Του Νίκου Τσούλια
Το δίδυμο εκπαιδευτικός – μαθητής ίσως να είναι το πιο σπουδαίο θεσμικό και ανθρωπιστικό ταυτόχρονα ζευγάρι που έχει δημιουργήσει η κοινωνία. Και να γιατί. Είναι το μοναδικό ζευγάρι που διατηρεί αμείωτη τη λάμψη του στο διάβα των αιώνων, αρκεί να δούμε τη διαρκή ακτινοβολία της σχολικής αίθουσας όταν όλοι οι θεσμοί έρχονται και παρέρχονται και πάντως αλλάζουν το περιεχόμενό τους ανάλογα με τα σημάδια των καιρών. Είναι το μοναδικό ζευγάρι που διαμορφώνεται κυρίως από τις πρωτογενείς και από τις ευγενέστερες ανάγκες του ανθρώπου, αρκεί να σκεφτούμε ότι η σύστασή του εδράζεται στην απορία του ανθρώπου για τον κόσμο και για τον εαυτό του.
Είναι το μοναδικό ζευγάρι που αναζητάει συστηματικά και υπεύθυνα το «θησαυρό που κρύβει κάθε παιδί μέσα του» και παράλληλα προσβλέπει και επιδιώκει τη δημιουργία του μέλλοντος με τον πιο συστηματικό και αποτελεσματικό τρόπο, αφού η σχέση του θεμελιώνεται στο μέγα ζήτημα της γνώσης και της μάθησης, στην εγκαθίδρυση της σχέσης του ανθρώπινου βλαστού με την πραγματικότητα!
Το περιεχόμενο της θεσμικής του σύστασης του ζευγαριού είναι πλούσιο και ποικιλόμορφο. Εδώ τίθεται η μέγιστη ευθύνη της πολιτιστικής μεταβίβασης, της καλλιέργειας της πνευματικής ελευθερίας και του στοχασμού, της διαπαιδαγώγησης στην έννοια της αρετής, της προαγωγής της δίψας για μόρφωση σ’ όλη μας της ζωή. Εδώ συγκροτείται ο πυρήνας της επαγγελματικής εξέλιξης των νέων και της κοινωνικοποίησής τους και της σύστασης των ποικίλων ανθρώπινων σχέσεων. Γι’ αυτό η Μ. Μοντεσσόρι θα σημειώσει με το μοναδική παιδαγωγική της σύλληψη ότι «ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι συγκρίσιμος με εκείνον του ήλιου, γιατί είναι αυτός που φωτίζει εκείνα που πριν ήσαν αθέατα».
Και απ’ εδώ αφορμάται το μη θεσμικό και συνάμα ουμανιστικό περιεχόμενο της σχέσης αυτού του ζευγαριού. Γιατί η παιδαγωγική σχέση είναι αυθεντική διανθρώπινη σχέση, που δεν συνάπτεται με καμιά άμεση οικονομική αναφορά, που δεν έχει κρυφές και ανομολόγητες σκοπιμότητες, που ο γαλαξίας της φωτίζει τη ζωή του ίδιου του ανθρώπου. Η παιδαγωγική σχέση είναι ένα πανηγύρι της ζωής. Είναι ένα παιχνίδι με τον χρόνο. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι η όλη εκπαιδευτική λειτουργία συνυφαίνει τη μεταβίβαση του φορτίου του παρελθόντος ενός πολιτισμού με την ανίχνευση και τη δημιουργία βασικών κρυσταλλώσεων του απροσδιόριστου μέλλοντος. Υπάρχει έστω θεωρητική περίπτωση να υπάρξει άλλο επάγγελμα στον αιώνα τον άπαντα που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως λειτούργημα / επάγγελμα άσκησης καθηκόντων «πνευματικών γονέων»;
Από τη διαμαρτυρία του μικρού παιδιού στο Δημοτικό σχολείο ότι τον πείραξε ο τάδεσυμμαθητής ή ότι δεν τον παίζουν στο ποδόσφαιρο μέχρι την «εξομολόγηση» των κρυφών ονείρων ή και ακόμα και των πιο προσωπικών φαντασιώσεων των μαθητών / μαθητριών στον καθηγητή / στην καθηγήτρια που έχουν αδυναμία στο Λύκειο καταδεικνύεται η βαθιά σχέση των δύο πλευρών του παιδαγωγικού ζευγαριού και αναδύεται η θεμελίωση μιας ουσιαστικής επικοινωνίας που δύσκολα τη συναντάει κανείς στο όλο στερέωμα των αλλοτριωμένων κοινωνικών λειτουργιών μας.
Και δεν υπάρχει άνθρωπος – χρόνια πολλά μετά την αποχώρησή του από το σχολείο – που δεν θα έχει στη μνήμη της ψυχής του τουλάχιστον έναν δάσκαλο ή μια δασκάλα, έναν καθηγητή ή μια καθηγήτρια γιατί τον επηρέασε γόνιμα και δημιουργικά στο ξεκίνημα της κοινωνικής του ζωής, στο να ανοίξει τους δικούς του δρόμους στην επαγγελματική του εξέλιξη. Και είναι αυτό το φορτίο πάντα μεγάλο και πάντα γοητευτικό για τον παιδαγωγό. Μπορεί να ομολογηθεί μέσα από μια διαπίστωση και μια ερώτηση. «Ως εκπαιδευτικός πρέπει κάθε μέρα να στρέφομαι προς τους μαθητές και το λειτούργημά μου με την αίσθηση μιας νέας αρχής, γεμάτη αιώνια αβεβαιότητα. Τι θα μπορούσε να είναι πιο ενδιαφέρον;»[i].
Ο εκπαιδευτικός μπορεί να είναι «απέναντι» από τον μαθητή / την μαθήτρια, αλλά οφείλει να είναι και δίπλα τους αίροντας το συμβολικό χαρακτήρα της μετωπικής διδασκαλίας. Και όχι μόνο αυτό. Κατ’ ουσίαν δάσκαλος και μαθητής αλλάζουν διαρκώς τους ρόλους τους, τη μια στιγμή έχει την ευθύνη των ερωτήσεων ο δάσκαλος και την ευθύνη των απαντήσεων ο μαθητής και αμέσως μετά το σκηνικό θα ανατραπεί, τη μια στιγμή ο μαθητής μαθαίνει από τον εκπαιδευτικό και αμέσως μετά θα είναι ο εκπαιδευτικός που θα μαθαίνει από τον μαθητή για τον τρόπο που μαθαίνει ο μαθητής για να τον εντάξει δημιουργικά στον τρόπο διδασκαλίας του.
Και αν κάποιος εκπαιδευτικός έχει το θείο χάρισμα του στοχασμού και της μαιευτικής – του δασκάλου όλων των Ελλήνων και του Δυτικού πολιτισμού, του Σωκράτη -, τότε θα πλέκεται η διδασκαλία με ερωτήσεις και απαντήσεις και θα ανοίγουν τους δρόμους της γνώσης και θα οδηγούνται στην αλήθεια μαζί δάσκαλος και μαθητής. Υπάρχει πιο όμορφο «συμβάν» απ’ αυτό το οδοιπορικό της μάθησης και της αγωγής;
[i] A. Hargreaves & M. Fullan, (1995), H εξέλιξη των εκπαιδευτικών, Αθήνα: Πατάκης, σ. 265