Η ομιλία του ΑΝΥΠ Κώστα Φωτάκη:
«Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,
Θα εστιάσω στα θέματα της Έρευνας: Μετά από πολλά χρόνια ακινησίας το ερευνητικό τοπίο στη χώρα έχει αλλάξει. Αυτό αποτυπώνεται έμπρακτα στον υπερδιπλασιασμό της δημόσιας δαπάνης για την Έρευνα κατά τα τρία τελευταία χρόνια, το άνοιγμα, μετά από μια επταετία ξηρασίας, νέων θέσεων καθηγητών στα ΑΕΙ, νέων θέσεων ερευνητών στα ΕΚ, την ίδρυση του ΕΛΙΔΕΚ και του Ταμείου Επιχειρηματικών Συμμετοχών EQUI FUND.
Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι ο ΤΠ της ΓΓΕΤ από 60εκ.€ το 2015 αυξήθηκε σε 117 εκ. € το 2017 με πρόβλεψη για 130 εκ. € το 2018. Επιπλέον, οι πληρωμές από το ΠΔΕ της ΓΓΕΤ αυξήθηκαν από 97 εκ. € το 2014 σε 157 εκ. € το 2017, με πρόβλεψη για 206 εκ. € για το 2018.
Αντίστοιχα, το ποσοστό των συνολικών δαπανών για την Έρευνα στη χώρα ξεπέρασε το 1% του ΑΕΠ το 2016 που σε απόλυτους αριθμούς αντιστοιχεί σε αύξηση από 1.48 δις € το 2014 σε 1.75 δις € το 2016 με σημαντική συμμετοχή τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΚΤ οι συνολικές κρατικές πιστώσεις για Ε&Α έφθασαν το 2016 σε επίπεδα υψηλότερα από εκείνα του 2009, πριν την κρίση.
Όλα συνέβησαν μέσα σε συνθήκες βαθειάς οικονομικής κρίσης όπου η Έρευνα αποτελεί κατά κανόνα τον εύκολο στόχο για περικοπές.
Παράλληλα μια σειρά νομοθετικών και θεσμικών παρεμβάσεων που έγιναν κατά τα τελευταία τρία χρόνια έκαναν το ερευνητικό περιβάλλον ελκυστικό για τους νέους επιστήμονες δημιουργώντας ευκαιρίες για ποιοτική έρευνα και προοπτικές για επιστημονική σταδιοδρομία στα ΑΕΙ και ΕΚ της χώρας. Επίσης, δράσεις που έχουν σχεδιασθεί για τον εμπλουτισμό του στελεχιακού δυναμικού Επιχειρήσεων έντασης γνώσης εστιάζοντας σε Τμήματα R&D, αναμένεται να προσελκύσουν νέους επιστήμονες και να ενισχύσουν την καινοτόμο επιχειρηματικότητα.
Αποτέλεσμα των παρεμβάσεων αυτών είναι τα πρώτα αχνά αλλά απτά δείγματα αναστροφής του brain drain. Τα στοιχεία αρχίζουν πλέον να γίνονται μετρήσιμα τουλάχιστον για επιστήμονες με υψηλό βαθμό εξειδίκευσης.
Κι έρχομαι σε συγκεκριμένες διατάξεις του ν/σ:
Άρθρο 20: Για τις παραγράφους 1 και 2 υπήρξαν αιτιάσεις για γενίκευση, δηλαδή για την ένταξη όλων των Ερευνητικών Φορέων της χώρας στο πεδίο εφαρμογής του νόμου που διέπει τα ΕΚ που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ. Αυτό θα ήταν πράγματι μια ιδανική, ευκταία μεν αλλά μη ρεαλιστική κατάσταση, ακόμη και αν υπήρχε συναίνεση από τα αρμόδια Υπουργεία όπου ανήκουν αυτά τα ΕΚ.
Ο λόγος είναι ότι οι διοικητικές δομές που υπάρχουν και η επιστημονική κουλτούρα που επικρατεί στα διάφορα ΕΚ, διαφέρουν σημαντικά και καθιστούν την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος αμφισβητήσιμη. Αντίθετα μια κατά περίπτωση και βήμα προς βήμα προσέγγιση, όπως προβλέπουν οι ρυθμίσεις, έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Αυτό γίνεται στο ν/σ για το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο και το ΕΛΓΟ Δήμητρα.
Για το νέο Ινστιτούτο Αστροφυσικής στο ΙΤΕ ειπώθηκαν αρκετά. Σαφώς πρόκειται για τη φυσική εξέλιξη μιας νησίδας Αριστείας όπως είναι η δραστηριότητα της Αστροφυσικής στην Κρήτη. Αντίστοιχα η ίδρυση του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΚΕ διορθώνει μία στρεβλή συνένωση που έγινε στο παρελθόν, διευκολύνοντας τη διοικητική λειτουργία του Κέντρου και την επιστημονική του εμβέλεια.
Θα ήθελα τώρα να αναφερθώ στην κριτική που ασκήθηκε για το ρόλο του Υπουργού όσον αφορά τον ορισμό των μελών των Τομεακών Επιστημονικών Συμβουλίων (ΤΕΣ) και τη χειραγώγηση του ΕΛΙΔΕΚ (παράγραφοι 10, 11).
Εδώ πρέπει να υπενθυμίσω:
Τα ΤΕΣ είναι συμβουλευτικά όργανα που επικουρούν το έργο του ΕΣΕΚ. Πριν τον νόμο 4386 τα μέλη των ΤΕΣ τα επέλεγε και τα όριζε ο εκάστοτε Υπουργός αυθαίρετα με απλή Υπουργική Απόφαση. Με τον νόμο 4386 τα μέλη των ΤΕΣ προτείνονται από τον Υπουργό και εγκρίνονται από το ΕΣΕΚ. Στις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου αναφέρεται η τυπική διαδικασία ορισμού τους. Που είναι η αυθαιρεσία εδώ;
Και έρχομαι στο ΕΛΙΔΕΚ:
Η ίδρυση του ΕΛΙΔΕΚ ήταν ένα καίριο επίτευγμα που προήλθε από τις παραπάνω πρωτοβουλίες. Το ΕΛΙΔΕΚ σήμερα λειτουργεί ως ένα Ίδρυμα-θεσμός και αποτελεί ένα είδος «ανεξάρτητης αρχής» για την Έρευνα, όπου η ίδια η επιστημονική κοινότητα διαμορφώνει το ερευνητικό τοπίο. Πρόκειται για ένα πρωτόγνωρο εγχείρημα στη χώρα που αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις, αφού έχει ξεκινήσει τη λειτουργία του από το μηδέν και προϋποθέτει την καλλιέργεια κατάλληλης κουλτούρας. Σύμφωνα με όλα τα μηνύματα, το ΕΛΙΔΕΚ έχει ήδη γίνει αποδεκτό από την συντριπτική πλειοψηφία της ακαδημαϊκής και ερευνητικής κοινότητας. Ποτέ άλλοτε δεν είχε δοθεί τέτοιου μεγέθους στήριξη από εθνικούς πόρους για την Έρευνα που διεξάγεται στους ερευνητικούς φορείς της χώρας. Προφανώς και υπάρχουν δυσκολίες, προφανώς υπάρχει ανάγκη για διορθωτικές κινήσεις. Παρόλα αυτά, το ΕΛΙΔΕΚ συνεχίζει απρόσκοπτα την πορεία που άρχισε, χτίζοντας όρους διαφάνειας και εμπιστοσύνης. Αυτό επιτυγχάνεται με τις νομοθετικές ρυθμίσεις, τις οποίες προτείνουμε.
Η δυνατότητα Προγραμματισμού των δράσεων του ΕΛΙΔΕΚ από τον Υπουργό αναφέρθηκε ως ασύστολη υπουργική παρέμβαση! Όμως, τον προγραμματισμό των δράσεων οφείλει να κάνει το Επιστημονικό Συμβούλιο του ΕΛΙΔΕΚ έως την 31η Οκτωβρίου κάθε έτους για την επόμενη χρονιά και μόνο εφόσον αυτό δεν συμβεί, αναλαμβάνει ο Υπουργός, προκειμένου να εξασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία του Ιδρύματος. Άλλωστε ο Προγραμματισμός των δράσεων είναι προαπαιτούμενο και από τη Δανειακή Σύμβαση πριν από κάθε εκταμίευση και οι όποιες καθυστερήσεις θέτουν σε κίνδυνο το Ίδρυμα. Πού είναι η Υπουργική αυθαιρεσία;
Όσο για τη δήθεν χειραγώγηση του ΕΛΙΔΕΚ από τον Υπουργό για μια ακόμη φορά τονίζω: Ο ρόλος της Πολιτείας είναι καθαρά εποπτικός και όχι παρεμβατικός. Εποπτεύει και διασφαλίζει την καλή λειτουργία του Ιδρύματος έχοντας το δικαίωμα να παύσει μέλη του ΕΣ για δραστηριότητες ασυμβίβαστες ή για πράξεις απάδουσες της ιδιότητάς τους. Κατ’ αναλογία, τέτοιου είδους εποπτεία ασκείται από τον αρμόδιο Υπουργό και για τα μέλη Πρυτανικών Αρχών ΑΕΙ ή για Προέδρους Ερευνητικών Κέντρων. Υπάρχει κι εκεί χειραγώγηση;
Καλό λοιπόν είναι να περιορισθούν οι μεγαλοστομίες αυτού του είδους από όποια πλευρά κι αν προέρχονται είτε είναι απόρροια άγνοιας είτε είναι εσκεμμένες.
Και βέβαια πάντα υπάρχει το ερώτημα:
Αν η πρόθεσή μας ήταν να «χειραγωγήσουμε» το ΕΛΙΔΕΚ, ποιος ο λόγος να γίνει όλη η φασαρία για τη θεσμοθέτησή του ως ανεξάρτητο Ίδρυμα;
Kάλλιστα θα μπορούσε να είναι μια νέα δομή υπό τον Υπουργό ή στα πλαίσια της ΓΓΕΤ. Μάλιστα σας υπενθυμίζω ότι αυτή ήταν η πρόταση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κατά την ψήφιση του νόμου ίδρυσης του ΕΛΙΔΕΚ. Ας μας πουν τι τελικά θέλουν αντί να ξιφουλκούν στο κενό!
Τελειώνοντας, θα κάνω κάποια σχόλια για τις διατάξεις που αφορούν την Ηθική και Δεοντολογία στην Έρευνα.
Το θέμα αυτό ανοίγει για πρώτη φορά στη χώρα με τρόπο συστηματικό και συγκροτημένο. Αφορά τη θεσμοθέτηση κανόνων και διαδικασιών που συνδέονται με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ιδιωτική ζωή, τα προσωπικά δεδομένα και το σεβασμό στο περιβάλλον κατά τη διεξαγωγή επιστημονικής Έρευνας.
Η βαρύτητα που έχουν αυτά τα ζητήματα αναμένεται να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις στο μέλλον, αφού οι τεχνολογικές προκλήσεις που αναδύονται, όπως για παράδειγμα η λεγόμενη 4η Βιομηχανική Επανάσταση στη βιομηχανική παραγωγή ή τομείς όπως η Ιατρική Ακριβείας, που βασίζεται στην ανάλυση του ανθρώπινου γονιδιώματος, επιτάσσουν νέες θεωρήσεις σε θέματα Ηθικής και Δεοντολογίας που ακόμη δεν είναι πλήρως προβλέψιμες. Η Πολιτεία με τις διατάξεις αυτές παίρνει έγκαιρα πρωτοβουλία ώστε να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει το νέο περιβάλλον που θα διαμορφωθεί.
Με άλλα λόγια:
Η Πολιτεία προνοεί αντί απλά να παρακολουθεί τις εξελίξεις!
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι:
Η Παιδεία και η Έρευνα έχουν ένα δυναμικά εξελισσόμενο χαρακτήρα. Αντίστοιχα δυναμικές και όχι στατικές είναι και οι προκλήσεις που διαμορφώνονται.
Η Πολιτεία πρέπει να τις παρακολουθεί και ακόμα περισσότερο να συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία αυτή. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις που προτείνονται απορρέουν από τις εξελίξεις ή βρίσκονται μπροστά από αυτές. Το προς ψήφιση νομοσχέδιο είναι ένα αποφασιστικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή».