Του Νίκου Τσούλια

      Πάντα η συνάντησή μας με τα έργα της τέχνης είναι παράξενη και εν πολλοίς απροσδιόριστη. Μπορεί να αρκεί μόνο η δημιουργικότητά τους που μας διαμορφώνει μια περίεργη αίσθηση. Ίσως η αντοχή τους στο χρόνο να είναι ένα σημείο ιδιότυπης σύγκρουσης, που έχει από τη δική μας πλευρά τη φθορά μας και το θρίαμβο του χρόνου και από τη δική τους την αιωνιότητα.

      Υπάρχει όμως ένα ιδιότυπο μυστήριο. Πώς μια λευκή επιφάνεια μετασχηματίζεται σε πίνακα ζωγραφικής; Πώς οι γραμμώσεις και οι σκιάσεις, οι χρωματισμοί και οι προοπτικές αναδύονται μέσα από την ανυπαρξία δίνοντας μορφή και ύπαρξη;

      Βλέποντας έναν πίνακα ζωγραφικής αναμετριέσαι με πολλά άλυτα ζητήματα. Τον θεωρείς ότι είναι μια αφορμή για ένα παιχνίδι αναζήτησης, χωρίς να ξέρεις νόμους και κανόνες, χωρίς να είσαι καν υποψιασμένος στο που θα βρεθείς. Ο υπαινιγμός του καλλιτέχνη είναι ένα ολόκληρο πεδίο δικής σου έρευνας. Θέτεις τον εαυτό σου σε έναν πειραματισμό˙ να ανακαλύψει πτυχές και μορφές που δεν φαίνονται στην αίσθηση των ματιών, να επινοήσει συλλογισμούς με ενδεχόμενο σκοπό τη συνάντηση με τους λογισμούς του καλλιτέχνη ή και με τις τόσες και τόσες ερμηνευτικές θεωρήσεις.

      Ευρισκόμενος μπροστά από έναν πίνακα καλείσαι να ξύσεις την επιφάνεια των πραγμάτων, να ανακαλύψεις εικόνες μη απεικονίσιμες, να καλλιεργήσεις τον κόσμο των συναισθημάτων σου για να βρεθείς σε ξέφωτο έμπνευσης. Προσκαλείσαι για ένα ταξίδι που είσαι ολομόναχος παρέα με μια αφορμή της τέχνης. Ουσιαστικά πάντα αναζητείς κάτι δικό σου, μια ξεχασμένη εικόνα της ζωής σου, ένα ξεχωριστό βίωμα, μια φαντασίωσή σου. Είναι πορεία ασύντακτη. Δεν γνωρίζεις καμιά πορεία, κανέναν σχεδιασμό. Κινείσαι στα …τυφλά.

      Το «επίπεδο» του πίνακα αίρεται και η απλή ματιά μας συντρίβεται από το ταξίδεμα της φαντασίας. Έχει αυτή τον πρώτο λόγο για να αναζητήσει και να καθοδηγήσει σε ένα σκηνικό που συνυπάρχει ο εξωτερικός κόσμος με τον εσωτερικό μας σε μια πορεία δημιουργικής σύνθεσής τους. Κάθε μικρή γωνιά της απεικόνισης και μια αφετηρία για περιπλάνηση άλλοτε εν μέρει προσανατολισμένη και άλλοτε εντελώς χαοτική.

      Αλλά υπάρχει μια συνθήκη για να ψηλαφίσεις του πίνακα την ψυχή: να παραδόσεις τον εαυτό σου, να ακυρώσεις κάθε αντίστασή σου, να παραδοθείς στο κάλεσμα της δημιουργίας κλείνοντας κάθε παράθυρο των αισθήσεων που σε παγιδεύει σε μια συγκεκριμένη θέαση του κόσμου, να ψαύσεις την πραγματικότητα με της ψυχής τα μάτια και με της καρδιάς τα σκιρτήματα και όπου σε βγάλει ο δρόμος. Ποτέ δεν ξέρεις που πας, όταν αφήνεσαι ολοκληρωτικά στο δημιούργημα της τέχνης. Για να βρεις κάποια άκρη στων πινάκων ζωγραφικής το κάλεσμα οφείλεις να σταθείς απέναντί τους ταπεινωμένος και καταδεκτικός. Μια δημιουργία είναι πάντα ιερή και όταν έχει ακυρώσει την έννοια ή την επινόηση του χρόνου – που καταδυναστεύει κάθε ανθρώπινη παρουσία -, έχει πλέον κατακτήσει την αιωνιότητα. Πώς μπορείς να σταθείς αταλάντευτος ενώπιον σε κάτι που υπερβαίνει την ανθρώπινη φύση;

      Η έκσταση της ψυχής, το όλο γενναιόδωρο σκηνικό της συγκίνησης ξέρεις ότι δεν είναι ούτε του πίνακα αλλά ούτε και δικά σου. Είναι μια συνδημιουργία, χωρίς να μπορείς να κατανοήσεις το που και πώς συναντιέται η μορφή της τέχνης με την κίνηση του συναισθήματός σου και δεν μπορείς να περιγράψεις την όλη συνάντηση. Ενυπάρχει και το φάντασμα του καλλιτέχνη που υπεισέρχεται παρά τη θέλησή σου και άλλοτε επιζητεί θέση απλού διαμεσολαβητή και λιγότερο μιας μορφής ερμηνευτή και άλλοτε επιδιώκει την άποψή σου, χωρίς να ξέρεις όμως που να την καταθέσεις.

      Ένας πίνακας ζωγραφικής ανάλογα με την τεχνοτροπία του έχει και το δικό του Σύμπαν. Ποτέ δεν είναι κάποια μορφή φωτογράφισης. Συνεκφράζει την υποκειμενικότητα με την αντικειμενικότητα, χωρίς τη γνωστή τους αντιδικία που γίνεται στου ανθρώπου τη σκέψη. Ο συμβολισμός με τις άπειρες «πτυχώσεις» του είναι πάντα παρών, ακόμα και αν ο καλλιτέχνης δεν τον είχε υπόψη του. Μπορεί να συμβαίνει και κάτι άλλο. Προκειμένου να δώσεις τη δική σου ερμηνευτική εικόνα απαιτείται η ανακάλυψη της ψυχικής κατάστασης του δημιουργού. Ο Βαν Γκογκ – και προφανώς όχι μόνο αυτός – σχεδίαζε το συναίσθημα που του δημιουργούσε η εικόνα του τοπίου και όχι αυτή καθ’ εαυτή την εικόνα.

      Μπροστά από έναν πίνακα ζωγραφικής καταδυόμαστε στα ενδότερα του εαυτού μας και με σημάδια τα εξωτερικά ερεθίσματα αναζητούμε κάτι δικό μας, χωρίς να ξέρουμε τι ακριβώς. Στοχαζόμαστε και αναστοχαζόμαστε αλλά όχι με την καθημερινή και συνηθισμένη εργαλειοθήκη μας. Η σκέψη μας δεν είναι συγκροτημένη αλλά ούτε και ευθυγραμμισμένη˙ έχει έναν χαοτικό τρόπο να διεισδύει και να ανασυνθέτει ό,τι βρίσκει στο δρόμο της, να συνάπτεται ισχυρά με το συναίσθημά μας, να το αναδεικνύει και να του δίνει τον πρώτο λόγο στην έκφρασή μας. Αλλά αυτό δεν συνιστά εκδήλωση πνεύματος και ομορφιάς;

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.