Του Νίκου Τσούλια
Είναι ο πιο ξεχωριστός μαθητής – παρά το γεγονός ότι δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει. Δεν παύει ποτέ να είναι μαθητής παρά κάπου εκεί προς το γέρμα της ζωής του – που δεν ξέρω και πόσο ελλειμματική είναι τότε η όλη εικόνα του. Δεν παύει ποτέ να διαβάζει, αν και δεν δίνει εξετάσεις όπως οι άλλοι οι συνηθισμένοι μαθητές.
Ξέρει ότι αν λειτουργεί ως ένα αντηχείο των σχολικών βιβλίων, αν είναι πάντα προβλέψιμος και μόνιμα παραδοσιακός, αν δεν έχει κάτι και κάθε φορά για να ξαφνιάζει το πάντα τόσο ενεργό και χαοτικό πνεύμα των άλλων μαθητών, δεν έχει καμιά τύχη. Θα νομίζει ότι διδάσκει, αλλά δεν θα το νομίζουν οι γνωστοί μαθητές…
Αυτός εξετάζεται διαφορετικά. Αυτοεξετάζεται κάθε ημέρα – και αν δεν το κάνει, έχει πλήρως αποτύχει – προσπαθώντας να μάθει πώς τον αξιολογούν οι άλλοι μαθητές, οι συνηθισμένοι μαθητές. Θέλει να είναι άριστος όχι για κάποια μελλοντική επιτυχία, αλλά για να δημιουργήσει «καλό όνομα», για να υπάρχει στις θύμησες των άλλων μαθητών με την καλύτερη εικόνα. Γιατί θέλει όσο τίποτα άλλο – ακόμα και αν δεν το ομολογεί – να είναι μοναδικά ξεχωριστός ανάμεσα στους συμμαθητές της ίδιας κατηγορίας του.
Είναι συνεχώς πάνω από τα βιβλία. Διαβάζει και γράφει συνέχεια. Ψάχνει στα βιβλία και στο διαδίκτυο καινούργια πράγματα, που θα τον ανανεώνουν κάθε ημέρα. Κορφολογεί κάθε επιστημονικό ή εκπαιδευτικό νέο, για να το έχει ως δέλεαρ στη δημιουργία ενδιαφέροντος και έντονου μαθησιακού κλίματος στους άλλους μαθητές, στους κλασικούς μαθητές. Αλλάζουν τόσο γρήγορα τα δεδομένα στην επιστήμη και η παιδαγωγική είναι διαρκώς στη μεθόριο της έρευνας. Αξιολογεί κάθε κοινωνικό γεγονός, που μπορεί να του δίνει τη δυνατότητα αφορμής για την παιδαγωγική του δυναμική, για την πάντα απαιτητική διδασκαλία.
Γράφει και ξαναγράφει ασκήσεις και προβλήματα, μεθοδολογίες και τεχνικές τρυγώντας και ό,τι τον ενδιαφέρει από τα τόσα και τόσα διαρκώς νέα ευρήματα, που τόσο εύκολα προσφέρονται στον ψηφιακό κόσμο. Μπολιάζει το «δικό» του με το «ξένο» επιχειρώντας κάθε φορά να δημιουργήσει κάτι ξεχωριστό. Διαμορφώνει εικόνες και σχήματα για να ρέουν παράλληλα με το δικό του προφορικό λόγο, γιατί οι καιροί τώρα θέλουν να δημιουργεί παραστάσεις νοητικές και λογοτεχνικές, ποιητικές και συμβολικές αλλά και απεικονιστικές. Το μάθημα είναι μια παράσταση και αν δεν την ετοιμάσει καλά, από κάπου θα τον εκθέσει.
Ανταλλάσσει ιδέες και προβληματισμούς με τους ομοίους του για τις τόσες και τόσες προκλήσεις της παιδαγωγικής. Στοχάζεται επί των καινοτομιών και αναζητεί τρόπους να ενσωματώσει την ευρηματικότητά τους στον τρόπο διδασκαλίας του, που πάντα με περισσή ευκολία ρέπει προς την παραδοσιακή μορφή του σαν καταφύγιο προσωπικό υιοθετώντας μονομερώς τις δοκιμασμένες μεθόδους και έτσι θάβοντας εξ αρχής το ξάφνιασμα και το αντάριασμα της αίθουσας και χάνοντας τους μαθητές του.
Μαθαίνει διαρκώς από κάθε πηγή γνώσης. Μαθαίνει από τον εαυτό του, που διαρκώς κατακλύζεται από ερωτήματα και ανησυχίες, από επινοήσεις και προβληματισμούς. Μαθαίνει από το ίδιο το μάθημά του. Ξέρει που πήγε πολύ καλά, που έτσι κι έτσι και που σημείωσε λάθη και παραλείψεις. Συνειδητοποιεί το όλο σκηνικό της διδασκαλίας διερευνώντας με περισσή διεισδυτικότητα στο βλέμμα των άλλων μαθητών την αντίδρασή τους επί του δικού του έργου – και αν δεν μπορεί να διαβάζει το βλέμμα τους, μάλλον έχει κάνει λανθασμένη επαγγελματική επιλογή -, για να μπορεί να μετασχηματίσει τα λάθη και τις αδυναμίες του σε πεδία δικής του μάθησης. Ψυχανεμίζεται διαρκώς και προσπαθεί να διαισθανθεί που δεν πήγε καλά διαβάζοντας τις άρρητες σκέψεις των άλλων μαθητών.
Από κάθε μαθητή και κάθε μαθήτρια μπορεί να πάρει πολλά πράγματα, αρκεί να έχει τη σκέψη του ανοιχτή στα μηνύματα και να είναι ευεπίφορη σε καθετί το άγνωστο. Μαθαίνει απ’ όλους τους μαθητές του. Μαθαίνει από τις δυσκολίες τους και από τα προβλήματά τους, από τις προκαταλήψεις τους και από την άγνοιά τους. Μαθαίνει τόσα πολλά από τους χαρισματικούς μαθητές, που αν έχει κεραίες πολλαπλής ευαισθησίας και ενεργητικής θέλησης για μάθηση, θα ξαφνιάζεται κάθε φορά από τους θησαυρούς που κρύβει κάθε ημέρα το σχολείο.
Μαθαίνει από το διάλογο είτε επί του πεδίου των μαθημάτων του είτε επί των τόσων και τόσων πεδίων προβληματισμού που μπορούν να αναπτυχθούν με την παραμικρή αφορμή μέσα στη σχολική αίθουσα. Μια απορία, μια μαθησιακή δυσκολία, μια μορφή ημιμάθειας, μια νέα και προκλητική ιδέα για την ηλικία του ή και για τις βεβαιότητές του – που τόσο εύκολα ευδοκιμούν σε κάθε μορφή δημιουργικής διδασκαλίας – είναι την ίδια στιγμή πηγή γνώσης, βιωματικής και κραταιάς. Γι’ αυτό η διδασκαλία είναι και τέχνη, γιατί του δίνει κάθε στιγμή υλικό, άφθονο και ακατέργαστο, για να του δώσει αυτός νέα Μορφή, για να πλάσει καινούργια σχήματα πιο άρτια στη φοβερή πρόκληση της μάθησης και της αγωγής. Γι’ αυτό λέμε ότι κάθε ώρα μαθήματος είναι απόλυτα μοναδική!
Αλλά πρέπει να έχει κατακτήσει μια βαθιά κουλτούρα διαλόγου, για να ακούσει το «διαφορετικό», αυτό που τον βγάζει έξω από τα νερά του, για να ακούσει τους ήχους του μέλλοντος που μόνο οι άλλοι μαθητές μπορούν να δημιουργήσουν. Και πρέπει να «φανερώσει» στους άλλους μαθητές την ιδιότητά του με τρόπο βαθιά αποκαλυπτικό και απόλυτα ειλικρινή ότι είναι ένας παντοτινός μαθητής! Όχι γιατί δεν γνωρίζει το αντικείμενο της διδασκαλίας του, αλλά γιατί δεν γνωρίζει το μαθησιακό πεδίο κάθε μαθητή και κάθε μαθήτριας, γιατί δεν γνωρίζει το που θα τον βγάλει κάθε φορά μια ώρα μαθήματος πέραν του όποιου σχεδιασμού του, γιατί η αίθουσα είναι ένας ζωντανός και δημιουργικός οργανισμός – αν δεν είναι, τότε πολύ απλά ο εκπαιδευτικός έχει αποτύχει πλήρως – και πολλά ζητήματα ξεπηδούν από τις τόσες και τόσες αλληλεπιδράσεις μεταξύ της αφεντιάς του και των μαθητών, μεταξύ μαθητών και μαθητών, μεταξύ νοοτροπιών και ιδεών…
Στο σχολείο δεν μαθαίνουν μόνο οι γνωστοί μαθητές αλλά και ο ξεχωριστός – παντοτινός μαθητής. Και αν ο εκπαιδευτικός δεν είναι παντοτινός μαθητής, δεν μπορεί να είναι εκπαιδευτικός…