Του Νίκου Τσούλια
Απορροφημένοι εκείνα τα χρόνια περί το 1989 από τη στείρα εγχώρια κομματική διαπάλη δεν παρακολουθήσαμε και πολύ περισσότερο δεν αναλύσαμε και δεν κατανοήσαμε τι ακριβώς συνέβη και κυρίως γιατί και πώς συνέβη η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Και έχει μέγιστη σημασία η ερμηνεία, γιατί το εν λόγω γεγονός είχε μεγάλη και μάλλον καθοριστική επίδραση στις μετέπειτα εξελίξεις που επηρεάζουν τη ζωή μας αλλά και στο μέλλον των κοινωνιών μας και των χωρών μας και της ανθρωπότητας γενικότερα.
Βέβαια η ορθόδοξη κομμουνιστική θεώρηση προσέγγισε το «συμβάν» ως απόρροια της αδυναμίας του συστήματος εξουσίας της Ε.Σ.Σ.Δ. να αντιπαλέψει αποτελεσματικά την πολιορκία του από τον διεθνή ιμπεριαλισμό. Και ίσως να μην μπορούσε να πάει σε μια άλλη θεώρηση, αφού το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ποτέ δεν είχε εκφράσει πριν το 1989 κάποιου είδους ένσταση ως προς την πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην μητρόπολη του ιδεολογικού και πολιτικού στερεώματός του, και αντίθετα ήταν όλο ύμνους και μόνο ύμνους για την ευοίωνη προοπτική του εγχειρήματος. Δεν μπορεί βέβαια να μιλήσει για «κατάρρευση», γιατί τότε θα καταφανεί και στα μάτια των οπαδών του ότι η πρόταση για αλλαγή του κοινωνικού καθεστώτος του καπιταλισμού με επαναστατικό τρόπο και με ηγετική ομάδα μια πρωτοπορία που μιλάει για λογαριασμό της εργατικής τάξης δεν είναι εφικτή ή δεν μπορεί να γίνει ή κάτι σχετικό που θα δηλώνει όμως τη λανθασμένη σύλληψη του όλου εγχειρήματος.
Έχουν γραφτεί στο αστικό τύπο οι βασικές – κατά τη γνώμη μου – αιτίες που οδήγησαν το όλο σκηνικό της αυτοκρατορίας της Σοβιετικής Ένωσης σε κατάρρευση. Και εδώ δεσπόζουν τα ζητήματα της οικονομίας και της παραγωγικής βάσης, της δημοκρατίας και της ελευθερίας λόγου και έκφρασης, της ποιότητας της καθημερινής ζωής, του βιοτικού επιπέδου κλπ
Έχει σημασία ωστόσο να εξεταστούν και δευτερεύουσες πηγές, οι οποίες έδρασαν συσσωρευτικά και ίσως καίρια στο όλο «σώμα» των αιτίων της κατάρρευσης του σοβιετικού εποικοδομήματος. Στο παρόν άρθρο θα εξεταστεί μόνο η περίπτωση της επιστημονικής έρευνας και της παραγωγής νέας γνώσης, που ούτως ή άλλως είναι πάντα σημαντική για τις χώρες που θέλουν να πρωταγωνιστήσουν στις σύγχρονες εποχές. Εδώ τι συνέβη; Η Σοβιετική Ένωση στον τομέα αυτό έκανε σημαντικά λάθη.
α) Παγίδευσε τον κόσμο της έρευνας και της επιστήμης στη μαρξιστική σκέψη με τρόπο απόλυτο και δογματικό. Κάθε έρευνα, κάθε νέο πεδίο γνώσης έπρεπε να έχει ως αφετηρία το μαρξισμό αλλά και να επιβεβαιώνει με τα όποια συμπεράσματα πάλι το μαρξισμό. Ο μαρξισμός δεν θεωρήθηκε ως μια πολιτική θεωρία μόνο αλλά και ως ένα «επιστημονικό παράδειγμα» που συνδεόταν με την άνοδο της εργατικής τάξης. Όλα τα επιστημονικά βιβλία είχαν πάντα παραπομπές στη μαρξιστική ανάλυση. Είναι λάθος; Κατά τη γνώμη μου, είναι καίριο λάθος, γιατί η επιστήμη διαρκώς εξελίσσεται με τη «λογική» του διαρκούς μετασχηματισμού των θεωρήσεών της και αποφεύγει με τον πιο απόλυτο τρόπο το δογματισμό. Έτσι η χρήση του μαρξισμού με δογματικό τρόπο παγίδευσε και την ελευθερία της έρευνας και κυρίως το ίδιο το περιεχόμενο της νέας γνώσης.
β) Ο επιστημονικός της κόσμος, υπό την αυστηρή καθοδήγηση της πολιτικής ηγεσίας, αντί να προωθεί τη δική του πρωτογενή και αυτόνομη έρευνα επιδόθηκε σε μεγάλο βαθμό στην κλοπή των ερευνητικών πορισμάτων της Δύσης. Συγκεκριμένα, έχει αναφερθεί ότι το 40% του προϋπολογισμού της έρευνας της Ε.Σ.Σ.Δ. πήγαινε στη βιομηχανική κατασκοπεία. Και έτσι, όταν αποκαλύφθηκε το εκτεταμένο δίκτυο της KGB που είχε αναπτυχθεί στη Δύση, μετά υπήρξε ένα σημαντικό κενό στην τεχνογνωσία και στην παραγωγή της νέας γνώσης. Επ’ αυτού του στοιχείου έχει γυριστεί και μια σχετική ταινία από τον Κουστορίτσα βασισμένη σε αρχειακό υλικό και σε πραγματικά γεγονότα.
γ) Η μακρά διαδρομή της επιστήμης και της έρευνας στην ιστορία του ανθρώπου έχει καταδείξει με τον πιο εμφαντικό τρόπο ότι η προαγωγή της γνώσης ευδοκιμεί σε κλίμα «ανοιχτής κοινωνίας» και απόλυτης ελευθερίας σε σχέση με την όποια εξουσία. Ο μονομερής ιδεολογικός προσανατολισμός, η έντονη πολιτική σκοπιμότητα, η διάχυτη εσωστρέφεια, τα πολλαπλά φοβικά σύνδρομα και τα «κλειστά» αυτοαναφορικά συστήματα της εξ ορισμού επιβεβαίωσης στομώνουν την παραγωγή της νέας γνώσης, αφού αφαιρείται το συστατικό στοιχείο της έρευνας η αμφισβήτηση και η διαρκώς νέα και χωρίς φραγμούς και δεσμεύσεις ερωτηματοθεσία.
δ) Η προαγωγή της έρευνας γίνεται μέσα από την αντιπαράθεση αντιλήψεων, ιδεών, ερμηνειών και προσέγγισης των νέων ευρημάτων. Τα επιστημονικά συνέδρια και τα σχετικά περιοδικά και βιβλία – τώρα και το διαδίκτυο – είναι πάντα πεδία σκληρής αλλά και ουσιαστικής αντιπαράθεσης των επιστημονικών θεωριών. Άλλωστε, έτσι γεννήθηκε και προάγεται διαρκώς και η ιδέα της Δημοκρατίας, η οποία συνδέθηκε στενά σ’ όλη τη διάρκεια της Ιστορίας με την πρόοδο της Επιστήμης. Ο μονομερής πολιτικός λόγος αποίκισε και τον επιστημονικό λόγο και του στέρησε τη δυναμική του διαλόγου και της αντιπαράθεσης των ιδεών, που αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ στοιχείων για την ευδοκίμηση της νέας γνώσης και της έρευνας.
Συμπερασματικά, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η έλλειψη της ελευθερίας του πνεύματος – απόρροια του δογματικού τρόπου θεώρησης του μαρξισμού – έβλαψε ευθέως την επιστημονική πρόοδο της Σοβιετικής Ένωσης και συνέργησε με αποφασιστικό τρόπο στην εκ των ένδον κατάρρευσή της.