κράτους που είχε μάθει να ενεργεί με παρακρατικούς τρόπους… η ολόκληρη Ελλάδα είναι ένα χαμένο Νόμπελ».
Ο νεαρός Καζαντζάκης πρωτοεμφανίζεται στα Γράμματα το 1906 με τη νουβέλα «Ὄφις και Κρίνο», ακολουθεί το δοκίμιο «Ἀρρώστια τοῦ αἰώνος», και το δράμα «Ξημερώνει» με ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή, εντυπωσιάζοντας τη λογοτεχνική κριτική (Σταύρου, 1997). Ο νεανικός έρως για την πρώτη του γυναίκα Γαλατεία οδήγησε στο πρωτότυπο ερωτικό πεζό ποίημα «Ὄφις και Κρίνο», στο οποίο απουσιάζει το μέτρο και η ομοιοκαταληξία μεν (Μιράσγεζη, 1982), πλεονάζει δε η ερωτική μελωδία, πάνω στην οποία υφαίνεται το υφαντό αυτής της ποιητικής σύνθεσης, καθιστώντας το ως ερωτικό παιάνα, με τους δυο ερωτευμένους πρωταγωνιστές να πεθαίνουν σφιχταγκαλιασμένοι στο δωμάτιο και ένα φίδι να κρατά στο στόμα ένα μαραζωμένο τριαντάφυλλο. Η ορμητικότητα της νεανικότητας του συγγραφέως σε συνδυασμό με τις σπουδές του έχουν διαμορφώσει έναν αδαμάντινο χαρακτήρα, ο οποίος έρχεται σε αντιπαράθεση με το κοινωνικό κατεστημένο, περιδιαβαίνοντας τον πολιτισμό, τις μεταφυσικές και υπαρξιακές αγωνίες, έντονα επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του Νίτσε, γράφοντας τη μελέτη «Ἀρρώστεια τοῦ αἰῶνος» (Μιράσγεζη, 1997). Εν συνεχεία το έργο του «Ξημερώνει» λαμβάνει έπαινο στον Παντελίδειο Δραματικό Αγώνα. Σύμφωνα με την Μιράσγεζη (1997) ο έπαινος θεωρήθηκε θρίαμβος του δημοτικισμού, σε μία εποχή που μαινόταν η μάχη μεταξύ αυτού και της καθαρεύουσας. Ακολουθούν μια μεγάλη σειρά από λογοτεχνήματα, όπως το «Ἔως πότε», το «Φασγά», «Σπασμένες Ψυχές», «Πρωτομάστορας», το τελευταίο μάλιστα βραβεύτηκε στο Λυσσάνειο Διαγωνσιμό. Ακολούθησαν τα έμμετρα δράματα «Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης», «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος», «Ὀδυσσέας», «Προμηθέας», «Κοῦρος», «Σόδομα και Γόμορα», «Κολόμβος», «Καποδίστριας», «Βούδας», και «Γιαγκ Τσέ». Τα έργα αυτά αν και λαμπρά δεν αποτέλεσαν την καταλυτική δύναμη για να αναγνωριστεί ως μεγάλος συγγραφέας ο Καζαντζάκης (Αλεξίου, Μπήαν, Γλυτζουρής, Τζιόβας & Παπανικολάου, 2006). Ακολούθησαν τα «Πεζά ποιήματα» για να φτάσουμε στα έργο της συγγραφικής ωριμότητάς του την «Ἀσκητική» το 1927 και από εκεί να περάσουμε στο έργο σταθμό, το οποίο συντάραξε τα λιμνάζοντα συγγραφικά απόνερα της εποχής του τη νέα «Ὁδύσσεια», μία πολυδαίδαλη και εκτενής ποιητική σύνθεση 33.333 στίχων, που επέκτεινε τα κατορθώματα και τις περιπέτειες του Ομηρικού Οδυσσέως (Πολίτης, 2009). Αναμφίβολα πρόκειται για ένα μεγαλόπνοο εγχείρημα, το οποίο έλαβε χώρα το διάστημα μεταξύ του 1925 και 1938. Δεκατρία ολόκληρα χρόνια αφιέρωσε ο πολυμήχανος Καζαντζάκης, για να δημιουργήσει τη νέα Οδύσσεια του σύγχρονου ελληνισμού. Αρχικά το έργο του προσεγγίστηκε με δυσπιστία και δέχτηκε αρνητική κριτική από την εν Ελλάδι λογοτεχνική κριτική, προκαλώντας αίσθηση μόνον ο μεγάλος όγκος του. Το έργο του μεταφράστηκε στο εξωτερικό από τον Kimon Friar (αγγλικά) Gustev Concordi (γερμανικά) και από την Jaqueline Moetti (γαλλικά) (Mιράσγεζη, 1997), ολοκληρώνοντας με αυτό το υψηλό δημιούργημα ποιητικής σύλληψης την προσφορά του στην ελληνική ποίηση. Ο σύγχρονος Έλληνας Οδυσσέας απομακρύνεται συνειδητά από την Ιθάκη του, ταξιδεύει αναζητώντας άγνωστους μακρινούς κόσμους, δεικνύοντας την προσωπική προσπάθεια του συγγραφέως να εγκλωβίσει λογικά και να εξηγήσει τις υπαρξιακές αγωνίες της ανθρωπότητας, στην ουσία μέσω του ήρωα του περιπλανιέται με γνώμονα τη φιλοδοξία να αντιληφθεί την βαθύτερη ύπαρξη του όντος. Ο Καζαντζάκης βιώνει τον ρόλο του ως πανανθρώπινος στοχαστής, ο οποίος επιδιώκει να πορευτεί μέσα από τα λογοτεχνικά έργα του στον δρόμο του Ιδεατού, επηρεασμένος από τον Γαλλικό Διαφωτισμό (Αρκουδέας, 2015). Σύμφωνα με τον Πολίτη (2009) ο Καζαντζάκης επιδίδεται σε ένα συνεχή αγώνα για την επίτευξη της πλήρους ελευθερίας, ένας αγώνας με κέντρο βάρους την επίτευξη ενός πανανθρώπινου σύγχρονου έπους. H αίσθηση της υψηλής αποστολής του, την οποία νιώθει έντονη, τον αναγκάζει να μελετήσει αριστουργήματα της λογοτεχνίας, έτσι ώστε να έχει την πλήρη εποπτεία και να φέρει εις πέρας το χρέος του προς την ανθρωπότητα (Μario Vitti, 2008). Μετά από αυτό το έργο σταθμό στην ελληνική ποίηση στρέφεται στη σύνθεση μυθιστορημάτων, με τον «Βίος και Πολιτεία τοῦ Ἀλέξη Ζορμπά» να λαμβάνει βραβείο αρχικά στο Παρίσι το 1954 και εν συνεχεία στην Ελλάδα. Ο Ζορμπάς είναι ένας χαρακτήρας απλοϊκός, κοινωνικός αμφισβητίας, επαναστάτης, απολίτιστος. Αξίες και ιδεατά δεν υπάρχουν για αυτόν, το μόνο που υπάρχει είναι το ένστικτο, το οποίο τον βοηθά στην επιβίωση. Ο Καζαντζάκης μαγεύεται από την πληθωρική προσωπικότητά του και καθίσταται στη συνείδηση του ως είδωλο ο Ζορμπάς. Επιθυμεί διακαώς να μοιάσει στον Δράκο – Ζορμπά, αυτόν τον οποίο του γέμισε με θροφή μέσα σε λίγους μήνες όπως λέει τη ψυχή του, κάτι το οποίο δεν κατάφεραν τα βιβλία και οι επιστήμες. Οι ιστορίες του Ζορμπά γοήτευαν τον ψυχισμό του συγγραφέα σε σημείο τέτοιο, ώστε να δηλώνει: «Αν άκουγα τη φωνή του, όχι τις φωνές του, την κραυγή του, η ζωή μου θα ‘χε πάρει πάρει αξία, θα ζούσα μ’ αίμα και σάρκα και κόκαλα, ότι τώρα χασισοπότικα στοχάζουμε και ενεργώ με χαρτί και καλαμάρι». Ακολουθούν τα έργα «Ὁ Χριστός ξανασταυρώνεται» (1948), «Καπετάν Μιχάλης», «Τελευταῖος Πειρασμός» (1951), «Φτωχούλης τοῦ Θεοῦ» (1953), «Αναφορά στό Γκρέκο».
Ο συγγραφέας Καζαντζάκης αποτελεί ένα λαμπρό Φάρο για την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή και για τον ελληνισμό γενικότερα, αφού κατάφερε να αναδείξει μέσα από την Οδύσσειά του κυρίως, αυτό που αποκαλούμε διαχρονία του ελληνισμού ανά τους αιώνες, δηλώνοντας τρόπω τινά ότι η ελληνική ψυχή είναι παρούσα στην παγκόσμια κοινωνία. Ο ρόλος του, ως εθνικού ποιητή βάρδου μπορεί να μην έλαβε τη δέουσα προσοχή στα χρόνια της ζωής του, αλλά εκτιμήθηκε κατά πολύ περισσότερο μετά τον θάνατό του. Η ακατάπαυστη εργατικότητα, η πληθωρική φαντασία του σε συνδυασμό με το ταλέντο του, αποτέλεσαν τις «πρώτες ύλες» με τις οποίες δομούσε τα έργα του (Μιράσγεζη, 1982). Το τέλος της ζωής του ήρθε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 στο Φράιμπουργκ, επιτάσσοντας τον νόστο στην αγαπημένη του πατρίδα την Κρήτη, τελευταίο και αιώνιο κοιμητήρι της μνήμης του (Μιράσγεζη, 1982). Η σωρός του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο, όπου έλαβε χώρα το λαϊκό προσκύνημα προς το πρόσωπό του, καθιστώντας την επικήδειο ακολουθία τόσο ευκλεή, όπως άρμοζε σε έναν γενναίο υπερασπιστή διαχρονικών αξιών της ανθρωπότητας. Ελεύθερος καθώς ήταν, έτσι πορεύτηκε και στην τελευταία κατοικία του επιθυμώντας να αναγράφεται στο μνήμα του: «Δεν φοβούμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος».
Βιβλιογραφία:
Πολίτης, Λ. (2009). Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
Vitti, M. (2008). Iστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Οδυσσέας.
Αρκουδέας, Κ. (2015). Το χαμένο Νόμπελ. Μία αληθινή ιστορία. Αθήνα: Καστανιώτης.
Μιράσγεζη, Μ. (1982). Νεοελληνική Λογοτεχνία. Αθήνα.
Σταύρου, Π. (1997). Χρονολόγιο της ζωής και του έργου του, Καθημερινή Επτά ημέρες, Κυριακή 2 Νοεμβρίου 1997.
Στυλιανός Αλεξίου, Πήτερ Μπήαν, Αντώνης Γλυτζουρής, Δημήτρης Τζιόβας, Δημήτρης Παπανικολάου, (2006). Νίκος Καζαντζάκης: Το έργο και η πρόσληψή του. Ηράκλειο: Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας.