Γιατί διαβάζω…

Του Νίκου Τσούλια

«”Κανείς δεν είναι έξω από το όνειρο”, έγραφε ο Ουγκώ.

Είμαστε όλοι τυχοδιώκτες των ιδεών μας. Και όπως κάποιος φτιάχνει το όνειρό του, έτσι φτιάχνει και τη ζωή του».

Ρούσσος Βρανάς, «ΤΑ ΝΕΑ», 16.3.12

Ποιος / ποια δεν αγαλλιάζει όταν διαβάζει ένα πολύ καλό λογοτεχνικό βιβλίο; Ποιος / ποια δεν νιώθει ένα όμορφο σκίρτημα όταν συναντάει τις γλωσσικές αναβαθμίδες και τα λογοτεχνικά σχήματα σε ένα κλασικό μυθιστόρημα; Ποιος / ποια δεν αναρωτιέται πώς γίνεται και μια τέτοιου είδους γλώσσα και γραφή όχι μόνο να σε ταξιδεύει σε τόπους όμορφους αλλά και κυρίως να σε μετασχηματίζει – έστω πρόσκαιρα – σε μια γλυκιά όψη του ειδώλου σου, εκείνου του ειδώλου που το συναντάς μόνο στα όνειρά σου και στις φαντασιώσεις σου;

Αλλά τι είναι αυτό που γεννάει τη μαγεία της λογοτεχνίας; Τι δημιουργεί αυτή την όμορφη ατμόσφαιρα; Πώς αναδύονται οι χαρακτήρες, οι ήρωες και η ηθογραφία τους; Γιατί η απεικόνιση του φαντασιακού, έστω και αν μιμείται απλά και μόνο το πραγματικό, συνοδεύεται από μια διάχυτη αχλύ συναισθηματικής διέγερσης;

Θεωρώ ότι οι ρίζες της αίγλης της λογοτεχνικής γραφής βρίσκονται στα παραμύθια της παιδικής ηλικίας και πέραν τούτων στην ψυχική ανάγκη του ανθρώπου να αναζητεί έναν κόσμο δημιουργημένο με τα υλικά της δικής του θέλησης και φαντασίωσης, να πλάθει έναν κόσμο που θα νιώθει τη δική του παρουσία ξεχωριστή, που θα είναι κεντρικό πρόσωπο σε ό,τι τον αφορά χωρίς το πολλαπλό πλέγμα της αλλοτρίωσης και της χειραγώγησης του υπαρκτού κόσμου μας, χωρίς την πεζότητα και το ανούσιο της καθημερινότητας.

Η γλώσσα εκφράζει την ψυχή μας, το είναι μας, την υπαρξιακή αγωνία μας. Μια ψυχή που είναι λεηλατημένη από τον καταναλωτισμό, από την έννοια της υλικής ευδαιμονίας και από το διάχυτο εγωισμό θα εκδηλώσει όλο αυτό το «αξιακό» πεδίο στον κόσμο των λέξεων και των εννοιών τους, θα ζητήσει το Όλον στη συμπεριφορά μας, θα αλώσει την πνευματικότητά μας. Δεν μπορούμε να βάλουμε την καλή μας γλώσσα, τη λογοτεχνική της εκδήλωση, όπως βάζαμε κάποτε τα κυριακάτικα ρούχα. Γιατί, η γλώσσα πριν συμμετάσχει στις ανάγκες συνεννόησης με τους άλλους ανθρώπους, πριν γίνει τόπος αποτύπωσης των άπειρων εκφράσεων του Κόσμου, είναι η βαθιά ανάγκη έκφρασης του πυρήνα της ύπαρξής μας, είναι η συνέχεια της παρατεταμένης για όλη τη διάρκεια της ζωής μας κραυγής που βγάζουμε αφού δούμε για πρώτη φορά το φως της ημέρας.

«Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσο επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως να αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις».

Ο. Ελύτης

Για να κατακτήσεις μια τέτοια γλώσσα πρέπει να έχεις μια πνευματική – στοχαστική αντίληψη για τη ζωή, να έχεις μια ολοκληρωμένη φιλοσοφική θεωρία για τον κόσμο, να έχεις ένα νόημα για τον εαυτό σου και για τη ζωή σου. Τυχεροί αυτής της γλώσσας είναι οι μεγάλοι λογοτέχνες, οι μεγάλοι διανοούμενοι, οι «Άγιοι της Γης», όσοι κατέκτησαν τα φωτεινά και απελευθερωτικά πεδία της ανθρώπινης αναζήτησης. Είναι αυτοί οι Άγιοι που δρουν όσο κανένα άλλο πνευματικό ον αυτής της γωνιάς του Σύμπαντος για να αλλάξουν τον άνθρωπο και την κοινωνία με τη λογοτεχνική τους αφήγηση. Μαζί τους είναι και οι ερωτευμένοι, που έχουν οριστικά αποσπαστεί από ό,τι καθηλώνει τη θέωση του ανθρώπου, που τα απλά λόγια τους αποπνέουν το ξεχείλισμα του ιερού έρωτα, του πρωτόγονου πάθους για ζωή. Στο ίδιο ρεύμα και όσοι αγαπούν τον άνθρωπο, αυτοί που η άγια αγάπη γίνεται τρόπος ζωής και κατακτούν το νόημα της ζωής μέσω από έναν αγώνα διαρκούς κοινωνικής προσφοράς και που ο αλτρουισμός τους είναι η οριστική υπέρβαση κάθε εγωιστικού ίχνους.

Πότε μπορούμε να γίνουμε όλοι εκφραστές αυτής της λογοτεχνικής γλώσσας; Όταν ο άνθρωπος εξανθρωπιστεί, όταν η κοινωνία απηχεί πρωτίστως τη συναδέλφωση των ανθρώπων, όταν όλες οι συλλογικότητές μας ανάγουν και προάγουν το «εγώ» στο «εμείς». Τότε όλες αυτός ο ψυχικός και πνευματικός κόσμος θα έχει κατακτήσει μια άλλη γλώσσα, μια γλώσσα που θα δίνει στον άνθρωπο τη γεύση της πληρότητας της ζωής, θα έχει κατακτήσει την αχαρτογράφητη μέχρι τώρα χώρα της λογοτεχνικής γλώσσας και θα την έχει κάνει τη μοναδική του γλώσσα. Τότε θα βιώνουμε αυτό που στη σημερινή γλώσσα μας λέγεται παράδεισος και μέχρι τότε δεν μπορούμε όχι μόνο να τον ψηλαφίσουμε αλλά και ούτε να τον φανταστούμε.

Γιατί το να τον φανταστούμε πρέπει πρώτα να κατακτήσουμε τη γλώσσα, το μονοπάτι που σε βγάζει προς τα εκεί, να μιλήσουμε και να μιλάμε τη λογοτεχνική γλώσσα. Γιατί πρέπει να φτιάξουμε ο καθένας μας αυτό το μονοπάτι περπατώντας, βιώνοντάς το, όπως το είχε προσδιορίσει ο Τολστόι: «Καθένας έρχεται από το δικό του δρόμο στην αλήθεια, αλλά εγώ ένα έχω να πω: αυτό το οποίο γράφω δεν είναι μόνο λέξεις, αλλά ζω σύμφωνα με αυτό, μέσα εκεί είναι η ευτυχία μου και μ’ αυτό πρόκειται να πεθάνω».

 

«Τη δύναμη της ευαισθησίας μας και της νοημοσύνης μας, δεν μπορούμε να την αναπτύξουμε παρά μόνο μέσα μας, στα κατάβαθα της πνευματικής μας ζωής».

Μαρσέλ Προυστ, Διαβάζοντας

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.