Του Νίκου Τσούλια
Ο χρόνος είναι ένα από τα πιο δύσκολα ζητήματα που μπορούν να κατανοηθούν. Τελικά υπάρχει ή δεν υπάρχει ο χρόνος; Είναι μια επινόηση της ανθρώπινης συνείδησης και μόνο; Για ποιο άλλο ον υπάρχει η αίσθηση του χρόνου; Τον έχουμε τριμερίσει σε παρελθόν, παρόν και μέλλον, χωρίς να μπορεί να εξηγηθεί το πώς αυτά τα στάδια μεταξύ τους διαφοροποιούνται. Τον μετράμε με τα πιο ακριβή όργανα και τον υπολογίζουμε και τον «υπολογίζουμε» σχεδόν κάθε στιγμή στη ζωή μας. Τα πάντα γίνονται με αναφορά στο χρόνο.
Γεννιόμαστε με την αίσθηση του χρόνου να αναδύεται μαζί με τη γλώσσα μας (δηλαδή τη σκέψη μας) – να μας την προσφέρει έτοιμη ο πολιτισμός μας μαζί με το γλωσσικό μας κώδικα και με το όλο φορτίο του. Τον βρίσκουμε δεδομένο από τη στιγμή που αρχίζουμε να κατανοούμε τον κόσμο και τον εαυτό μας και έτσι ποτέ δεν μπορούμε να καταλάβουμε τις πρώτες – πρώτες απαρχές του. Άραγε αν τις αναζητούσαμε στον πρώτο πρόγονό μας, στο πρώτο είδος του Homo, θα μπορούσαμε να δώσουμε μια εξήγηση;
Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα ερωτήματα που παραμένουν πεισματικά αναπάντητα. Υπάρχει – με τη γενική και κοινά αποδεκτή έννοια – το παρελθόν; Σε τι ακριβώς συνίσταται; Όσο και αν τον προσεγγίζουμε με τις όποιες επινοήσεις της γλώσσας μας, μεταπίπτουμε σε ταυτολογίες. Όσο και αν προσπαθήσουμε να το ορίσουμε, χρησιμοποιούμε έννοιες και λέξεις δικές του. Κυνηγάμε τον ίσκιο μας; Πρόκειται για γλωσσικό παιχνίδι ή για γλωσσική σύμβαση; Τελικά το παρελθόν ως κομμάτι της πραγματικότητας υπάρχει; Και έτι περαιτέρω, είναι οριστικό και αμετάκλητο ή, πιο απλά, συνδέεται με το παρόν και αν ναι, α) πώς γίνεται αυτό και β) πότε παραμένει μόνο παρελθόν και πότε είναι και παρόν;
Ας συζητήσουμε το ερώτημα με παράδειγμα. Κάθε ενήλικας άνθρωπος ξέρει ότι η παιδική του ηλικία ανήκει στο παρελθόν. Ωστόσο, ένας πυρήνας της παιδικής ηλικίας παραμένει διαχρονικά μέσα του και μάλιστα προϊόντος του χρόνου ισχυροποιείται. Έτσι όταν αναφερόμαστε στην έννοια του «γέρου», το μυαλό μας πάει στους γέρους που εμείς ξέραμε από την παιδική μας ηλικία. Και το πιο φοβερό είναι ότι ακόμα και όταν εμείς γινόμαστε γέροι, η σκέψη μας στην έννοια «γέρος» παραμένει κολλημένη στους γέρους του παρελθόντος μας. Για κάθε άνθρωπο τελικά, γέροι είναι οι γέροι της παιδικής του ηλικίας.
Ποιο είναι τελικά το παρελθόν; Είναι μόνο παρελθόν ή και κομμάτι του παρόντος; Η απάντηση που δίνεται ότι η σκέψη αυτή για το παρελθόν είναι θέμα της μνήμης δεν λέει και τίποτα, γιατί η μνήμη είναι μια λέξη και μόνο, μια επινόησή μας για να ορίσουμε κάτι και αυτό δεν σημαίνει ότι το ορίζουμε επειδή το ονοματοθετήσαμε. Αν τεθεί το ερώτημα σε έναν ενήλικα, αν έχει τελειώσει το Δημοτικό σχολείο και η απάντησή του είναι θετική, τότε το γεγονός της σχολικής του φοίτησης ανήκει αποκλειστικά στο παρελθόν. Το παρελθόν είναι οριστικό και αμετάκλητο. Επομένως με βάση τα δύο παραδείγματα – και αν φυσικά σκέπτομαι ορθολογικά -, το παρελθόν άλλοτε είναι μόνο παρελθόν και άλλοτε είναι παρελθόν και παρόν.
Ατέλειωτα τα παραδείγματα, ουσιαστικά η ζωή μας ναι μεν στη βιολογική της έκφραση βιώνει μόνο τη γραμμικότητα του χρόνου αλλά στην πολιτισμική της έκφραση – και κυρίως σ’ ό,τι ονομάζουμε συνείδηση – δεν υπάρχει καμιά ανάλογη γραμμικότητα. Η «Οδύσσεια» πού ανήκει, στο παρελθόν ή στο παρόν ή και στα δύο; Προφανώς η σημερινή ανάγνωση της Οδύσσειας δεν είναι ίδια με εκείνη των Ομηρικών χρόνων. Είναι τροποποιημένη ή διαφορετική. Και ας μη μιλήσουμε για «διαχρονικότητα» και για αθανασία των μεγάλων πνευματικών έργων, γιατί πρόκειται για γλωσσικές επινοήσεις και συμβάσεις. Υπάρχει και κάτι άλλο. Όταν ένα γεγονός επιδρά ή πολύ περισσότερο δρα και στο μέλλον – με την έννοια ότι είναι διαρκές όπως η σημερινή κρίση στη χώρα μας -, τότε που ανήκει; Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι στο ερώτημα αν το παρελθόν είναι οριστικό και αμετάκλητο – με την έννοια ότι δεν μπορεί να τροποποιηθεί -, η απάντηση είναι η εξής. Άλλοτε ναι και άλλοτε όχι, άλλοτε μετασχηματίζεται με δική μας υπαιτιότητα και άλλοτε με εξωγενείς ή και άγνωστες αιτίες.
Αν σκεφτούμε ότι βρισκόμαστε σε στενή σχέση πάντα με το παρελθόν είτε με τα πεδία της γνώσης και της ιστορίας είτε με της πολιτισμικής κληρονομιάς (και ιδιαίτερα του γλωσσικού φορτίου της) και της αγάπης (ό,τι αγαπάμε δεν ανήκει σε καμιά πλευρά του χρόνου μονομερώς…), εύκολα μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι είμαστε σε στενή σχέση μαζί του, ότι το παρελθόν συχνά δεν ξεχωρίζει από το παρόν. Και μάλιστα θεωρώ ότι πρέπει να μην αφήνουμε το παρελθόν να γίνεται παρελθόν, όταν θέλουμε να έχουμε ζωντανές αναφορές μαζί του – αλλιώς θα μας στοιχειώνει. Γιατί απλά δεν είναι πάντα οριστικά και αμετάκλητο. Έχει πολλές διαστρωματώσεις που διατρέχουν τη γραμμικότητα του χρόνου, όπως πολιτισμικά (και εξ ορισμού…) την προσλαμβάνει η συνείδησή μας.
Ωστόσο, παραμένει σε εκκρεμότητα και το πιο βασικό πρόβλημα. Κατά πόσο είναι υπαρκτό το παρελθόν; Θεωρώ ότι είμαστε εγκλωβισμένοι στο συγκεκριμένο γλωσσικό μας κώδικα – δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς -, αλλά δεν πρέπει να έχουμε την αυταπάτη ότι επειδή δίνουμε όνομα σε κάτι, αυτό σημαίνει ότι το έχουμε κατακτήσει! Συμπεραίνοντας θεωρώ ότι το παρελθόν – όπως και ο χρόνος – παραμένει εν πολλοίς άγνωστο ή τουλάχιστον είναι άγνωστο σε εμένα…