Του Νίκου Τσούλια
Στην αρχή η παράσταση ήταν εντελώς διαφορετική, όλοι εναντίον ενός, εναντίον αυτού που βρισκόταν στο πιο εμφανές σημείο της καταστροφής. Και επειδή όλα τα παραμύθια ακόμα και οι κανονικές ιστορίες έχουν τον κακό τους, λύκο ή δυνάστη, φαινόταν πολύ εύκολα ποια θα είναι η λύση του μεγάλου προβλήματος.
Αλλά όταν αποτελείωσαν τον κακό και διαπιστώθηκε ότι το πρόβλημα όχι μόνο δεν λυνόταν αλλά γινόταν και χειρότερο, ότι η κάθαρση δεν ερχόταν, ότι το σενάριο δεν ήταν τόσο απλό και ότι ενώ είχε βρεθεί ο …ένοχος, δεν αποκαταστάθηκε η ομαλή τάξη πραγμάτων, ότι ίσως η κατάσταση δεν είναι τόσο απλουστευτική, αρχίσανε τα όργανα να παίζουν διαφορετικά. Όμως στην απελπισία και στην απόγνωση είχε φωλιάσει η οργή και ο θυμός, τα ζωώδη ένστικτα, η τυφλή επιθετικότητα… Τίποτα άλλο!
Η εξέλιξη ήδη είχε πάρει την κατηφόρα. Στην πλήρη έλλειψη του ορθολογισμού και στην επικράτηση παραλογισμού ήλθε η δημαγωγία και ο λαϊκισμός να υποσχεθούν τη λύτρωση – που είναι τόσο εύκολη, μέσα μας, στη θέλησή μας, αρκεί να το εκφράσουμε. «Με το μαγικό ραβδί μου θα δώσω τέλος στη βαρβαρότητα», τους υποσχέθηκαν οι δύο μεγάλοι απελευθερωτές, ο ένας των λαϊκών δυνάμεων των περγαμηνών των καταλήψεων κάθε μορφής, σε σχολεία, πανεπιστήμια και σε κάθε λογής δημόσια κτήρια και ο άλλος των ενόπλων δυνάμεων, στρατάρχης για να διώξει τους …προσκυνημένους και να φτιάξει σαν έτοιμος από καιρό καινούργιο Κούγκι! Η αμορφωσιά και η λαϊκούρα στο μεγαλείο τους.
Και δεν θα έμεναν μόνο στη φτωχή, μικρή μας επικράτεια. Θα απελευθέρωναν ολόκληρη την ήπειρο από τις δυνάμεις της κατοχής τους διεθνούς καπιταλισμού και της αγοράς. «Μα είναι τόσο εύκολο; Και γιατί μας έχουν εξαπατήσει οι μαρξιστικές αναλύσεις και οι θεωρήσεις των διανοούμενων και των κοινωνικών κινημάτων ότι χρειάζεται αλλαγή στις παραγωγικές σχέσεις, ότι απαιτείται μαζικός ταξικός αγώνας και δυναμικό λαϊκό κίνημα για να αλλάξει η κρατούσα τάξη της βαρβαρότητας»;
Αλλά δεν υπήρξαν μόνο οι παραμυθάδες. Δεν υπήρξε μόνο ευήκοο ακροατήριο, που σφόδρα επιθυμούσε μια παραμυθένια ιστορία με ένα γρήγορο τέλος της γνωστής επωδού «και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Υπήρξε και ιδεολογικοποίηση και οπαδοποίηση της παραμυθένιας αφήγησης. Το παραμύθι θέλει δύο πλευρές, θέλει πλευρές έτοιμες να το ακούσουν και να το πιστέψουν. «Μα καλά υπήρχε ποτέ στην ιστορία κάποιου λαού σε οποιαδήποτε χώρα που βρήκε μια εφάπαξ μαγική λύση σε μια μεγάλη περιπέτειά της»;
Και όταν τελειώνει το παραμύθι, πώς επιστρέφεις στην πραγματικότητα που την έχεις εξορίσει για τα καλά, πώς θα γράψεις την ιστορία όταν την έχεις πετάξει στα σκουπίδια. Ποια θα είναι τώρα η βασική μας αφήγηση, αφού φάγαμε 8 χρόνια στη συνειδητή εξαπάτηση του εαυτού μας; Ποιος θα κρατήσει τώρα τη σημαία της βίας και της απελευθέρωσης; Τι θα κάνουμε χωρίς ορατούς εχθρούς και συγκεκριμένους ενόχους; Που θα διοχετευτεί όλο αυτό το ρεύμα της δημαγωγίας και του λαϊκισμού, της οργής και της αγανάκτησης;
«Όλοι εναντίον όλων», είναι η νέα δυναμική των πραγμάτων. Κανένας δεν κουβεντιάζει με κανέναν – απλώς ερίζουμε τυφλά και μετωπικά. Κανένας δεν ακούει κανέναν – γιατί απλώς ο καθένας έχει το δικό του …δίκιο. Επαγγέλματα εναντίον επαγγελμάτων, ομάδες εργαζομένων εναντίον άλλων ομάδων, κόμματα και παρατάξεις εναντίον των άλλων κομμάτων και παρατάξεων. Το κλίμα του διχασμού έχει απλωθεί για τα καλά σ’ όλη την επικράτεια. Τα άρθρα και οι αναλύσεις αποπνέουν μίσος και μόνο μίσος. Αν δεν ενοχοποιήσεις και δεν ξιφουλκήσεις εναντίον κάποιων πολιτικών προσώπων, δεν έχει νόημα το διάβασμα των κειμένων σου. Όχι, δεν χρειάζονται η σύνεση και ο διάλογος, οι προτάσεις και οι ιδέες, η μετριοπάθεια και η σωφροσύνη. Τώρα είμαστε σε πόλεμο, με ορατούς εχθρούς και με σκληρή αντιπαράθεση πολεμικού τύπου…
Και σα δεν φτάνουν οι ένοχοι των σημερινών καιρών, πήγαμε και στο παρελθόν. Θυμηθήκαμε την ιστορία μας όχι για να την ερμηνεύσουμε ορθολογικά και με κριτική διάθεση, όχι για να διδαχτούμε αλλά για να τη γεμίσουμε με τα παραμύθια που βυζαίνουμε σήμερα. Φταίνε ο Σημίτης, ο Α. Παπανδρέου, ο Ε. Βενιζέλος, Τρικούπης, ο Καποδίστριας… Εμφανίστηκε η αποδόμηση της πολιτικής, χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι οδηγεί στον εκφασισμό μας. Δεν ζούμε μόνο την οικονομική κρίση αλλά βιώνουμε και την παιδική χαρά του πολιτικού μας συστήματος και κυρίως το δικό μας, μαζικό λαϊκισμό.
Θέλουμε ήρωες του παραμυθιού, να μας βγάλουν με έναν μαγικό τρόπο από το σκοτάδι στο φως. Αλλά πώς να συμβεί κάτι τέτοιο, όταν έχουμε τα μάτια μας κλειστά, όταν δεν μπορούμε και κυρίως δεν θέλουμε να σκεφτούμε λογικά; Το ερώτημα είναι απλό. Αφού δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις αιτίες της κρίσης και να συμφωνήσουμε επί τούτων, πώς θα τεθεί το πεδίο υπέρβασής της;