Του Νίκου Τσούλια
Αν και σήμερα σε εποχές κυριαρχίας του μεγάλου κυρίως κεφαλαίου στη διεθνή οικονομία η επιστήμη εμφανίζεται να είναι και αυτή προσδεδεμένη στο άρμα της εμπορευματοποίησης, είναι «υποχρεωμένη» να έχει αναφορές στις γενικότερες ανάγκες της κοινωνίας και του ανθρώπου. Επιπλέον η επιστήμη – με δεδομένη την ισχυρή σύναψή της με την τεχνολογία και με τη αγοραία νομιμοποίηση των προϊόντων της – όχι μόνο δεν μπορεί να επιδιώκει μια αποίκηση της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας και του πνεύματος των γραμμάτων γενικότερα, αλλά οφείλει – προκειμένου να έχει αρτιωμένη παραγωγή γνώσης – να συνεργάζεται ισότιμα με αυτούς τους τομείς δραστηριότητας του ανθρώπου και της κοινωνίας.
Αποτελεί εδραία πεποίθηση ότι «η γνώση, είτε είναι εμπειρική ή πραγματική, συμπεριφοριστική ή γνωστική, είναι συνδεδεμένη με την εξουσία και την πολιτική»[i], αλλά δεν παύει να έχει και μια σχετική αυτονομία που της επιτρέπει να διαμορφώνει με εν μέρει επιστημονικά χαρακτηριστικά τις επιλογές της και τις μεθόδους της, τους σκοπούς της και τις τεχνικές της.
Προφανώς το μεγάλο δέλεαρ της επιστήμης είναι αφενός η κοινωνική νομιμοποίηση, που εξασφαλίζει και την ιστορική της προβολή και αφετέρου η «αλλαγή παραδείγματος», που της προσδίδει ευρεία προέκταση και αντοχή στο χρόνο. Σε κάθε περίπτωση, «οποιαδήποτε επιστημονική πρακτική εγγράφεται κατά κανόνα σε μια γενική εξήγηση του κόσμου»[ii] και βασική φιλοδοξία κάθε επιστημονικής θεώρησης είναι να «απλώνεται» σε κάθε πολίτη και να δημιουργεί ευρέα ερείσματα.
Ωστόσο κεντρική στόχευση της επιστήμης στη νεωτερική περίοδο είναι η σφαίρα της οικονομίας και μέσω αυτής η σύναψή της με την όποια μορφή εξουσίας. Σε μια τέτοια εκδοχή το όλο στερέωμα της γνώσης είναι ήδη μεγενθυμένο. «Οι μεγάλες αφηγήσεις συνεχίζουν να έχουν επίδραση όχι μόνο στην πολιτική οικονομία αλλά επίσης σε άλλους τομείς. Η πατριαρχία, η θετικιστική επιστήμη και η κυριαρχία της φύσης από την τεχνολογική πρόοδο είναι ιδεολογικοί λόγοι, οι οποίοι έχουν επίσης μια σύγχρονη αναφορά»[iii].
Αυτό το ούτως ή άλλως κεντρικό θέμα για την επιστήμη αποβαίνει ταυτόχρονα και η μεγάλη της σκιά. Μας την εξηγεί με πολύ διεισδυτικό και εύστοχο τρόπο ο Χάμπερμας. «Η φιλοσοφική πεποίθηση του γερμανικού ιδεαλισμού, ότι η επιστήμη μορφώνει, έπαψε να ισχύει για τις στενά εμπειρικές επιστήμες. Η θεωρία μπορούσε κάποτε να μετατραπεί μέσω της μόρφωσης σε πρακτική δύναμη – σήμερα αντίθετα έχουμε να κάνουμε με θεωρίες, που μπορούν ν’ αναπτυχθούν οι ίδιες σε τεχνική δύναμη, χωρίς να σχετίζονται με την πρακτική, χωρίς ν’ αναφέρονται ρητά στην αμοιβαία δραστηριότητα των ανθρώπων. Οι επιστήμες διαμεσολαβούν ασφαλώς τώρα μια εξειδικευμένη ικανότητα: η ικανότητα ελέγχου, την οποία διδάσκουν, δεν είναι ωστόσο η ίδια εκείνη ικανότητα για τη ζωή και τη δράση, την οποία προσδοκούσαν παλαιότερα οι άνθρωποι από τον επιστημονικά μορφωμένο»[iv].
Η εν λόγω διαρκώς αυξανόμενη απόσταση μεταξύ γνώσης και μόρφωσης καθίσταται σήμερα και στοιχείο αλλοτρίωσης του ανθρώπου, του πολίτη που διαρκώς μαθαίνει και μαθαίνει αλλά αντιλαμβάνεται ότι του λείπει εκείνη η σκέψη που θα του δίνει τη δυνατότητα να ερμηνεύει τον κόσμο και την πραγματικότητα, του λείπει ο στοχασμός που θα τον ικανοποιεί πνευματικά και ψυχικά στην ούτως ή άλλως ακόρεστη δίψα του για μάθηση. Διαμορφώνεται – μέσα από τη γνώση που εν πολλοίς είναι αποικισμένη από την πληροφορία – ένας πολίτης που δεν μπορεί να γευθεί τα επιστημονικά ευρήματα και πιο πολύ τα τεχνολογικά προϊόντα, γιατί η μάθησή του είναι φοβερά μονομερής. Λείπουν απ’ αυτή τη μαθησιακή άσκησή του η τέχνη, η λογοτεχνία, η ποίηση, η φιλοσοφία, το θέατρο, η αφήγηση, η αισθητική. Λείπουν δηλαδή όλα εκείνα τα στοιχεία που καταλαγιάζουν την υπαρξιακή αγωνία, που ανοίγουν ουσιαστικούς δρόμους στην έρευνα και στην αναζήτηση, στην πνευματική έκσταση και στην ψυχική ευφορία.
Όσο η επιστημονική γνώση δεν μετασχηματίζεται σε μόρφωση, όσο ο άνθρωπος είναι καταρτισμένος αλλά αφίσταται του ειδώλου ενός Homo Universalis, τόσο θα νιώθει ένα κενό στην πνευματική του καλλιέργεια. Όσο περισσότερο προσπαθούμε να ξεδιψάσουμε τη δίψα μας με το αλμυρό νερό της τεχνοκρατικής και μονομερούς επιστημονικής γνώσης, τόσο θα περισσότερο θα διψάμε για ουσιαστική μόρφωση, για αληθινή πνευματική ανάταση. Γνωρίζουμε και αν δεν γνωρίζουμε, διαισθανόμαστε το μεγάλο κενό. Οφείλουμε όμως να κάνουμε ένα βήμα πιο πέρα, να συνειδητοποιήσουμε τον προσωπικό μας ρόλο στην υπόθεση της γνώσης και της μάθησης, να αντιληφθούμε ότι η ζωή μας και το νόημά της δεν έρχεται από τα όποια ευρήματα των άλλων αλλά από τη δική μας αναζήτηση.
«Ο καρπός του δέντρου της γνώσης, πικρός για την ανθρώπινη γαλήνη, αλλά αναπότρεπτος, δεν είναι διόλου άλλος από αυτό ακριβώς: ότι οφείλουμε να γνωρίσουμε και επομένως να διίδωμε τις αντιθέσεις εκείνες και να αντιληφθούμε, ότι κάθε ατομική δραστηριότητα και, σε τελευταία ανάλυση, η ζωή ως σύνολο, εφόσον δεν εκτυλίσσεται ως ένα φυσικό συμβάν, αλλά οφείλει να κατευθυνθεί συνειδητά, σημαίνει μία αλυσίδα ύστατων αποφάσεων, με τις οποίες η ψυχή, όπως στον Πλάτωνα, επιλέγει την ίδια της τη μοίρα – το νόημα των πράξεών της και της ύπαρξής της»[v].
Κάθε πολίτης οφείλει να δίνει αγώνα για εκείνη τη γνώση και τη μόρφωση, που θα συνεργούν στη χειραφέτησή του και στην προαγωγή της ελευθερίας του. Η γνώση δεν παρέχεται με ουδέτερο και αντικειμενικό τρόπο και πάντα έχει αξιακό φορτίο και πολιτική και ιδεολογική θεώρηση. Είναι τρόπος ερμηνείας του κόσμου και δημιουργίας της κοινωνίας που θέλουμε.
[i] Hilty E.- B. (2000), Learning, in: Gabbard D., Knowledge and power in the global economy, London, New Jersey: L.E.A. Publishers, p. 80
[ii] Braudel, F. (2002), Η γραμματική των πολιτισμών, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, σ. 494
[iii] Augoustinos, M., Walker, I., (1996), Social cognition, London: Sage, p. 300
[iv] Habermas, J. (1990), Κείμενα γνωσιοθεωρίας και κοινωνικής κριτικής, Αθήνα: Πλέθρον, σ. 177
[v] Weber, M. (1972), Δοκίμια επί της θεωρίας των κοινωνικών επιστημών, Αθήνα: Εθνικό Κέντρο, τ. Β΄, σ. 79