Εκσυγχρονισμός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
Περισσότεροι άνθρωποι αποκτούν πανεπιστημιακά πτυχία, αλλά συχνά δεν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ των επαγγελματικών προσόντων και των πραγματικών αναγκών της αγοράς εργασίας. Το ποσοστό ολοκλήρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αυξήθηκε κατά 17 εκατοστιαίες μονάδες από το 2008 και έφτασε στο 42,7 % το 2016, υπερβαίνοντας τόσο τον στόχο του 40 % βάσει της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» όσο και την εθνική τιμή αναφοράς του 32 %. Ωστόσο, η απότομη αυτή αύξηση αντικατοπτρίζει κυρίως τη βαθιά κρίση στην απασχόληση, καθώς οι νέοι αναβάλλουν την ένταξή τους στην αγορά εργασίας. Μεγάλο ποσοστό (40,2 %) των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-34 ετών απασχολούνται σε θέσεις εργασίας με κατώτερες απαιτήσεις από το επίπεδο εκπαίδευσης που έχουν ολοκληρώσει (CEDEFOP 2017).
Λόγω των δυσμενών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών και της έλλειψης ευκαιριών, η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρή εκροή ατόμων με υψηλού επιπέδου δεξιότητες. Το 2015 έφυγαν από την Ελλάδα 109 351 άτομα, σχεδόν τα διπλάσια από εκείνα που εισήλθαν, συνεχίζοντας με τον τρόπο αυτό την τάση καθαρής εξερχόμενης μετανάστευσης λόγω της οικονομικής κρίσης. Η πρόσφατη αποδημία διαφέρει αισθητά από προγενέστερα κύματα εξερχόμενης μετανάστευσης που αποτελούνταν κυρίως από μετανάστες χαμηλού μορφωτικού επιπέδου (Labrianidis 2016). Στο διάστημα μεταξύ 2008 και 2013, από τα σχεδόν 223 000 άτομα ηλικίας 25-39 ετών τα οποία μετανάστευσαν στο εξωτερικό (Λαζαρέτου 2016), το 88 % ήταν πτυχιούχοι ελληνικού πανεπιστημίου, το 60 % ήταν κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών που αποκτήθηκε είτε από ελληνικό ίδρυμα είτε από ίδρυμα της αλλοδαπής και το 11 % ήταν κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος που αποκτήθηκε κυρίως στην αλλοδαπή. Και αυτό παρότι η αναλογία των κατόχων μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών είναι πολύ χαμηλότερη στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ (Λαζαρέτου 2016)15. Ως εκ τούτου, το υψηλό ποσοστό εξερχόμενης μετανάστευσης κατόχων μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών είναι ιδιαίτερα κρίσιμης σημασίας, καθώς μειώνει περαιτέρω το ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί να συμβάλει στην καινοτομία και την (τεχνολογική) ανάπτυξη ως παράγοντες οικονομικής μεγέθυνσης.
Προβλέπονται σημαντικές αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο νέος νόμος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ο οποίος ψηφίστηκε τον Αύγουστο του 2017, καταργεί τα πανεπιστημιακά συμβούλια που είχαν συσταθεί το 2011 σε μια προσπάθεια καθιέρωσης ενός στοιχείου εξωτερικών ελέγχων και ισορροπιών. Ο νόμος επαναφέρει περιορισμούς στην είσοδο των δυνάμεων επιβολής του νόμου στις πανεπιστημιουπόλεις και θεσπίζει ενιαίο και αδιάσπαστο τίτλο σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου κατόπιν πενταετούς φοίτησης, στοιχείο που απομακρύνεται από το σύστημα τριών κύκλων της Μπολόνια. Για τη βελτίωση της ίσης πρόσβασης, προβλέπονται απαλλαγές από τα τέλη φοίτησης στα μεταπτυχιακά προγράμματα για οικονομικούς λόγους. Θεσμοθετούνται περιφερειακά ακαδημαϊκά συμβούλια ως συμβουλευτικά όργανα για τη διευκόλυνση των ανταλλαγών μεταξύ της ακαδημαϊκής κοινότητας, των επιχειρήσεων και της τοπικής κοινότητας. Η διασφάλιση της ποιότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει σημειώσει πρόοδο, αν και με βραδείς ρυθμούς, και προβλέπεται να ενισχυθεί.
Η ελληνική Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ) είναι πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής ένωσης για τη διασφάλιση της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση (ENQA) από το 2015. Παρότι η ΑΔΙΠ ολοκλήρωσε την εξωτερική αξιολόγηση όλων των τμημάτων ΑΕΙ το 2014, η πρόοδος σχετικά με την αξιολόγηση ιδρυμάτων και την πιστοποίηση προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών είναι βραδεία. Για την αξιολόγηση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων, ο νέος νόμος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση καθιερώνει τις επιστημονικές συμβουλευτικές επιτροπές, οι οποίες απαρτίζονται από εξωτερικά μέλη — είτε καθηγητές άλλων πανεπιστημίων, συμπεριλαμβανομένων αλλοδαπών πανεπιστημιακών, είτε ανώτερα μέλη του προσωπικού ερευνητικών κέντρων. Για την επίτευξη ομαλής και ολοκληρωμένης προόδου, πρέπει να εξασφαλιστούν συνέργειες μεταξύ της ΑΔΙΠ και των προτεινόμενων νέων δομών αξιολόγησης.