ΚΑΝΩΝ ΓΕΝΙΚΟΣ: Εἰς συνηρημένην συλλαβὴν τίθεται περισπωμένη, ἐφόσον πρὸ τῆς συναιρέσεως ἐτονίζετο τὸ πρῶτον ἀπὸ τὰ συναιρούμενα. Διὰ τὸν τονισμὸ τῶν ἀσυναιρέτων τύπων λαμβάνονται ὑπόψιν ὁ νόμος τῆς τρισυλλαβίας καὶ ὁ χρόνος τῆς ληγούσης συλλαβῆς (τὰ δίχρονα α, ι, υ ὡς καταλήξεις τριτοκλίτων ὀνομάτων –οὐσιαστικῶν καὶ ἐπιθέτων- καὶ ῥημάτων λαμβάνονται πάντοτε ὡς βραχύχρονα.
Α. ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ:
1. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΠΡΩΤΗΣ ΚΛΙΣΕΩΣ: Ἀρχικῶς ἔληγαν εἰς άα, έα, έας. Αὐτὰ περισπῶνται εἰς ὅλας τὰς πτώσεις.
• Τὰ Ἀθηνᾶ, Ναυσικᾶ, μνᾶ.
• Θηλυκὰ ὀνόματα φυτῶν: συκῆ, ἀμυγδαλῆ, κ.λπ.
• Θηλυκὰ ὀνόματα ζώων: γαλῆ, δενδρογαλῆ, κ.λπ.
• Θηλυκὰ ὀνόματα διδόμενα εἰς τὰ ἐκ δέρματος ζώων κατασκευασμένα ἱμάτια καὶ προσωπεῖα: κυνῆ, λεοντῆ, παρδαλῆ, κ.λπ.
• Τὸ ἀρσενικὸ Ἑρμῆς καὶ ἂν ὑπάρχῃ ἄλλο τι.
• Τὸ ὄνομα Βορέας ὡς συνηρημένον γράφεται μὲ δύο ῥ. Ὅμως ὡς κύριον ὄνομα θεοῦ μένει πάντοτε ἀσυναίρετο.
2. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΚΛΙΣΕΩΣ: Περισπῶνται εἰς ὅλας τὰς πτώσεις καὶ τῶν τριῶν ἀριθμῶν, ὅπου ἀπαντοῦν.
• Ἀρσενικά: θροῦς, νοῦς, πλοῦς, ῥοῦς (μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ ἔχουν ἀνωμάλους τύπους εἰς πτώσεις καὶ ἀριθμούς). Ὅταν πρόκειται νὰ συντεθοῦν, ἀναβιβάζουν τὸν τόνον (κατάπλους, κατάρρους).
• Οὐδέτερα: ὀστέον> ὀστοῦν, κάνεον> κανοῦν.
3. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΡΙΤΗΣ ΚΛΙΣΕΩΣ:
• Ὅσα λήγουν εἰς -ῶν> ῶντος (Ξενοφῶν> Ξενοφῶντος).
• Τὰ σιγμόληκτα κυριώνυμα μὲ δεύτερον συνθετικὸν τὸ κλέος (-κλῆς) ἢ κράτος (Ἰσοκράτης), σθένος (Δημοσθένης), τέλος (Ἀριστοτέλης), φάνης (Ἀριστοφάνης), χάρης (Δημοχάρης). Ὅμως μόνον τὰ πρῶτα περισπῶνται εἰς τὴν ὀνομαστικὴν καὶ δοτικὴν τοῦ ἑνικοῦ.
• Τὰ σιγμόληκτα οὐδέτερα εἰς –ος (γένος) συναιροῦνται εἰς τὴν γενικὴν καὶ δοτικὴν τοῦ ἑνικοῦ καὶ εἰς ὁλόκληρον τὸν πληθυντικόν (πλὴν τῆς δοτικῆς) μετὰ τὴν σίγησιν ἢ τὴν ἀποβολὴν τοῦ σ, ἀλλὰ μόνον εἰς τὴν γενικὴν πληθυντικοῦ περισπῶνται (γένεσος> γένους, γένεσι> γένει, γένεσα> γένη, γενεσέων> γενῶν, γένεσσι> γένεσι, γένεσα> γένη, γένεσα>γένη.
• Τὰ οὐδέτερα σιγμόληκτα εἰς -ας (κρέας) μετὰ τὴν ἀποβολὴν ἢ τὴν σίγησιν τοῦ σ συναιροῦνται πλὴν τῶν ὁμοίων πτώσεων τοῦ ἑνικοῦ καὶ τῆς δοτικῆς πληθυντικοῦ (κρέασος> κρέως, κρέασι> κρέᾳ, κρέασα> κρέα, κρεάσων> κρεῶν, κρέασσι> κρέασι, κρέασα> κρέα, κρέασα> κρέα).
• Τὰ ὀνόματα φῶς, παῖς καὶ Θρᾷξ προῆλθαν ἀπὸ συναίρεσιν (φάος, πάις, Θράιξ) καὶ ἐξελήφθησαν ὡς μονοσύλλαβα, διὸ καὶ ὁ τόνος κανονίζεται κατὰ τὰ μονοσύλλαβα πλὴν τῆς γενικῆς πληθυντικοῦ τῶν δύο πρώτων.
• Τὰ φωνηεντόληκτα μὲ χαρακτῆρα ω (Λητώ, ἠχώ, λεχώ) συναιροῦνται εἰς τὴν γενικὴν καὶ δοτικὴν τοῦ ἑνικοῦ (Λητοῦς Λητοῖ, ἠχοῦς ἠχοῖ, λεχοῦς λεχοῖ). Τὸν τελευταῖον ἔχει πληθυντικὸν κατὰ τὰ δευτερόκλιτα ὁμαλά.
• Τὰ Ἠὼς καὶ αἰδὼς εἶναι συνηρημένα εἰς τὰς πλαγίας πτώσεις τοῦ ἑνικοῦ ἀριθμοῦ (δὲ διαθέτουν πληθυντικό): αἰδοῦς, αἰδοῖ, αἰδῶ.
• Τὰ φωνηεντόληκτα διπλόθεμα μὲ χαρακτῆρα ι/ε, υ/ε συναιροῦνται εἰς τὴν δοτικὴν τοῦ ἑνικοῦ καὶ εἰς τὰς ὁμοίας πτώσεις τοῦ πληθυντικοῦ: πόλε-ι> πόλει, πόλε-ες> πόλεις, πελεκε-ι> πελέκει, πελέκε-ες> πελέκεις, ἄστε-ι> ἄστει, ἄστεα> ἄστη.
• Τὰ λήγοντας εἰς εύς> έως συναιροῦνται εἰς τὴν δοτικὴν τοῦ ἑνικοῦ καὶ εἰς τὰς ὁμοίας πτώσεις τοῦ πληθυντικοῦ: βασιλέ-ι> βασιλεῖ, βασιλέ-ες> βασιλεῖς. Ὅσα ἀπὸ αὐτὰ ἔχουν φωνῆεν πρὸ τοῦ ε συναιροῦνται καὶ εἰς τὴν γενικὴν καὶ εἰς τὴν αἰτιατικὴ ἑνικοῦ καὶ πληθυντικοῦ (ἁλιεύς> ἁλιέως> ἁλιῶς, ἁλιέων> ἁλιῶν, ἁλιέα> ἁλιᾶ, ἁλιέας> ἁλιᾶς).
- Μαθήματα
- Αρχαία Ελληνικά
- Β' Λυκείου (Ανθρ. Σπουδών)
- Αρχαία Ελληνικά - Β’ Λυκείου (Ανθρ. Σπουδών)
- Γ' Λυκείου (Ανθρ. Σπουδών)
- Αρχαία Ελληνικά - Γ’ Λυκείου (Ανθρ. Σπουδών)
- Λύκειο
- Γραμματική
- Γραμματική - Γ’ Λυκείου (Ανθρ. Σπουδών)
- Γραμματική – Β’ Λυκείου (Ανθρ. Σπουδών)