Του Νίκου Τσούλια
Κάθε φορά που ασκεί το έργο του νιώθει περίεργα. Η σκέψη του πότε ανταριάζει και πότε γαληνεύει. Δεν μπορεί να δώσει μια ικανοποιητική εξήγηση. Και όμως γνωρίζει απόλυτα ότι και το αντάριασμα και το γαλήνεμα προκαλούνται από την ίδια δύναμη. Συχνά εμφανίζονται μαζί – μαζί σαν το πιο ταιριαστό ζευγάρι, αλλά άλλοτε εμφανίζεται το ένα και άλλοτε το άλλο. Και εκείνο που του χαλάει όλη τη μαγιά είναι αυτός ο καταραμένος, ο ισχυρός τρόπος σκέψης που μπαίνει μπροστά στο νου του κάθε φορά και που του τονίζει ότι είναι κανόνας παντοτινός, ότι είναι δόγμα και ισχύει πάντα: «ίδιο αίτιο – ίδιο αποτέλεσμα». Και πώς γίνεται τότε να εξηγήσεις ότι τα αντίθετα αποτελέσματα προκαλούνται από την ίδια αιτία;
Το παρατηρούσε από μικρός. Δεν του έδωσε σημασία. Θεωρούσε ότι έτσι συνέβαινε και στα άλλα παιδιά. Δεν τολμούσε να το πει πουθενά. Φοβόταν ότι θα τον περιγελούσαν. «Μα δεν θα ‘λεγαν ότι είμαι βλαμμένος;». Και έτσι το παράτησε. Αλλά δεν τον παράτησε εκείνο. Το αντιλαμβανόταν ως ένα εσωτερικό φάντασμα, ως ένα ξωτικό που ζωντάνευε μόνο όταν διάβαζε. Ζούσε μαζί του. «Ίσως να είναι έτσι ο εαυτός μου», έλεγε συνήθως από μέσα του. Μικρός είχε μια διαφορετική ερμηνεία, θεωρούσε ότι μέσα από τις σελίδες των βιβλίων ξεπηδούσε κάποιο πνεύμα που σε βοηθούσε να καταλάβεις το περιεχόμενο και αυτό το ξεπέταγμα σου προκαλούσε μια αλλαγή. Ίσως να φταίει ο παππούς του, που στα παραμύθια που τού έλεγε, πάντα τού μιλούσε για τα παράξενα πνεύματα που υπάρχουν μέσα στις ίδιες τις ιστορίες και όταν «ακούει κάποιος την ιστορία τους, αυτά ξεπηδούνε από μέσα από τα λόγια της αφήγησης». Δηλαδή, «κάτι σαν το φιλί στο βάτραχο», έλεγε μετά αυτός μόνος του.
Χρόνια και χρόνια ρίζωνε η θεωρία του και στοίχειωσε. Αλλά το γεγονός πάντα ήταν γεγονός. Όταν διάβαζε, ένιωθε κάτι να του διαπερνά ολόκληρη την ύπαρξη, πότε έπαιρνε τη μορφή του αλαφιάσματος και πότε εκείνη ενός παράξενου ξεσηκώματος, πότε μια πνευματική διαύγεια απλωνόταν στον κόσμο της σκέψης του και ένιωθε μια παράξενη αγαλλίαση και πότε ένα ανταριασμένος καταιγισμός σκέψεων τού ξετίναζε όλο του το είναι και του έδινε άλλη γεύση της ύπαρξή του.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Κάθε φορά είχε αρχικά την αίσθηση και μετά τη βεβαιότητα ότι όλη αυτή η επίδραση τον μετασχημάτιζε και ότι του άλλαζε την εικόνα που είχε για τον κόσμο και για τον εαυτό του. Και έτσι με το πέρασμα των χρόνων αντιλαμβανόταν όχι μόνο τη δική του ωρίμανση, όχι μόνο τη βιολογική, την πνευματική και την κοινωνική του ανάπτυξη αλλά και μια παράλληλη μεταμόρφωση που ερχόταν αποκλειστικά από το διάβασμα.
Είχε σκεφτεί να σταματήσει το διάβασμα. Αλλά τον ανακάτευε μια ανησυχία, ότι κάτι βασικό τού λείπει. Δεν μπορούσε να το σταματήσει. Άλλωστε ήταν και το υποχρεωτικό διάβασμα του σχολείου αρχικά, του πανεπιστημίου αργότερα και του απαιτητικού επαγγέλματός του στη συνέχεια. «Ίσως να είμαι παγιδευμένος ή όμηρος», αναρωτιόταν και αναστοχαζόταν χωρίς να καταλήγει πουθενά. Όταν – μεγάλος πια – αποφάσισε ένα καλοκαίρι να μη διαβάζει, άρχισε μετά από δύο μήνες να χάνει την αίσθηση του εαυτού του, του εαυτού του όπως τον ένιωθε μέχρι τότε και όπως νόμιζε ότι τον ένιωθαν και οι άλλοι άνθρωποι για τη δική τους περίπτωση.
Κάποια εποχή σκέφτηκε ότι ίσως να ήταν από πάντα ένας αλλοπαρμένος. Αλλά δεν έβλεπε κάποιο τέτοιο στοιχείο να προκύπτει από το περιβάλλον του, από τις αντιδράσεις των άλλων. «Εκτός αν δεν μπορώ να το πάρω χαμπάρι», σκεφτόταν. «Άλλωστε», συνέχιζε, «αν μπορούσα να το πάρω χαμπάρι, πώς θα ήμουνα αλλοπαρμένος;». Και έτσι είχε κλειστεί σε ένα δικό του ερμηνευτικό σύμπαν.
«Αλλά δε γίνεται να μη μπορώ να δώσω κάποια εξήγηση, όταν λατρεύω τόσο πολύ τη γνώση, όταν είμαι συνέχεια μέσα στους τόπους της γνώσης». Και πειραματίστηκε με συστηματικό τρόπο πάνω στον εαυτό του. Άρχισε να διαβάζει για μεγάλο χρονικό διάστημα βιβλία ενός συγκεκριμένου περιεχομένου, βιβλία μιας μονομερούς θεώρησης. Τώρα μπορούσε να διαπιστώσει κάτι συγκεκριμένο. Και η επιρροή που ένιωθε ήταν του ίδιου περιεχομένου. «Ήταν τόσο απλό;», αναρωτήθηκε. Κάθε φορά ο χαρακτήρας των ηρώων ενός μυθιστορήματος μεταβιβαζόταν ως κάποιο βαθμό και στη δική του ψυχοσύνθεση. Μια συγκεκριμένη ψυχική και πνευματική μετακένωση γινόταν από τα λογοτεχνικά κυρίως πρόσωπα στον εαυτό του. Και αυτό γιατί πάθιαζε με το διάβασμα, ζούσε βιωματικά την αφήγηση του κάθε βιβλίου και ήταν το δικό του πνεύμα που έμπαινε μέσα στην αφήγηση και όχι το αντίθετο, δηλαδή δεν ξεπηδούσε κάποιο πνεύμα από το βιβλίο σ’ αυτόν.
Αλλά όλο αυτό το στερέωμα ήταν ο τρόπος του διαβάσματός του. Δεν είχε μάθει κάτι διαφορετικό και δεν μπορούσε να το αλλάξει. Ήταν ένας διαρκώς μετασχηματιζόμενος αναγνώστης. Το πήρε απόφαση, ότι αυτό θα ήταν ένα μόνιμο γεγονός. «Μάλλον δεν γίνεται αλλιώς», σκέφτηκε. «Να μπαίνετε μέσα στο βιβλίο, αν θέλετε να το κατανοήσετε καλά, δεν μας έλεγε ο δάσκαλος στο σχολείο; Αλλά εγώ φαίνεται ότι το παράκανα…».
Αρθρογραφία: Κριτική θεώρηση