Άξιον εστί ποιεῖν . . . [1]
Βαθύ και ατελείωτο στο πέρασμα του Χρόνου
το βράδυ εκείνο το πικρό, καλή μου.
Η θεά [2] που εσύ η ίδια μου φανέρωσες
είχε πια χαθεί.
Κοιτάζω ολόγυρά μου και βλέπω μόνο στάχτες
από καμένα βιβλία
και μια μυρωδιά δυσβάστακτη
στην πύλη της ρινός μου.
Γεμίζουν με αίμα τα μάτια
στη θέα της ανεξήγητης φυγής σου,
ύψιστή μου.
Μόνη μου παρηγοριά,
η γυναίκα με τον άφθονο χρυσό στα μάτια,
τα σμύρνα στα μαλλιά
και το λιβάνι στα δόντια.
Αν καταφύγω στη δική Της αγκαλιά,
το θέαμα θα θυμίζει περισσότερο ιεροσυλία
παρά αγνή ανάγκη
να αγκαλιάσω την Παμμήτωρ.
Τι και αν προσπαθώ
να γράψω στο σκαλισμένο γραφείο
στο οποίο αφέθηκα στην αγκαλιά Της μητέρας [3],
αφού το μολύβι ήταν καιρό σπασμένο,
Αποχαιρέτησα τη δική μου Καλλιόπη.
[1] Άξιον εστί ποιεῖν: Ο τίτλος έρχεται να δηλώσει πως σε μία τόσο δύσκολη και παράξενη εποχή που διανύουμε, αξίζει να προσπαθεί κανείς να παράγει ποίηση ακόμη και αν οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν.
[2] Η Μούσα της ποίησης, η Καλλιόπη.
[3] Στο στίχο αυτό διαφαίνεται έκδηλα η απελπισία του ποιητή, αφού παρουσιάζει τον εαυτό του νεκρό καθώς δε είχε σημειωθεί καμία αλλαγή στο χώρο της ποίησης.