Του Νίκου Τσούλια
Δεν υπάρχει άλλη χώρα στην Ευρώπη που να έχει αναγάγει το σύστημα πρόσβασης των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ως βασικό και διαχρονικό εργαλείο διαμόρφωσης της εκπαιδευτικής πολιτικής της. Μόνο στην Ελλάδα, όλες οι κυβερνήσεις της στη μεταπολιτευτική περίοδο ασχολούνται σταθερά και επίμονα με αυτό το ζήτημα.
Ακόμα και στην ίδια κυβέρνηση και στην ίδια κοινοβουλευτική της θητεία κάθε αλλαγή Υπουργού Παιδείας ήταν και αναμόχλευση του συστήματος πρόσβασης. Η επιμονή στο εν λόγω θέμα είναι και το μόνιμο υφάδι που συνδέει τις εκπαιδευτικές πολιτικές εδώ και πάνω από 40 χρόνια!
Φυσικά και υπάρχουν λόγοι και ερμηνείες γι’ αυτή την ιδιότυπη πολιτική ψυχοπαθολογία – και είναι λόγοι αποκαλυπτικοί της ουσίας της εκπαιδευτικής πολιτικής. α) Υπάρχει έντονο κοινωνικό ενδιαφέρον για το σύστημα πρόσβασης, αφού είναι το όχημα για την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο και πάνω απ’ αυτό για μια επιτυχημένη επαγγελματική εξέλιξη – δηλαδή για την άσκηση μιας εργασίας με πολλά χρήματα – και για μια κοινωνική κινητικότητα. β) Είναι δεδομένη λοιπόν, με βάση το προηγούμενο στοιχείο, η εξασφάλιση δημοσιότητας στον εκάστοτε αρμόδιο Υπουργό Παιδείας και κατ’ επέκταση στην αντίστοιχη κυβέρνηση.
γ) Η επίμονη ενασχόληση με το σύστημα πρόσβασης καλείται να καλύψει την ένδεια της εκπαιδευτικής πολιτικής. Επειδή η οποιαδήποτε παρέμβαση στο περιεχόμενο και στη βασική αποστολή της εκπαίδευσης και πολύ περισσότερο μια προοδευτική μεταρρύθμιση απαιτούν ολοκληρωμένο πολιτικό σχέδιο αλλά και ένα μορφωτικό όραμα και ιδεώδες – και αυτά δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση -, καλείται η όποια αλλαγή του συστήματος πρόσβασης να παίξει το ρόλο του αντιπερισπασμού ή και του προσδιορισμού ως «αλλαγή στην εκπαίδευση»!
δ) Στις ημέρες μας η συζήτηση για το σύστημα πρόσβασης βρέθηκε στη σκοτεινιά του διάχυτου λαϊκισμού και γέμισε με δημαγωγικές κορώνες και με προσπάθειες κυνικής εξαπάτησης των μαθητών, γονέων και εκπαιδευτικών, που συνδέθηκαν με τις αερολογίες περί κατάργησης των πανελλαδικών εξετάσεων, περί ελεύθερης πρόσβασης στα πανεπιστήμια, περί απελευθέρωσης των μαθητών από το άγχος και περί άλλων τέτοιων φαιδρών φληναφημάτων. Και το πιο φοβερό είναι ότι όλη αυτή η καλοσχεδιασμένη απόπειρα εξαπάτησης βαφτίζεται και ως προοδευτική μεταρρύθμιση αγνοώντας ακόμα και το βαρύ καθεστώς των σκληρών μνημονιακών μέτρων.
Ο παραλογισμός έχει και άλλα γκροτέσκο στοιχεία. α) Το σύστημα πρόσβασης είναι ένα εξωτερικό στοιχείο της εκπαίδευσης και δεν μπορεί να αποτελεί όχημα για τη διαμόρφωση του περιεχομένου του λυκείου. Αντίθετα, το λύκειο έχει γίνει όμηρος του συστήματος αυτού, και έχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρούμε το λόγο ύπαρξης του λυκείου ως απλό υπηρέτη αυτού του συστήματος! Αντιστρέψαμε δηλαδή πλήρως και το χάρτη της εκπαίδευσης και της παιδείας.
β) Το σύστημα πρόσβασης όλο αλλάζει και όλο το ίδιο μένει. Αν εξαιρεθεί η νομοθετική παρέμβαση του Ν.2525/1997 του Υπουργού Παιδείας κ. Αρσένη – στην οποία το σύστημα είχε ταυτιστεί με τη λειτουργία των δύο τάξεων του Λυκείου Β΄ και Γ΄-, όλες οι άλλες αλλαγές ήταν μια φενάκη, αφού όλα τα συστήματα που έχουν εφαρμοστεί μπορούν να περιγραφούν απόλυτα με μια πρόταση.
«Οι μαθητές εισάγονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με πανελλαδικές εξετάσεις σε έναν συγκεκριμένο αριθμό μαθημάτων – μάλλον 4 έως 6 – στις οποίες συνυπολογίζεται (ή όχι) σε μικρό βαθμό το απολυτήριο του λυκείου»!
Προφανώς δεν αποτελεί άλλο σύστημα η μικρή αλλαγή στον αριθμό των εξεταζόμενων μαθημάτων ή η αλλαγή στους συντελεστές ή στα πεδία των πανεπιστημίων που δηλώνουν οι μαθητές. Όλα αυτά προσφέρθηκαν ως καθρεφτάκια σε ιθαγενείς για να δημιουργούν τη φανταχτερή εικόνα μιας δήθεν αλλαγής!
Το σύστημα πρόσβασης σε όλο τον κόσμο έχει δύο βασικές όψεις, ή α) είναι υπόθεση του λυκείου, συνδέεται οργανικά με αυτό (εθνικό απολυτήριο) ή λαμβάνει χώρα μετά το τέλος του λυκείου (αυτοτελείς εθνικές εξετάσεις) ή β) είναι υπόθεση των πανεπιστημίων, που ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες λαμβάνεται υπόψη προσθετικά στον έναν ή στον άλλο βαθμό και το απολυτήριο του λυκείου, αλλά μετρούν κυρίως τα ξεχωριστά κριτήρια και ο βαθμός δυσκολίας κάθε πανεπιστημίου.
Η διαχρονική και συστηματική ενασχόληση λοιπόν με το σύστημα πρόσβασης δεν είναι τυχαία και προφανώς δεν είναι καθόλου αθώα. Έχει ως σκοπό τον αποπροσανατολισμό της εκπαιδευτικής κοινότητας και της ελληνικής κοινωνίας από τα μεγάλα ζητήματα της εκπαίδευσης, από τα προβλήματά της, από τις πολλαπλές προκλήσεις των καιρών μας. Και έτσι αντί να συζητάμε και να αποφασίζουμε για την ουσία της παιδείας και για το περιεχόμενο της θεσμικής εκπαίδευσης, παγιδευόμαστε κάθε φορά στην κενότητα του υπερπληθωρικού βερμπαλισμού των Υπουργών και των κυβερνήσεων.
Και δεν αναρωτιόμαστε. Γιατί κάθε τόσο δήθεν αλλάζουμε το σύστημα πρόσβασης και ποια είναι η ανάγκη να γυρνάμε όλο στα ίδια και στα ίδια; Γιατί δεν απομένει κυριολεκτικά τίποτα απ’ όλες αυτές τις συζητήσεις; Γιατί δεν υπήρξαν φωτισμένοι παιδαγωγοί και εκπαιδευτικοί σε αυτές τις ανούσιες συζητήσεις; Γιατί δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις και καινοτομικές αλλαγές στην εκπαίδευση; Γιατί πάσχουμε από έναν ιδιότυπο συλλογικό αυτισμό και δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τις σημάδια των καιρών μας;
Και αναρωτιόμαστε, όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά, όταν η κρίση πέφτει στα κεφάλια μας χωρίς να έχουμε ούτε καν τη στοιχειώδη υποψία από πριν ότι οδηγούμαστε στα σκοτάδια, όταν αντιλαμβανόμαστε ότι το μέλλον μας δεν το δημιουργούμε εμείς αλλά άλλοι. Και δεν αναρωτιόμαστε ότι αν συζητάμε κάθε τόσο ως βασικό πεδίο αναφοράς το σύστημα πρόσβασης και ως απομεινάρια του τα ουσιώδη ζητήματα του σχολείου, αυτό όχι μόνο δεν οδηγεί σε λάθος δρόμο αλλά μας πηγαίνει σε παλιά μονοπάτια που έχουν χορταριάσει και λογγώσει… Και εξακολουθούμε να μην βλέπουμε καταπού πηγαίνουμε!