«Εγώ δε λέγω υμίν,  μη ομόσαι όλως, μήτε εν τω ουρανώ, ότι θρόνος εστί του Θεού. μήτε εν τη γη, ότι υποπόδιον έστι των ποδών αυτού. μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί του μεγάλου βασιλέως. μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν ή μέλαιναν ποιήσαι». Έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου». τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν. (Ματθ. ε’ 34-37).

«Εγώ, όμως, σας λέω, να μη ορκιστείτε καθόλου· ούτε στον ουρανό, επειδή είναι θρόνος τού Θεού· ούτε στη γη, επειδή είναι υποπόδιο των ποδιών του· ούτε στα Ιεροσόλυμα, επειδή είναι πόλη τού μεγάλου βασιλιά· ούτε στο κεφάλι σου να ορκιστείς, επειδή δεν μπορείς να κάνεις μια τρίχα άσπρη ή μαύρη. Αλλά, ο λόγος σας ας είναι: Ναι, ναι. Όχι, όχι· μάλιστα, το περισσότερο απ’ αυτά, είναι από τον πονηρό.» [Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο Κεφ. 5, Στίχοι 34 – 37.].

Αλήθεια, πόσοι από εμάς έχουμε, ουσιαστικά, εμβαθύνει στο νόημα της λέξης όρκος, κάθε φορά που με ιδιαίτερη ευκολία, στα πλαίσια, μάλιστα, ενός απλού καθημερινού διαλόγου, την χρησιμοποιούμε;

Έχουμε, άραγε, διαισθανθεί ότι, όσο πιο συχνά χρησιμοποιεί ο συνομιλητής μας τη λέξη «όρκος» ή «ορκίζομαι», τόσο περισσότερο καταδεικνύεται η αναλήθεια των αναφερομένων, τα οποία προσπαθεί να αποδείξει και να μας πείσει για την ορθότητά τους; Ή, μήπως, αντίστροφα, όποιον αποφεύγει να ορκιστεί τον θεωρούμε αναξιόπιστο, πειθόμενοι και παρασυρόμενοι από την ευκολία έκφρασης της λέξης «ορκίζομαι στ…..» από ένα έτερο πρόσωπο που ορκίζεται με ιδιαίτερη ευκολία;;;

Πολλά τα αναδυόμενα ερωτήματα, ποικίλες οι απαντήσεις μέσω πολλών θεωριών, ιδεολογιών και επιστημονικών αναλύσεων.

Πιο συγκεκριμένα:

 

1) Μελετώντας την Ελληνική μυθολογία, μαθαίνουμε ότι ο όρκος ήταν και αυτός Θεός, γιος του Αιθέρα και της Γαίας, ο οποίος τιμωρούσε τους επίορκους. Σύμφωνα με μία άλλη άποψη, ο όρκος ήταν παιδί της Έριδας από την οποία γεννήθηκαν και άλλα δεκατέσσερα (14) παιδιά με αρνητική νοηματική σημασία, όπως ο Πόνος, ο Λιμός (=η Πείνα), τα άλγη (=οι Λύπες), οι Μάχες, οι Φόνοι, η  δυσνομία, η Άτη (=ο Λοιμός), οι Υσμίνες (=οι Συμπλοκές), οι Αμφιλογίες (=οι Διαφωνίες), η Λήθη (=η Λησμονιά), οι Ανδροκτασίες (=οι Ανθρωποκτονίες), τα Ψεύδεα (=τα Ψεύδη), οι Λόγοι (=οι Φήμες) και τα Νείκεα (=τα Πειράγματα).

Στα πλαίσια αποδοχής αυτής της 2ης άποψης δημιουργούνται δυο μεγάλα ερωτήματα: 1ον γιατί τα αδέρφια του όρκου έχουν αρνητική νοηματική έννοια; και 2ον ταυτίζεται νοηματικά ο όρκος με τα αδέρφια του ή είναι ο μόνος που διαφοροποιείται από αυτά;

Απαντώντας, εντελώς αυθόρμητα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στη σημερινή εποχή, γίνεται αποδεχτή από τους περισσότερους η διαφοροποίηση του όρκου, δηλαδή η θετική του έννοια, χωρίς, ωστόσο, να λείπουν και τα μέγιστα θεολογικά, κοινωνιολογικά και φιλοσοφικά ερωτήματα, μήπως, ουσιαστικά, ο όρκος συνιστά και αυτός μια σοβαρή κοινωνική δυσλειτουργία αντίστοιχη του ψεύδους, των πολέμων, της ένδειας, της κοινωνικής ανισότητας κ.λ.π.

 

2) Ετυμολογικά η λέξη «Όρκος» προέρχεται από το αρχαίοουσιαστικ Έρκος (= φραγμός, εμπόδιο < είργω).

Ως Όρκος θεωρείται η υπόσχεση ή η βεβαίωση, η οποία δίνεται με την επίκληση ενός ιερού προσώπου ή πράγματος, ως απόλυτο μάρτυρα, για την αλήθεια ή όχι κάποιου γεγονότος. Η επίκληση, μάλιστα, του Θείου στοιχείου έχει την έννοια ότι η παραβίαση της υπόσχεσης ή η ψεύτικη επιβεβαίωση από το άτομο που ορκίζεται, επισύρει τη Θεία τιμωρία, υπό την έννοια ότι δεσμεύει άμεσα ή έμμεσα την τιμή και την προσωπικότητα του προσώπου που δίνει τον όρκο, επιδιώκοντας να πείσει για το ειλικρινές της δήλωσής του αυτής.

Ο όρκος, επομένως, πηγάζει άμεσα από τη θρησκευτική πίστη, η οποία βασίζεται στη θρησκευτική συνείδηση του ατόμου και αποκτά τη μέγιστη σημαίνουσα βαρύτητα αποκλειστικά και μόνο στην περίπτωση που ο άνθρωπος που επικαλείται το Θεό, πιστεύει σε Αυτόν ουσιαστικά και συνακόλουθα αναγνωρίζει και αποδέχεται, λόγω της πίστης του αυτής, ότι εάν παραβεί τον όρκο, θα πρέπει να τιμωρηθεί, λόγω της ασέβειάς του αυτής και ότι όντως θα τιμωρηθεί.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρκος, με την προαναφερόμενη σημασία και μάλιστα ενώπιον ποικίλων θεϊκών συμβόλων, συναντάται στους μεγάλους αρχαίους πολιτισμούς, όπως στους αρχαίους Αιγύπτιους, στους Ινδούς, στους αρχαίους Έλληνες, στους Ρωμαίους και στους Εβραίους, ενώ έχουν ανακαλυφθεί πολλές γραπτές μαρτυρίες περί αυτού.

 

3) Πιο συγκεκριμένα, ο όρκος απαντάται στην Αρχαία Ελλάδα, όπου γινόταν χρήση αυτού και μάλιστα υπήρχαν οι λεγόμενοι «όρκιοι θεοί», μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο Δίας – Ζεύς.

Οι αθλητές ορκίζονταν ότι θα αγωνίζονταν έντιμα, χωρίς να παραβούν τους κανόνες ή να προξενήσουν κακό στους συναθλητές τους, ενώπιον του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Δια, ενός αριστουργηματικού αγάλματος, το οποίο βρισκόταν στην Αρχαία Ολυμπία και συγκεκριμένα είχε τοποθετηθεί, ως λατρευτικό άγαλμα στον ναό του Δία. [Το άγαλμα φιλοτεχνήθηκε από το διάσημο γλύπτη της εποχής Φειδία, περίπου το έτος 430 π.Χ. και κατά τα ιστορικά στοιχεία, η κατασκευή του είχε διάρκεια δυο Ολυμπιακών Περιόδων, δηλαδή οκτώ ετών. Αξίζει να σημειωθεί ότι, λόγω της απαράμιλλης τεχνικής και καλλιτεχνικής κατασκευής και των κολοσσιαίων διαστάσεών του (13 μέτρα ύψος συν 1,1 μέτρα η βάση), συμπεριλαμβανόταν στα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου].

Ο όρκος, από πολύ νωρίς, εντάχθηκε στο Αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο, και είχε ευρέως αναγνωριστεί και ως ένα μη θεσμοποιημένο αποδεικτικό μέσο κατά τη δικαστηριακή διαδικασία. Υπό αυτή τη σημασία αναφέρεται στο έπος του Ομήρου «Ιλιάδα», ότι ο Αγαμέμνονας, παρουσία των Αργειτών, ορκίσθηκε στο Θεό Δία για να αποδείξει ότι δεν είχε πειράξει τη Βρισηίδα, όσο χρόνο την είχε στη σκηνή του.

Στην Αρχαία Αθήνα οι έφηβοι, όταν γίνονταν ενήλικοι (18 ετών), παρουσιάζονταν στην εκκλησία του δήμου, στην Πνύκα. Εκεί, αναγράφονταν στους καταλόγους των Αθηναίων πολιτών, στο επονομαζόμενο «ληξιαρχικόν γραμματείον», τους χορηγούνταν ένα δόρυ και μία ασπίδα και στη συνέχεια ανέβαιναν ένοπλοι στην Ακρόπολη, όπου και έδιναν τον «Όρκο των Αθηναίων εφήβων» στον ναό της Αγλαύρου. Ο όρκος αυτός διασώθηκε από τον αρχαίο ρήτορα Λυκούργο (390 π.Χ – 324 π.Χ), ο οποίος τον συμπεριέλαβε στον μοναδικό σωζόμενο στην  σημερινή εποχή λόγο του, στον «Κατά Λεωκράτους», ενώ αναφορά σε αυτόν έχουν κάνει ο σημαντικότερος ρήτορας της αρχαιότητας και όλων των εποχών, μαθητής του ρήτορα Ισοκράτη, Δημοσθένης (384 – 322 π.Χ) και ο μέγιστος Έλληνας Φιλόσοφος Αριστοτέλης (384 – 322 π.Χ) στην πολιτική πραγματεία του «Αθηναίων Πολιτεία».

Υποστηρίζεται η άποψη ότι ο συγκεκριμένος όρκος συντάχθηκε από

τον σπουδαίο Αθηναίο νομοθέτη, φιλόσοφο και ποιητή Σόλωνα (περ.639 π.Χ-599 π.Χ.), [έναν από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας], ο οποίος προέβη σε μεταρρυθμίσεις στο χώρο της δικαιοσύνης και  θέσπισε νέους νόμους, οι οποίοι επέτρεπαν τον όρκο και καθόριζαν τις προϋποθέσεις χρήσης του ως αποδεικτικού μέσου, ενώ, λόγω της σπουδαιότητας του συνολικού νομοθετικού του έργου, το οποίο επέδρασε θετικά στην εξέλιξη του (δημοσίου & ιδιωτικού) δικαίου, αλλά και στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτειακή εξέλιξη της Αθήνας, ο Σόλωνας αναγνωρίστηκε δίκαια ως «ο πατέρας» του αστικού δικαίου!!!

 

4) Περισσότερο διαδεδομένη ήταν η χρήση του όρκου στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, όπου αναγνωριζόταν, αρχικά, ως μέσο επίλυσης των εξώδικων διαφόρων και μεταγενέστερα και ως μέσο απόδειξης. Λόγω, μάλιστα, της ιδιαίτερης αφοσίωσης των Ρωμαίων στη θρησκεία, ο όρκος απέκτησε ιδιαίτερη θρησκευτική σημασία, την οποία, άλλωστε, επεσήμανε ο ρήτορας  και πολιτικός Μάρκος Τύλλιος Κικέρων, γνωστός απλά και ως Κικέρων (106 π.Χ – 43 π.Χ), ο οποίος έζησε στα τέλη της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και θεωρείται ως ένας από τους μεγαλύτερους ρήτορες και συγγραφείς στη λατινική γλώσσα.

 

5) Αξίζει, ωστόσο, να ερευνηθεί, στο σημείο αυτό, η θέση της Αγίας Γραφής στο ζήτημα της ορκοδοσίας.

Στο 5ο κεφάλαιο του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου (34-37) ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Ιησούς διδάσκει:  «Εγώ δε λέγω υμίν, είπε, μη ομόσαι όλως, μήτε εν τω ουρανώ, ότι θρόνος εστί του Θεούμήτε εν τη γη, ότι υποπόδιον έστι των ποδών αυτούμήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί του μεγάλου βασιλέωςμήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν ή μέλαιναν ποιήσαι. στω δ λόγος μν να ναί, ο ο· τ δ περισσν τούτων κ το πονηροστιν.»  (Ματθ. ε’ 34-37). (μτφρ: Εγώ όμως σας λέγω, μην ορκίζεσθε καθόλου, ούτε στον ουρανό διότι είναι ο θρόνος του Θεού, ούτε στη γη επειδή είναι το υποπόδιο των ποδιών του. Ούτε στα Ιεροσόλυμα γιατί είναι η πόλη του μεγάλου βασιλιά. Ούτε στο κεφάλι σου μην ορκισθής γιατί δεν μπορείς να δημιουργήσεις ούτε μια λευκή ή μαύρη τρίχα του Ας είναι δε ο λόγος σας αληθινός πάντοτε, ώστε το ναι να είναι ναι και το όχι να είναι όχι. Διότι το παραπάνω από αυτά είναι από τον πονηρό, τον πατέρα του ψεύδους.).

Η διδασκαλία του Ιησού Χριστού, επομένως, ορίζει κατηγορηματικά ότι δεν πρέπει σε τίποτα να ορκιζόμαστε, αφού τα πάντα τα γεμίζει η παρουσία του Θεού. Ο ίδιος, ο Θεάνθρωπος, μέσω της προαναφερόμενης εντολής Του, έδωσε νέο Νόμο περί όρκου, με τον οποίο απαγορεύει τελείως τον όρκο… Ο όρκος θεωρείται ασυμβίβαστος στον τέλειο αυτό Νόμο, δεδομένης της φιλαλήθειας και της ειλικρίνειας που χαρακτηρίζει τους Χριστιανούς. Η απαγόρευση που θέτει ο Κύριος είναι απόλυτη και σαφής: «Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως. Έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου». (Ματθ. ε’, 34).

6) Απαγορευμένος, όμως, δεν καθίσταται μόνο ο όρκος, που αναφέρεται άμεσα στον ίδιο το Θεό, αλλά και έμμεσα σε κάθε πρόσωπο ή πράγμα, που σχετίζεται με τον Θεό, δηλαδή, απαγορεύεται παράλληλα και η μικρορκία, αφού δεν επιτρέπεται να ορκιζόμαστε «Μήτε εν τω ουρανώ… μήτε εν τη γη…μήτε εις τα Ιεροσόλυμα…».

Ο ουρανός, η γη και όλα συνολικά τα δημιουργήματα δεν είναι αυθύπαρκτα και ανεξάρτητα από το Θεό, αλλά κτίσματα Του. Γι’ αυτό, ακριβώς, όταν ορκίζεται κανείς σ’ αυτά, έμμεσα καλεί μάρτυρα και τιμωρό τον ίδιο το Θεό. Δεν μπορεί να υπάρξει, επομένως, όρκος μόνο φαινομενικά και όχι ουσιαστικά, δεν μπορεί να υπάρξει κατ’ επίφαση όρκος, ο οποίος μας παρέχει τη δυνατότητα να τον παραβαίνουμε χωρίς φόβο ή ενοχή και καμία γενικά συνέπεια.

Η ζωή μας, η ύπαρξή μας, κάθε στοιχείο και σημείο του ανθρώπινου σώματος, το κεφάλι μας, τα μάτια μας κλπ. είναι δημιούργημα του Θεού, απόλυτη ιδιοκτησία Του και Ναός του Αγίου Πνεύματος. «Ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του Αγ. Πνεύματος έστι;» (Α’ Κορινθ, ΙΣΤ’ 15-19).

Γι’ αυτό, ακριβώς, δεν μας παρέχεται καμία εξουσία να ορκιζόμαστε, πόσο περισσότερο να ορκιζόμαστε, όχι απλά στη δική μας ζωή, αλλά και στη ζωή των άλλων και μάλιστα οικείων ή συγγενικών μας προσώπων, αφού δεν έχουμε καμία εξουσία πάνω στη ζωή και στην ανθρώπινη ύπαρξη («ότι ου δύνασαι μίαν τρίχαν λευκήν ή μέλαιναν ποιήσαι»). Κάθε τέτοιος όρκος είναι όρκος στον ίδιο το Θεό, που εξουσιάζει ζωντανούς και νεκρούς. Ακόμα μεγαλύτερη αμαρτία συνιστά ο όρκος στην ψυχή αγαπητών προσώπων, που έχουν αποβιώσει, αφού η ψυχή των αποθανόντων βρίσκεται πια στην απόλυτη εξουσία του Θεού

Ακόμα και η χρησιμοποίηση απλά της λέξης «ορκίζομαι» ή της έκφρασης «σου ορκίζομαι» συνιστά πλήρη όρκο αναφερόμενο στον Θεό, όπως, αντίστοιχα, ο όρκος με επίκληση της αλήθειας, δηλαδή η έκφραση «Μα, την αλήθεια», αποτελεί όρκο, διότι αλήθεια είναι μόνο ο ίδιος ο Θεός… «Εγώ ειμί η Αλήθεια», είπε ο Κύριος.

7) Στις εναλλασσόμενες ιστορικές συγκυρίες η δόση του όρκου θεωρήθηκε απαραίτητη ως εγγύηση και ασφάλεια έναντι του ψεύδους, θεωρούμενος, μάλιστα, ο όρκος, ως σημαντικός ηθικός θεσμός και παράγοντας διασφάλισης της αρμονίας των ανθρώπινων σχέσεων. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Κύριος αναφέρει, ότι από τον πατέρα του ψεύδους, από τον πονηρό, προήλθε η ανάγκη του όρκου. Δημιουργείται, όμως, η εξής απορία: Όπου επικρατεί η αλήθεια – και πρέπει να επικρατεί στις χριστιανικές κοινωνίες – ο όρκος δεν είναι περιττός;;;

Η Ορθόδοξη Θεολογία, από πολύ νωρίς, στηλίτευσε το μέγεθος της αμαρτίας και ασέβειας έναντι του Θείας Παρουσίας που αποτελεί η χρησιμοποίηση από τους ανθρώπους του ονόματος του Θεού ή άλλων ιερών προσώπων και πραγμάτων, μέσω του όρκου, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την ανίερη υποβίβαση αυτών στην τάξη των κοινών, απλών, βιοτικών πραγμάτων, προς το σκοπό της εξασφάλισης ευτελών, συνήθως, υλικών συμφερόντων.

Ο Κύριος, άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, δεν περιορίστηκε στην απαγόρευση του όρκου, αλλά, παράλληλα, αναφέρθηκε και στη θετική του όψη, λέγοντας: «Έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου. Το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστίν» (Ματθ. ε’ 37). Δηλαδή, οι απαντήσεις μας θα πρέπει να είναι απλές, αληθινές, ειλικρινείς, έτσι ώστε να εξαλειφθεί η αναγκαιότητα ορκοδοσίας και αναπόφευκτα η ψευδορκία…

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, όταν μας τίθεται ένα ερώτημα, θα πρέπει ή να το βεβαιώσουμε ή να το αρνηθούμε, δηλαδή θα πρέπει να απαντούμε βεβαιωτικά λέγοντας ναι ή αρνητικά λέγοντας όχι. Το ναι, όμως, πρέπει να είναι πραγματικό ναι και το όχι να είναι πραγματικό όχι. Σε περίπτωση που τεθεί πάλι η ίδια ερώτηση, λόγω αμφισβήτησης της ειλικρινούς δήλωσης, πάλι η απάντηση πρέπει να είναι το πραγματικό ναι ή το πραγματικό όχι και μάλιστα με εντονότερη και διπλή διαβεβαίωση, δηλ. ναι-ναι ή όχι-όχι και σε καμία περίπτωση ο όρκος!!! Αλλά, ακόμα και στην περίπτωση που η μη επίκληση όρκου εκληφθεί, λανθασμένα, ότι υποδηλώνει ανειλικρίνεια, είναι προτιμότερο να ανεχθούμε την υποψία αυτή, παρά να προσπαθήσουμε να την διαλύσουμε με την επίκληση και μόνο του όρκου! Αυτό, ουσιαστικά, οδηγεί σε μια παράλογη, ασυναίσθητη, πολλές φορές, συνήθεια – τρόπο σκέψης να πιστεύουμε μόνο όσους ορκίζονται. Άλλωστε η υποψία, λόγω της μη όρκισης, γρήγορα διαλύεται μέσω των δεδομένων της ανθρώπινης συναναστροφής, τόσο των οικείων, όσο και των λιγότερο γνώριμων ατόμων, δηλαδή η αλήθεια σε ανύποπτο τόπο και χρόνο και πολλές φορές, με ένα ιδιαίτερα απροσδόκητο τρόπο, αποκαλύπτεται.

 

8) Η ευκολία επίκλησης του όρκου, αποδεικνύει, με μεγαλύτερη ευχέρεια την αναξιοπιστία του ατόμου που τόσο εύκολα, δηλαδή, με πλήρη ετοιμότητα ορκίζεται για την αλήθεια των όσων αναφέρει, αφού, συνήθως, τα άτομα που ορκίζονται «απέχουν» από κάθε αναφορά πραγματικών περιστατικών ή αντικειμενικών στοιχείων απόδειξης, ψευδόμενα σε κάθε περίπτωση, ενώ, όσοι δεν ορκίζονται, συνήθως παραθέτουν αντικειμενικές «αποδείξεις» των δεδομένων στα οποία αναφέρονται, αλλά και εξηγούν γιατί θεωρούν ότι δεν πρέπει – δεν αρμόζει ή δεν ωφελεί να ορκίζονται….

Η συνήθης και γρήγορη προσφυγή στην επίκληση του όρκου  οδηγεί, με αντικειμενική βεβαιότητα, στο ψεύδος. Όσο πιο εύκολος ο όρκος, τόσο μεγαλύτερο το ψέμα

Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι ο Κύριος στο νέο νόμο περί όρκου τον οποίο έθεσε, δηλαδή, το “ναι” να είναι αληθινό “ναι” και το “όχι” πραγματικό “όχι”, συμπλήρωσε ότι: «Το δε περρισσόν τούτων εκ του πονηρού εστί» (Ματθ. ε’ 37). Δηλαδή, κάθε τι επιπλέον, κάθε τι επιπρόσθετο από το ναι ή το όχι, από την βεβαίωση ή την άρνηση, προέρχεται από τον πονηρό!!!. Ποιο, όμως, είναι το περισσότερο; Στο ουσιώδες αυτό ερώτημα ο Ιερός Χρυσόστομος διευκρινίζει ότι «περρισσόν» είναι, όχι μόνο η επιορκία, αλλά και η απλή καταφυγή στον όρκο, για την οποία ο Κύριος ανέφερε ότι αποτελεί παρακίνηση του πονηρού! (Ιωάν. η’ 44). Το ψεύδος, άλλωστε, είναι η αιτία από την οποία γεννήθηκε ο όρκος.

 

9) Η Ορθόδοξη στάση περί ορκοδοσίας επισημαίνεται από τους τρεις  Ιεράρχες και από άλλους αγίους και πατέρες της Εκκλησίας:

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρει: «Όρκου τι χείρον; Ουδέν», δηλαδή: Τι είναι χειρότερο από τον όρκο; Τίποτα!»

Ο Μέγας Βασίλειος επισημαίνει: «Καθ’ άπαξ μεν όρκος απαγορεύεται. Πολλώ δε που εικός τον επί κακώ γενόμενον κατακεκρίσθαι» (ΚΘ’ Κανών Μ. Βασιλείου), δηλαδή, ο όρκος απαγορεύεται μια και για πάντα. Περισσότερο, μάλιστα, ο όρκος που γίνεται για κακό.

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει: «Συ, ει μηδέν έτερον, αυτό γουν το Βιβλίον αιδέσθητι, ο προτείνεις εις όρκον. Το Ευαγγέλιον, ο μετά χείρας φέρεις και κελεύεις ομνύναι, ανάπτυξον και ακούσας τι περί όρκου ο Χριστός εκεί διαλέγεται, φρίξον και απόστηθι. Συ δε τον νόμον τον κωλύοντα ομνύναι, τούτον όρκον ποιείς: Ω της ύβρεως! Ω της παροινίας!». Δηλαδή: εσύ, αν μη τι άλλο, αυτό το Βιβλίο σεβάσου το, το οποίο προτείνεις για όρκο. Το Ευαγγέλιο που κρατάς στα χέρια σου και παροτρύνεις κάποιον να ορκισθεί σε αυτό, άνοιξέ το και όταν μάθεις τι λέγει για τον όρκο ο Χριστός, φρίξε και στάσου μακριά από αυτό που πήγες να κάνεις. Εσύ, ορκίζεσαι στο νόμο που απαγορεύει τον όρκο; Τι ύβρις! Τι παράνοια! Παράλληλα, ο Ιερός Χρυσόστομος επισημαίνει ότι «ο πολύορκος θα αναγκασθεί να επιορκήσει», δηλαδή, όποιος ορκίζεται πολλές φορές και συνεπώς με μεγάλη ευκολία και σε πολλές περιπτώσεις, θα αναγκασθεί, εκ των πραγμάτων, να παραβεί τους όρκους του και να καταστεί επίορκος.

Ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, αναφέρει στην Καθολική του Επιστολή: «Προ πάντων αδελφοί μου, μη ομνύετε, μήτε τον ουρανόν, μήτε την γην, μήτε τινά άλλον όρκον. ήτω δε ο λόγος υμών το ναι, ναι και το ου, ου» (Ιακ. ε’ 12). Δηλαδή: Προ πάντων αδελφοί μου, μην ορκίζεσθε ούτε στον ουρανό ούτε στη γη, ούτε οποιοδήποτε άλλο όρκο. Ας είναι, όμως, ειλικρινής ο λόγος σας, το ναι να είναι ναι και το όχι να είναι όχι.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει: «Φεύξη τον όρκον τελείως» (απόφευγε τελείως τον όρκο) και ο Άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας επισημαίνει: «ουκ ην πονηρόν τότε το ομνύειν, μετά Χριστόν εστί πονηρόν», δηλαδή στην Παλαιά Διαθήκη δεν ήταν κακό να ορκίζεσαι, μετά Χριστόν όμως είναι κακό. [– Μάλιστα σε σχέση με τη θέση του όρκου στην Παλαιά Διαθήκη, την ιστορική αυτήν περίοδο, ο ίδιος ο Θεός ορκίζεται στον Εαυτόν Του, (γιατί δεν υπάρχει ανώτερός Του), ότι θα τηρήσει τις υποσχέσεις Του, τις οποίες έδωσε στον Αβραάμ και στα άλλα εκλεκτά πρόσωπα του περιούσιου λαού Του, «κατ’ εμαυτού ώμοσα .. αρώ εις τον ουρανόν την χείρα μου και ομούμαι τη δεξιά και ερώ, ζώ εγώ εις τον αιώνα … διεθέμην διαθήκην τοις εκλεκτοίς μου, όμωσα Δαυίδ τω δούλω μου … ή μην ευλογών ευλογήσω σε και πληθύνων πληθυνώ σε … Ώμοσε Κύριος τω Δαυίδ αλήθειαν και ου μη αθέτηση αυτήν» (Γεν. 22,16-17. Δευτ. 32,40. Ψαλ. 88,4 & 131,11. Ησ. 55,23,). Επίσης, ο Θεός καλεί τους ανθρώπους να ορκίζονται στο όνομά Του και όχι στους ψεύτικους θεούς «Κύριον τον Θεόν σου φοβηθήση και αυτώ μόνω λατρεύσεις και προς αυτόν κολληθήση και επί τω ονόματι αυτού ομή … ευφρανθήσεται επί τω Θεώ πας ο ομνύων εν αυτώ, ότι ενεφράγη στόμα λαλούντων άδικα» (Δευτ. 6,13 & 10,20. Ψαλμ. 62,12).]

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (στην ερμηνεία του ΨΔ’ Κανόνα της Πενθέκτης Οικ. Συνόδου) αναφέρει, σε σχέση με τον όρκο, ότι «ου μόνοι δε οι κατά την συνήθειαν των Ελλήνων γινόμενοι όρκοι είναι εμποδισμένοι από τους Χριστιανούς, αλλά και κάθε απλός όρκος».

Πλήθος ακόμα Αγίων Πατέρων αντιμετωπίζουν αρνητικά το θέμα του όρκου, γεγονός που καταδεικνύει, με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, την τεράστια σωτηριολογική σημασία που έχει η ορκοδοσία στην Ορθόδοξη Θεολογία.

Πέραν, ωστόσο, από οποιαδήποτε θεολογική ή φιλοσοφική άποψη περί όρκου, ίσως πρέπει – θαυμάζοντας το μεγάλο πνεύμα των αρχαίων προγόνων μας – να σκεφτούμε την προτροπή του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου, μαθηματικού, γεωμέτρη και θεωρητικού της μουσικής, του 6ου π.Χ. αιώνα, Πυθαγόρα του Σάμιου, ο οποίος αναφέρει: «Μην ορκίζεστε στους Θεούς, αλλά να φροντίζετε να είστε από μόνοι σας αξιόπιστοι».

Τελικά, μήπως, πίσω από τον όρκο κρύβεται η απάτη;

www.patrisnews.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.