Του Νίκου Τσούλια
Στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε η ανάγκη της ψυχαγωγίας είναι πιο επιτακτική από ποτέ άλλοτε, μόνο που δεν διαπιστώνεται αυτή η ανάγκη ή θεωρείται ότι είναι πολυτέλεια ή και περιττή και κατ’ ακολουθία δεν γίνεται συνήθως κάποια προσπάθεια για να ικανοποιηθεί!
Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα το πώς μπορεί να συμβαίνει αυτή η αντίφαση. Ίσως η απάντηση να είναι απλή. Ο σημερινός πολίτης ζει μια κατάσταση που έχει – εκτός των άλλων – και κάποια χαρακτηριστικά ενός συλλογικού εφιάλτη και αυτή η διαπίστωση τον οδηγεί σε μια νέκρωση των επιθυμιών του και των αναγκών του και σε μια παθητική αναμονή μιας «έξωθεν» ή και υπερβατικής μεταλλαγής του όλου γκρίζου σκηνικού.
Η ανάγκη αυτή λειτουργεί υπό το βάρος μιας γκρίζας σκιάς που πετρώνει τα πραγματικά στοιχεία της συνηθισμένης ζωής μας και δημιουργεί μια «ψυχολογία πένθους», σύμφωνα με την οποία είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεριφερόμαστε ως λυπημένοι και κατηφείς, αφού το γενικότερο κλίμα αλλά και το προσωπικό κλίμα είναι κλίμα «μαύρης συννεφιάς».
Καθηλώνουμε δηλαδή συνειδητά ή και ασυνείδητα βασικές εκδηλώσεις της ζωής μας υπό τις προσταγές της βαριάς οικονομικής κρίσης και των έντονων και παρατεταμένων δυσχερειών που είναι απλωμένες εδώ και καιρό στην κοινωνία μας. Αλλά αυτή η στάση είναι στάση αναπαραγωγής της κρίσης με την έννοια ότι πολλαπλασιάζονται οι επιπτώσεις της κρίσης τόσο επί των πραγματικών αντικειμενικών στοιχείων όσο και επί της ψυχικής και συναισθηματικής διάθεσης του καθενός. Είναι όμως κάποιου είδους πρόκληση (με το αρνητικό φορτίο της) το να ψυχαγωγηθεί κάποιος σε καταστάσεις δυσοίωνες;
Θεωρώ ότι αυτή η συμπεριφορά είναι συμπεριφορά φενακισμένη, ότι είναι συμπεριφορά προκατάληψης και ηττοπάθειας. Ίσα – ίσα που στις δύσκολες περιπτώσεις ο άνθρωπος έχει ανάγκη την ψυχαγωγία, έχει ανάγκη την εξεύρεση ενός ξέφωτου για να ξεσυννεφιάσει η μαυρισμένη ψυχή του, έχει ανάγκη την αποφόρτιση του άγχους και της στεναχώριας. Και φυσικά το είδος της ψυχαγωγίας είναι μια προσωπική επιλογή και δε σημαίνει κατ’ ανάγκη – όπως πρόχειρα ερμηνεύεται στη σκέψη μας – ότι θα καταφύγουμε σε κάποιο δαπανηρό ξεφάντωμα.
Ο λαός μας, δοκιμασμένος επί μακρόν σε εποχές ανέχειας και ολιγάρκειας, πάντα είχε θετική άποψη και στάση στο ζήτημα της ψυχαγωγίας. Είχε ξεχωριστές ημέρες και ώρες διασκέδασης και γλεντιού μέσα από τις οποίες αντλούσε καινούργιες δυνάμεις στη ψυχή και στο σώμα για να τα φέρει βόλτα τις δυσκολίες της βιοπάλης. Δεν έπιανε την άκρη ούτε το κεφάλι του περιμένοντας να φωλιάσουν στο κεφάλι του τα «πουλιά της δυστυχίας», καταπώς αναφέρει η σχετική κινέζικη παροιμία. Δεν μαράζωνε, «δεν ήξερε» από ψυχολογικά προβλήματα και καταθλίψεις που ολοένα και πιο συχνά και πιο έντονα χαρακτηρίζουν τη σημερινή μας εικόνα. Περίμενε πως και πως τις Κυριακές και τις γιορτές για να στήσει το φτωχικό του γλέντι, για να τραγουδήσει και να χορέψει. Αλλά και πέραν τούτων των ιδιαίτερων ημερών ενθυλάκωνε μέσα στη σκληρή δουλειά του στιγμές ψυχαγωγίας. Στο θέρο και στον τρυγητό – που ήταν εργασίες συλλογικού χαρακτήρα – θα πήγαινε το τραγούδι «πέρα δώθε» από τη μια παρέα στην άλλη μαζί με τη βαριά δουλειά και ίσως με το παραπανίσιο κρασί στο μεσημεριανό φαγητό να εκτρεπόταν και κατ’ ολίγον η όλη εργασία. Ακόμα και σε στιγμές πένθους έβρισκε χαραμάδες για να αποφορτίσει τη σκιά της απώλειας μέσα από τα ατέλειωτα ευρήματα της φιλικής και συγγενικής συντροφιάς.
Η φοιτητική ζωή των δεκαετιών του 1960 και του 1970 με τα λίγα οικονομικά μέσα που είχαν τότε οι νέοι συχνά έστηναν το γλέντι τους μέσα στα δωμάτια, με λιγοστά τρόφιμα και ποτά συχνά εκ των ενόντων αλλά με περισσή διάθεση για κέφι και ξεφάντωμα. Δεν χρειάζονταν «σκυλάδικα» και βαρύγδουπα ονόματα του λαϊκού πενταγράμμου με ζωντανή μουσική, αρκούσε ένα μαγνητόφωνο και μπόλικες κασέτες. Τα άλλα έρχονταν μόνα τους.
Αλλά γιατί να ενοχοποιείται η ψυχαγωγία; Γιατί να καταστέλλεται η βαθιά ανάγκη του ανθρώπου να απολαύσει τη ζωή και τον εαυτό του; Γιατί στις δυσκολίες της ζωής να κλεινόμαστε στον εαυτό μας και να μην αναζητούμε την ομορφιά της παρέας και της διασκέδασης;
Η ψυχαγωγία φυσικά δεν ασκείται μόνο με τη μουσική και το χορό – αν και θεωρώ ότι αυτά τα δύο στοιχεία έχουν την πρωτοκαθεδρία – αλλά έχει πολλαπλές όψεις, όψεις (διάβασμα, γράψιμο, αθλητισμός, ζωγραφική κλπ) που ταιριάζουν στον τρόπο ζωής του καθενός μας και στις εκάστοτε αντικειμενικές συνθήκες. Η ψυχαγωγία είναι απόλυτο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης μας και της κοινωνικής μας συγκρότησης, είναι τρόπος βαθιάς έκφρασης του εαυτού μας, είναι αυθεντική εκδήλωση της ζωής, είναι άποψη ζωής! Και καμιά κρίση δεν μπορεί να αναιρεί τη ζωντάνια μας και τη θέλησή μας για να δημιουργούμε εμείς τη ζωή μας με τα δικά μας χαρακτηριστικά, να βάζουμε εμείς τη σφραγίδα στο νόημα της ζωής μας.