Του Νίκου Τσούλια
Δεν υπάρχει άλλο πιο ισχυρό πεδίο αναφοράς όλων των Ελλήνων διαχρονικά – πέραν εκείνου της γλώσσας μας – από την αρχαιότητα και έως το άγνωστο μέλλον όσο τα έργα του Ομήρου. Και ίσως αυτό να αποτελεί μια πολύ αξιόλογη ιδιαιτερότητα που να μην έχει ανάλογό του σ’ άλλη περίπτωση λαού. Αναρωτιέμαι πόσο τυχεροί είμαστε που νιώθουμε αυτή την τόσο ξεχωριστή σχέση. Γιατί έχει έναν φοβερό συμβολισμό ακόμα και η γνώση του να ξέρεις ότι όλοι οι Έλληνες του παρελθόντος και του μέλλοντος συναντιούνται πνευματικά σε έναν κοινό τόπο αναφοράς, από όπου αντλούν την ίδια αφήγηση, τα ίδια διδάγματα, την ίδια στοχαστική περιπλάνηση.
Η αξιολόγηση αυτού του στοιχείου είναι ιδιαίτερα σημαντική και αποτελεί διαχρονικό πεδίο μελέτης της όλης ακτινοβολίας του Ομηρικού έργου. «Σε όλη την Κλασική εποχή η Ιλιάδα και η Οδύσσεια αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης των νέων και καλοδεχούμενο ακρόαμα στα συμπόσια και τις άλλες γιορταστικές εκδηλώσεις, ιδιωτικές και δημόσιες»[i]. Και είναι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια εμβληματικά έπη, που δημιουργούν εποχές, που τέμνουν εποχές, που υπερβαίνουν εποχές και καιρούς. «Σχεδόν 1200 χρόνια κράτησε η εξελικτική πορεία του αρχαιοελληνικού κόσμου ξεκινώντας από το κεφαλόβρυσο του Ομήρου, που είχε μέσα του όλον τον πλούτο της προϊστορίας, ως τους τελευταίους εθνικούς διανοούμενους της Ελληνορωμαϊκής εποχής»[ii]. Τα έπη αυτά δεν είναι μόνο απαρχή και κεφαλόβρυσο μιας κάποιας ιστορικής περιόδου, αλλά αποτελούν πεδίο διαρκούς μελέτης και έρευνας. Κανένας άνθρωπος των γραμμάτων δεν μπορεί να νιώθει πνευματικά ολοκληρωμένος, αν δεν σκύψει πάνω στη γραφή του Ομήρου. Κανένας ποιητής δεν θα σηκώσει την πένα του για να αρχίσει το ταξίδι της έμπνευσης και του σκιρτήματος χωρίς να περιδιαβεί την πολύχρονη διαμάχη Αχαιών και Τρώων, χωρίς να παρακολουθήσει την περιπέτεια του Οδυσσέα και όλο το σημασιολογικό φορτίο των ηρωικών επών. Άραγε υπάρχει άνθρωπος του πνεύματος, όπου γης και όπου χρόνου, που δεν έχει ακούσει την Οδύσσεια και την Ιθάκη, την Τροία και την ωραία Ελένη και δεν ξέρει τον πολύπαθο βίο του πολυμήχανου Οδυσσέα;
Το Βυζάντιο θα συνεχίσει την πολυστρωματική αφήγηση του Ομηρικού έργου καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς ιστορίας του. «Ο Συνέσιος τον 5ο αιώνα μιλάει για την ικανότητα του ανιψιού του να αποστηθίζει τον Όμηρο (μάθαινε πενήντα στίχους την ημέρα ), ενώ ό Ψελλός, από πολύ μικρός, ήξερε ολόκληρη την Ιλιάδα απ’ έξω. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όλοι οι Βυζαντινοί ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν στίχους το Ομήρου. Η Άννα, πού εξηνταέξι φορές στην «Αλεξιάδα» της αναφέρει στίχους του, σπάνια προσθέτει «το ομηρικόν εκείνο». Ήταν τελείως περιττό. Και τούς άλλους ποιητές τούς διάβαζαν και τούς μάθαιναν, κανένας όμως δεν είχε την ανώτατη αυτή θέση πού διατήρησε ως το τέλος ό Όμηρος»[iii]. Η θεία μορφή του μεγάλου ποιητή θα είναι παρούσα σ’ όλη τη διάρκεια της μαύρης σκλαβιάς των Ελλήνων και θα αποτελεί τη σταθερή αξία του πολιτισμού των. Αλλά και η εθνογένεση του νεοελληνικού κράτους θα στηρίξει τη θεσμική του εκπαίδευση στα έπη του Ομήρου, έστω και αν το γλωσσικό ζήτημα θα ταλαιπωρεί και αυτά τα αθάνατα έργα.
Τα ομηρικά έπη έχουν κοινούς τόπους, έχουν και σημαντικές διαφορές. Αλλά είναι, σε οποιουδήποτε είδος ανάγνωσης, ένα ολόκληρο σύμπαν παρουσίασης και ερμηνείας της αρχαιότητας. «Είναι Βίβλος του ελληνικού κόσμου, ανεξάντλητη πηγή μύθων και μάς ανακαλύπτουν ένα ολόκληρο σύστημα αξιών, το σύστημα μιας αριστοκρατικής κοινωνίας πολεμιστών»[iv]. Είναι η επιτομή της ίδιας της περιπέτειας του ανθρώπου να αναζητεί έναν σκοπό, να δημιουργεί μια Ιθάκη, να αγωνίζεται με νύχια και με δόντια στην επίτευξη του στόχου του, να νιώθει το νόστο προς την εστία ως την πιο δημιουργική δύναμη για να υπερνικήσει κάθε είδους αντιξοότητες. Ο Δυτικός πολιτισμός θα θεωρήσει τον Όμηρο ως μια από τις σταθερές πηγές του πνεύματός του, θα ορίσει τις «τρεις αρχετυπικές θεμελιώδεις γλωσσικές πράξεις του πολιτισμού μας – τον Όμηρο, την εβραϊκή Βίβλο και τον Σαίξπηρ -, απ’ όπου και μεταβαίνουμε στον πιο δημιουργικό τρόπο ανάγνωσης, που είναι η ποιητική μετάφραση»[v]. Θα δώσει με έναν απόλυτο τρόπο το βαθύτερο πυρήνα της ίδιας της ψυχής του δυτικού πνεύματος, θα εστιάσει σε πρόσωπα και σύμβολα που θα λειτουργούν ως αρχέτυπα, ανεξάρτητα ακόμα και από το αν το αντιλαμβανόμαστε ή όχι. «Χωρίς το Πλάτωνα, τον Όμηρο, τη Βίβλο δε θα ήμασταν οι άνθρωποι που είμαστε. Μπορεί μάλιστα να μάς καθορίζει και ο μη διαβασμένος Όμηρος, ο μη διαβασμένος Πλάτωνας κλπ, διότι έχουν ενσωματωθεί μέσα στο γενικό που μάς διέπλασε και που εξακολουθεί να ζει στον λόγο μας»[vi].
Στον Όμηρο θα γίνει η πρώτη απόπειρα να φωτιστεί ο μύθος, προκειμένου στη συνέχεια οι προσπάθειες των φιλοσόφων της Ιωνίας και της Αθήνας να οδηγήσουν το ανθρώπινο πνεύμα στους πρώτους δρόμους του διαφωτισμού και του ορθολογισμού. Στα ομηρικά έπη θα τεθούν τα πρώτα σημάδια απομάγευσης του κόσμου και των δυνάμεων που τον συγκροτούν και τον εκφράζουν. Εδώ οι θεοί θα γίνουν πιο ανθρώπινοι, θα είναι δίπλα του, άλλοτε αντίπαλοι και άλλοτε φίλοι, εδώ «η παρουσία του θεού δεν κονιορτοποιεί ποτέ τον άνθρωπο – αντίθετα, κάθε φορά που ένας θεός συμμαχεί με κάποιον άνθρωπο, τον εξυψώνει, τον κάνει ελεύθερο, δυνατό, θαρραλέο, ελεύθερο»[vii], εδώ ο άνθρωπος θα αρχίσει να εκλογικεύει τις δυνάμεις της φύσης. Αλλά θα γίνει και μια τομή στην ιστορία του ανθρώπου. Από εδώ θα ξεκινήσει η αμφισβήτηση της εξουσίας των βασιλείων, αφού «στα ομηρικά έπη η ανταρσία του Αχιλλέα απέναντι στον πλεονέκτη Αγαμέμνονα και η κοινή προσπάθεια των μνηστήρων να αντικαταστήσουν στην εξουσία τον απόντα Οδυσσέα προοιωνίζουν την εξασθένιση του βασιλικού θεσμού»[viii]. Απ’ εδώ θα εκπηγάσει και η αμφισβήτηση της δεσποτείας που τόσο πολύ θα κυριαρχήσει στους λαούς της Ανατολής και σιγά – σιγά αυτή η αμφισβήτηση θα οδηγήσει σε νέες μορφές πολιτικής οργάνωσης, πιο ελεύθερες, πιο δημιουργικές, που τελικά θα οδηγήσουν στη χαραυγή της Δημοκρατίας.
Στα έπη του Ομήρου θα αποσαφηνίζεται μέσα από τους βαθύτερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς και η γλωσσική καλλιέργεια που ετοιμάζει τον νέο Κόσμο, που οδηγεί τον άνθρωπο στις νέες εποχές, στις εποχές του κλασικού πολιτισμού. Εδώ θα αρχίσει ακόμα να μετασχηματίζεται και το αξιακό πεδίο του ανθρώπου. «Και αν η λέξη παιδεία δεν εμφανίζεται παρά τον 5ο π.Χ. αιώνα, ο όρος αρετή, αντιθέτως, απαντά συχνά στα έπη και σημαίνει ένα μίγμα ανδρικής υπερηφάνειας, αριστοκρατική ηθικής και πολεμικής ανδρείας. Στον Όμηρο, δεν σημαίνει μόνο την ατομική αξία, αλλά και την τελειότητα των υπερ-ανθρώπινων πραγμάτων και, τελικά, το βασικό χαρακτηριστικό του ευγενούς: η ρίζα της λέξης αρετή είναι ίδια με τη ρίζα της λέξης άριστος, από την οποία προέρχεται και η λέξη αριστοκράτης»[ix]. Εδώ αρχίζει η πρώτη διαφοροποίηση δύο διαφορετικών πολιτισμών, εδώ η γεωγραφική συνέχεια της Ελλάδας μεταξύ Δύσης και Ανατολής αρχίζει να γίνεται πολιτισμική ασυνέχεια, για να τραβήξει κάθε πλευρά το δικό της ιστορικό δρόμο, για να βρει το δικό της πεπρωμένο, εδώ η Ευρώπη αρχίζει να κάνει τα πρώτα της ιστορικά και πολιτιστικά βήματα. «Ο κόσμος γεννιέται, ο Όμηρος τραγουδάει. Είναι το πτηνό αυτής της χαραυγής, έχει την ιερή αγνότητα του πρωινού… Ο Όμηρος συμπληρώνει στον πολιτισμό το τέλος της Ασίας και την αρχή της Ευρώπης. Ο Σαίξπηρ συμπληρώνει το τέλος του μεσαίωνα»[x].
Για εμάς τους Έλληνες, τα Ομηρικά έπη είναι τα ευαγγέλια της γλώσσας μας και του πολιτισμού μας. Θεωρώ ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανήσυχο ελληνικό πνεύμα χωρίς την κατά περιόδους και καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής προσφυγή στην ανάγνωση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, ότι δεν μπορεί να υπάρξει βιβλιοθήκη ταπεινή ή φιλόδοξη χωρίς να έχει αρκετές από τις τόσες και τόσες εκδόσεις – είτε της πρωτότυπης γραφής είτε των μεταφράσεων είτε των μελετών – αυτών των αθάνατων και κορυφαίων για την ιστορία της ανθρωπότητας έργων. Αυτή η συνεχής προσφυγή είναι μια απόλυτη ψυχική ανάγκη, μια σπουδή στην ελευθερία του πνεύματος, ένα καθήκον απέναντι στην ταυτότητά μας. Αρκεί να αναστοχαστούμε σε ένα απλό ερώτημα. Πώς θα ήταν η ελληνικότητά μας χωρίς τον Όμηρο;
[i] Κακριδής Φ. (2005), Αρχαία ελληνική γραμματολογία, Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα νεοελληνικών σπουδών, σ. 106
[ii] Κακριδής Φ. (2005), Αρχαία ελληνική γραμματολογία, Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα νεοελληνικών σπουδών, σ. 298
[iii] Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας – Ερμείας, http://www.e-istoria.com/69.html
[iv] Μπερενίς Ζοφρουά: Ο Όμηρος και το ελληνικό ιδεώδες, Οι φορείς της γνώσης, Courrier της UNESCO, 11/1992, σ. 5
[v] Steiner G. (2002), Αξόδευτα πάθη, Αθήνα: Νεφέλη, σ. 19
[vi] Γιόνας, Χ. (2001), Φιλοσοφικές έρευνες & μεταφυσικές εικασίες, Αθήνα: Ίνδικτος, σ. 92
[vii] Bruno Snell (1997), Η ανακάλυψη του πνεύματος, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., σ. 53
[viii] Κακριδής Φ. (2005), Αρχαία ελληνική γραμματολογία, Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα νεοελληνικών σπουδών, σ. 43
[ix] Μπερενίς Ζοφρουά: Ο Όμηρος και το ελληνικό ιδεώδες, Οι φορείς της γνώσης, Courrier της UNESCO, 11/1992, σ. 5
[x] Ουγκώ, Β. (1950), Φιλολογία και φιλοσοφία, Αθήνα: Μάρης, σ. 15, 41
Εξαιρετικό…