Του Νίκου Τσούλια
Κι όμως ακόμα και μέσα στα μεσοπέλαγα της κρίσης και όπου έφυγαν οι πρώτες εκρήξεις οργής και θυμού, δεν φαίνεται να πηγαίνουμε σε μια ψύχραιμη και ορθολογική αποτίμηση της κατάστασής μας – στοιχείο απαραίτητο για την υπέρβαση της κρίσης.
Στο πρώτο στάδιο κυριάρχησαν οι προσεγγίσεις αφενός περί της βαρβαρότητας του καπιταλισμού και της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 που εξήχθη προς τις πιο ευάλωτες οικονομίες της ευρωζώνης και αφετέρου περί κυβερνητικής ευθύνης του κόμματος που ήταν τότε στην εξουσία. Και ενώ αυτά τα στοιχεία είναι πράγματι ισχυρά, απέχουν παρασάγγας από το να αναλύσουν ικανοποιητικά την όλη εικόνα της κρίσης. Τα αντιπολιτευόμενα κόμματα αντί να συμμετέχουν σε ένα πεδίο δημιουργικού διαλόγου, έριξαν την ευθύνη της κρίσης στο τότε κυβερνητικό κόμμα για να αποκομίσουν φτηνά οφέλη. Και τα κατάφεραν αλλά με βαρύ τίμημα. Η κρίση επεκτάθηκε. Η κοινωνία διχάστηκε. Γιατί πολύ απλά είδαμε ένα μόνο μέρος της εικόνας της όλης πραγματικότητας, προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε τη συνέχεια με βάση αυτή την ελλειμματική εικόνα και η πραγματικότητα απλά μας εκδικήθηκε…
Όσον αφορά δε το κοινωνικό πεδίο, εξακολουθούν να κυριαρχούν εκτιμήσεις, που είναι μάλλον εκφράσεις και εκδηλώσεις μίσους και φθόνου παρά πολιτικές αναλύσεις. Έτσι είδαμε στους κοινωνικούς διαλόγους αλλά και στις προσωπικές συζητήσεις το φαινόμενο της γενικευμένης κατηγορίας και της ενοχής «κάποιων άλλων» και πάντως όχι ημών. Κλάδοι εναντίον κλάδων, επαγγέλματα εναντίον επαγγελμάτων, όλοι εναντίον όλων ήταν η εθνική μας αφήγηση σ’ αυτό το διάστημα με τελικό συμπέρασμα την αδυναμία μας να δούμε και να ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα και απλώς να κινούμαστε στο φαντασιακό επί του οποίου όμως κυριαρχούσε το μίσος!
Η ψυχολογία του μίσους εξαπλώθηκε σαν φωτιά στην καλαμιά. Το δημόσιο ταυτίστηκε με τους δημόσιους υπαλλήλους και αυτοί ταυτόχρονα θεωρήθηκαν και ως υπαίτιοι της κρίσης! Τα επιχειρήματα βγήκαν εύκολα σε καθεστώς πλήρους έλλειψης του ορθολογισμού και επικράτησης του διχασμού. Για ένα μεγάλο μέρος του λαού – και γι’ αυτό το πεδίο της συζήτησης – η ευθύνη προσδιορίστηκε στο δημόσιο τομέα. Πρωταγωνιστές σ’ αυτό τον αποπροσανατολισμό ήταν διάφορες γραφίδες που βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να προωθήσουν τα συμφέροντα και τις ιδεολογίες των αφεντικών τους. Το σημείο πρόσφυσης για να εδραιωθεί η ούτως ή άλλως ανεδαφική ερμηνεία τους ήταν η ασφάλεια των δημόσιων υπαλλήλων και η θωράκισή τους έναντι των απολύσεων – κάτι που όχι μόνο δεν ίσχυε στον ιδιωτικό τομέα αλλά και που αποτέλεσε το σημείο έκρηξης για τη φτωχοποίηση χιλιάδων ανθρώπων. Αλλά τι είναι το δημόσιο; Είναι μόνο οι μισθοί και το κόστος των δημόσιων υπαλλήλων; Δεν είναι δημόσιο η εκπαίδευση, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, η εθνική άμυνα, η ανάπτυξη, τα τόσα και τόσα κοινωνικά αγαθά; Και πέραν τούτου, γιατί ξεχάσαμε ότι ο ιδιωτικός τομέας – και κυρίως των μεγάλων οικονομικών μεγεθών – στη χώρα μας δεν είναι και τόσο ιδιωτικός; Γιατί ξεχάσαμε ότι είναι εν πολλοίς κρατικοδίαιτος, ότι τα θαλασσοδάνεια και οι ρεμούλες ήταν δική του αποκλειστικότητα με τη συνενοχή είτε του τραπεζικού συστήματος είτε των κομμάτων εξουσίας;
Υπό αυτό το κυρίαρχο πνεύμα των αντιλήψεων, το οποίο επικρατεί και πολύ εύκολα στους αφελείς πολίτες, εμφανίζονται οι ιδιωτικοποιήσεις κάθε δημόσιου θεσμού να αποτελούν τη λυδία λίθο για τον εκσυγχρονισμό και τον εξορθολογισμό της οικονομίας! Παρακολούθημα αυτής της θεώρησης είναι και το γεγονός ότι δεν μας ενδιαφέρουν ούτε καν οι συνθήκες και οι όροι των ιδιωτικοποιήσεων ακόμα και όταν πρόκειται για ξεπούλημα της μορφής «όσο και όσο», όπως έγινε με τη ΔΕΗ! Με την ψήφιση και τη δημιουργία του Υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων σφραγίστηκε με τον πιο υπόδουλο τρόπο το ξεπούλημα της όποιας δημόσιας υπηρεσίας θα έχει εναπομείνει μελλοντικά σε κάθε φάση του επόμενου αιώνα (πλην ενός χρόνου) από το δίδυμο της απελευθέρωσής μας, κ. Τσίπρα και κ. Καμμένο. Η προσπάθεια για να ξαναδημιουργηθεί όλος αυτός ο δημόσιος πλούτος θα απαιτήσει αγώνες και θυσίες δεκαετιών και πάντως δεν θα είναι υπόθεση μιας γενιάς.
Και έτσι σε αυτό το κλίμα της παθογένειας πολλοί θεωρούν ότι έχουμε βρει το δρόμο του ξεπεράσματος της κρίσης. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται για την εδραίωση αυτής της πρακτικής εμφανίζονται να είναι λογικά και απλά και εύκολα προσλήψιμα. α) Η οικονομία είναι η βάση όλων των πραγμάτων, χωρίς αυτή τίποτα δεν μπορεί να νοηθεί και να αναπτυχθεί. β) Ο δημόσιος τομέας επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό και προσθέτει μόνο κόστος σε μια οικονομία. γ) Ο ιδιωτικός τομέας είναι παραγωγικός και αναπτυξιακός και πάντα υπερτερεί έναντι του αντίστοιχου δημόσιου.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα ή μήπως το απλουστευτικό κλίμα εξακολουθεί να κυριαρχεί στις αναλύσεις μας; Θέλουμε να ξεχνάμε ότι η ανάπτυξη του δημόσιου τομέα ήταν η βασική πολιτική όλων των ευρωπαϊκών κρατών μετά τον πόλεμο και ταυτίστηκε με ό,τι ονομάζουμε κοινωνικό κράτος και κράτος δικαίου αλλά και με το περιεχόμενο της ίδιας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Έχουμε συνειδητοποιήσει ότι το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας είναι απείρως πιο οδυνηρό από τις μειώσεις μισθών και συντάξεων;