4. ΛΟΙΠΑΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΩΝ ΕΓΚΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΥΠΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ:
α). Εἰς τὴν ὁριστικὴν ἐνεργητικοῦ ἐνεστῶτος:
• Τὸ δεύτερον ἑνικὸν πρόσωπον τῶν ρημάτων εἰμὶ καὶ εἶμι (εἶ) προέρχεται ἐκ συναιρέσεως.
• Τὸ τρίτον πληθυντικὸν πρόσωπον τῆς ὁριστικῆς ἐνεργητικοῦ ἐνεστῶτος τῶν ρημάτων ἵημι ἵστημι πίμπλημι πίμπρημι σχηματίζεται ἐκ συναιρέσεως (ἱέασιν> ἱᾶσιν, ἱστάασιν> ἱστᾶσιν, πιμπλάασιν> πιμπλᾶσιν, πιμπράασιν> πιμπρᾶσιν).
β). Εἰς τὴν ὑποτακτικὴν ἐνεστῶτος ἐνεργητικοῦ καὶ μέσου/παθητικοῦ:
• Τῶν ρημάτων εἰμί, φημί, οἶδα εἶναι συνῃρημένη κατὰ τὸ ρῆμα ζήω.
• Τὰ φωνηεντόληκτα ρήματα εἰς –μι (ἵστημι/ἵσταμαι, πίμπλημι/πίμπλαμαι, πίμπρημι>πίμπραμαι, τίθημι/τίθεμαι, ἵημι/ἵεμαι), δίδωμι /δίδομαι) σχηματί-ζονται κατὰ συνῃρημένον τρόπον, ἤτοι κατὰ τὸ ζήω εἰς τὴν ἐνεργητικὴν καὶ κατὰ τὸ χρήομαι εἰς τὴν μέσην/παθητικήν.
• Τὸ φωνηεντόληκτον ρῆμα εἰς μι (δίδωμι /δίδομαι) ἀκολουθεῖ τὰς συναιρέσεις τοῦ ρήματος ριγώω> ριγῶ.
γ). Εἰς τὴν ὑποτακτικὴν ἀορίστου ἐνεργητικοῦ καὶ μέσου:
• Ἡ ὑποτακτικὴ τοῦ ἀρχαιοπινοῦς ἀορίστου τῶν ρημάτων εἰς -μι (ὅσα διαθέτουν: ἔστην, ἔθηκα/ἐθέμην, ἧκα/εἴμην, ἔδωκα/ἐδόμην) ἀκολουθεῖ τὴν κλίσιν τῆς ὑποτακτικῆς τοῦ ἐνεστῶτος, ἤτοι συνῃρημένως.
• Τὸν αὐτὸν κανόνα εἰς τὴν αὐτὴν ἔγκλισιν ἀκολουθοῦν οἱ ἀρχαιοπινεῖς ἀόριστοι ἔβην, ἔφθην, ἔσβην, ἐρρύην.
• Ὁ ἀρχαιοπινὴς ἀόριστος ἔδραν ἀκολουθεῖ τὰ συνῃρημένα ρήματα μὲ χαρακτῆρα α.
• Οἱ ἀρχαιοπινεῖς ἀόριστοι ἔγνων ἑάλων ἐβίων ἀκολουθοῦν τὴν κλίσιν τοῦ ἀορίστου δευτέρου τοῦ δίδωμι.
δ). Ἡ ὑποτακτικὴ τοῦ παθητικοῦ ἀορίστου (πρώτου καὶ δευτέρου) ἀκολουθεῖ τὴν κλίσιν τῆς ὑποτακτικῆς τοῦ ἵστημι, ἤτοι συνῃρημένως.
ε). Εἰς τὴν εὐκτικὴν παντὸς ρήματος, χρόνου καὶ φωνῆς τὸ ἐγκλιτικὸν ἐπίθημα ι συναιρεῖται μὲ προηγούμενον α ε ο (θέματος ἢ ἐγκλιτικοῦ) εἰς γνησίαν δίφθογγον αι ει οι,καὶ εἰς καταχρηστικὴν ῳ μὲ προηγούμενον ω. Ἂν μετὰ τὴν δίφθογγον ἀκολουθῆ μία ἀπὸ τὰς καταλήξεις –ημεν, -ητε, -ησαν, γίνεται ἐπίσης συναίρεσις εἰς –αῖμεν -αῖτε -αῖεν, -εῖμεν –εῖτε -εῖεν, -οῖμεν –οῖτε –οῖεν, -ῷμεν -ῷμεν, -ῷεν.
στ). Ἡ κατάληξις –ου τῆς προστακτικῆς ἐνεστῶτος καὶ ἀορίστου δευτέρου (καὶ ἀρχαιοπινοῦς) τῆς μέσης φωνῆς προῆλθεν ἀπὸ συναίρεσιν κατόπιν ἀποβολῆς τοῦ σ (ε+σο> ε+ο) καί, ἐφόσον τονίζεται, περισπᾶται (λύου, ἐργάζου, γενοῦ, θοῦ, δοῦ).
- Μαθήματα
- Αρχαία Ελληνικά
- Β' Λυκείου (Ανθρ. Σπουδών)
- Αρχαία Ελληνικά - Β’ Λυκείου (Ανθρ. Σπουδών)
- Γ' Λυκείου (Ανθρ. Σπουδών)
- Αρχαία Ελληνικά - Γ’ Λυκείου (Ανθρ. Σπουδών)
- Λύκειο
- Γραμματική
- Γραμματική - Γ’ Λυκείου (Ανθρ. Σπουδών)
- Γραμματική – Β’ Λυκείου (Ανθρ. Σπουδών)