Του Νίκου Τσούλια
Αλλού προσεγγίζονται ως εποχιακό έθιμο τουλάχιστον για τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, αλλού σημειώνονται ως στοιχείο ραθυμίας κάποιων ομάδων των νέων, αλλού αναφέρονται ως προωθημένος … θεσμός επαναστατικής δράσης. Πρόκειται για ένα μάλλον ενδημικό φαινόμενο του εκπαιδευτικού χώρου, αν και τα τελευταία χρόνια το έχουν ζηλέψει και άλλοι χώροι που αυτο – εμφανίζονται ως υπερεπαναστατικά κινήματα. Πρόκειται για τις καταλήψεις.
Είναι σαφές ότι σε ένα μείζον κοινωνικό πρόβλημα οι προσεγγίσεις του εξ ορισμού είναι συγκρουόμενες, αφού εκφράζει πολιτικές επιδιώξεις, ιδεολογικές κοσμοθεωρήσεις αλλά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Είναι επίσης σαφές ότι οι πολιτικές και κοινωνικές επιμέρους δυνάμεις δεν πρόκειται να συμφωνήσουν για το χαρακτήρα τους. Οι καταλήψεις ουσιαστικά πήραν όλα τα προηγούμενα αντιθετικά χαρακτηριστικά κατά τη δεκαετία του 1990 και συνεχίζουν να διατηρούν όλο αυτό το αντιφατικό σκηνικό της ελληνικής κοινωνίας καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 και πέραν αυτής μέχρι σήμερα.
Πριν αποκτήσουν αυτά τα στοιχεία οι καταλήψεις συνδέονταν με κάποιες μεμονωμένες κινήσεις που προέρχονταν κυρίως από το χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ή από κάποιους επαγγελματικούς και κοινωνικούς χώρους (π.χ. καταλήψεις δρόμων από αγρότες). Μάλιστα τότε συναντούσαν και την απόρριψη από το πιο σημαντικό μέρος της αριστεράς, το κομμουνιστικό κόμμα, που έβλεπε αυτές τις κινήσεις – πέραν της κλασικής ιδεολογικής του ανάλυσης – και ως απόπειρα υπερφαλάγγισής του από τις αριστερίστικες ομάδες. Μερικές φορές είχαν και κινηματικό χαρακτήρα, δηλαδή συσπείρωναν ευρείες κοινωνικές ομάδες, είχαν σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά και είχαν και σημαντικά επιμέρους αποτελέσματα.
Εδώ και πολλά χρόνια πλέον οι καταλήψεις έχουν αποκτήσει μόνιμη παρουσία σε πανεπιστήμια και λύκεια και γυμνάσια. Έχουν πάρει επιδημικό αλλά και σποραδικό χαρακτήρα και σχεδόν δεν αποτελούν πλέον ούτε πολιτική είδηση ούτε κοινωνικό γεγονός ούτε πολυαπασχολούν τους πολίτες. Είναι ένα νεκρό πολιτικό γεγονός, το οποίο το μόνο που επιφέρει είναι να σταματάει την εκπαίδευση παιδιών και νέων. Ειδικά τώρα που η χώρα μας έχει εισέλθει σε βαθιά και μακράς διάρκειας κρίση τίποτα δεν φαίνεται να κεντρίζει το ενδιαφέρον πολιτών και πολιτείας όσον αφορά το πεδίο αυτό. Κάπως έτσι πορευόμαστε, με παλιά υλικά να φτιάξουμε το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας σε εποχές που γίνονται όλο και πιο σύνθετες όλο και πιο απαιτητικές.
Αλλά οι καταλήψεις – κατά τη γνώμη μου – αποτελούν δείγμα παρακμής, είναι στοιχείο φθίνοντος έθνους, είναι επιλογή παραίτησης από τους αγώνες, τους αγώνες τους κοινωνικούς, τους αγώνες τους προσωπικούς, τους αγώνες της ζωής. Προβλήματα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν στο χώρο της εκπαίδευσης και της κοινωνίας μας. Και πρέπει να γίνονται αγώνες για να λύνονται τα προβλήματα και για να προωθούνται δημοκρατικές και προοδευτικές εξελίξεις για τη μόρφωση των νέων. Να αναπτύσσονται αγώνες που θα προάγουν την ταξική συνείδηση των εργαζομένων και που θα συνεργούν στην καλύτερη λειτουργία των θεσμών της εκπαίδευσης και όχι στην αναστολή της λειτουργίας τους.
Οι βαρύγδουπες αναλύσεις ότι οι καταλήψεις αποτελούν εργαλείο επαναστατικό, ότι είναι η πιο προωθημένη μορφή δράσης, ότι μια κάποια γενίκευσή τους θα επιφέρει πλήγματα στην άρχουσα τάξη ή στην κυβέρνηση ή στον καπιταλισμό ή στο σύστημα, αν δεν είναι αφελείς, στοχεύουν μόνο και μόνο στη στρατολόγηση μερικών – που θεωρούν την αμφισβήτηση ως μοναδικό εργαλείο ερμηνείας του κόσμου – στις οικείες αυτο-αναφορικές πολιτικές ομάδες. Και δεν χρειάζονται περισπούδαστες προσεγγίσεις, αρκεί να αναρωτηθούμε αν οι καταλήψεις α) έχουν έστω μια αμυδρή υποψία λαϊκής αποδοχής, β) έχουν οδηγήσει στη λύση έστω ενός προβλήματος που υποτίθεται ότι είχαν στο επίκεντρό τους και γ) έχουν συνεργήσει σε μια προοδευτικότερη εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Το μόνο που έχουν προσφέρει είναι να τροφοδοτήσουν τα κλειστά ακροατήρια κάποιων ομάδων επαναστατημένων ή επαγγελματιών επαναστατών που έχουν αυτοανακηρυχθεί ως καθοδηγητές ή και ως σωτήρες του λαού.
Αυτή η εποχιακή αγρανάπαυση των εκπαιδευτικών θεσμών αντι-διαπαιδαδωγεί τους νέους ότι δήθεν υπάρχουν εύκολες λύσεις στα προβλήματα, ότι δήθεν η έστω παροδική ακύρωση της λειτουργίας ενός θεσμού σημαντικού για την κοινωνία μπορεί να αποτελεί στοιχείο κοινωνικής διαπάλης και ταξικής σύγκρουσης, ότι δήθεν το να κλείνουμε τα σχολεία και τα πανεπιστήμια και να εντρυφούμε παράλληλα στην παρατεταμένη ξεκούραση είναι αγώνας για τη ζωή.
Αντίθετα αποτελεί ομολογία ότι δεν έχουμε κατανοήσει τους βασικούς νόμους της ιστορίας, αποτελεί ομολογία ότι η διεισδυτικότητα της αναλυτικής μας ματιάς είναι ανύπαρκτη, αποτελεί ομολογία ότι ο προσανατολισμός μας για ένα δημιουργικό μέλλον δεν υπάρχει. Είναι φοβερό στοιχείο πολιτικού αυτισμού να πιστεύουμε ότι εμείς μόνοι στην Ευρώπη και στον κόσμο έχουμε ανακαλύψει τον τροχό που κινεί την ιστορία και δυστυχώς οι άλλοι δεν το έχουν καταλάβει ακόμα!