βίκος/βῖκος (ἀγγεῖον) καὶ βίκος/βῖκος (φυτόν)
Ἀμφότεραι εἶναι δάνεια, ἡ μὲν πρώτη ἔκ τινος ἀνατολικῆς γλώσσης (ἴσως σημιτικῆς ἢ αἰγυπτιακῆς), ἡ δὲ δευτέρα ἐκ τοῦ λατινικοῦ vicia> βικίον> βίκος. Ἡ πρώτη ἦτο γνωστὴ παρὰ τοῖς ἀρχαίοις Ἕλλησιν καὶ ἀπαντᾶ εἰς ἀρκετὰ κείμενα καὶ πολλάκις εἰς μετακλασσικά. Ἀρχικῶς ἀνευρίσκεται εἰς τὸν Ἡρόδοτον (Α, 194) καὶ ἀκολούθως εἰς τὸν Ξενοφῶντα (Κύρου Ἀνάβασις, Α, iv, 25) καὶ σημαίνει (δίωτον) δοχεῖον, πήλινον ἢ ξύλινον ἢ ἐξ ὑάλου, ἢ ὑδρίαν (στάμνον), ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἐτίθετι κυρίως οἶνος. Κατὰ τὸν Ἀθήναιον τὸν Ναυκρατίτην (XI, 29) εἶναι φιαλῶδες ποτήριον ἐκ τῆς πληροφορίας τοῦ Παριανοῦ Πολυδεύκους.
Ἡ δευτέρα ἀπαντᾶ τὸ πρῶτον παρὰ Γαληνῷ (Περὶ τῶν ἐν ταῖς τροφαῖς δυνάμεων, VI, 551) μὲ τὴν πληροφορίαν ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ βίκου ἦτο σύνηθες καὶ μοναδικὸν ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ ἰατροῦ καὶ ὅτι παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ἐκαλεῖτο ἄρακος (=ἀρακάς) ἢ λάθυρος (=λαθούρι). Ἡ γνωστοτάτη σήμερον καλλιεργουμένη νομευτικὴ πόα βίκος δὲν σχετίζεται μὲ τὰ προηγούμενα (ἄρακον ἢ λάθυρον), ἀλλὰ μὲ φυτὸν φέρον τὸ ἐπιστημονικὸν ὄνομα vicia sativa. Ἡ vicia εἶναι περιληπτικὸν ἐπιστημονικὸν ὄνομα 150 ποωδῶν φυτῶν τῆς οἰκογενείας τῶν ψυχανθῶν (papilionaceae), ὅπως ὁ φυσιοδίφης Λινναῖος ὠνόμασε αὐτά, πολλὰ τῶν ὁποίων φύονται ἢ καλλιεργοῦνται ἐν Ἑλλάδι, ὅπως ὁ ὄροβος, ὁ κύαμος, ὁ λάθυρος. Ἐπανερχόμενοι εἰς τὸν Γαληνὸν πληροφορούμεθα ἐπίσης ὅτι ὁ καρπὸς δὲν εἶναι στρογγύλος, ἀλλ’ ὅπως τῆς φακῆς, ὅτι συλλέγεται ὑπὸ τῶν γεωργῶν μαζὶ μὲ τοὺς λοβούς, ὅτι εἶναι κτηνοτροφικός, ὅτι ἐσθίεται (κατὰ προσωπικήν του μαρτυρίαν) ὑπ’ ἀνθρώπων χλωρὸς εἰς περίπτωσιν λιμοῦ, ὅτι δὲν εἶναι γευστικός, ὅπως τῆς φακῆς, ἀλλὰ δύσπεπτος καὶ σταλτικός.