Του Νίκου Τσούλια
Συναντάς πολύ παλιούς φίλους και γνωστούς που έχεις χρόνια και χρόνια να δεις και χαίρεσαι με έναν πρωτόγνωρο τρόπο αλλά ταυτόχρονα βρίσκεσαι σε μια περίεργη αμηχανία. Κοιτάς και ξανακοιτάς το πρόσωπό τους και ενώ τους μιλάς, η σκέψη σου έχει αγκιστρωθεί στα σημάδια του χρόνου που φαίνονται παντού. Και άμα θέλεις να βρεις τα ανέγγιχτα σημεία, αναζητείς το βλέμμα τους και εστιάζεις εκεί για να βρεις σταθερά σημάδια ή καταθέτεις μια ιστορία για να συναφθούν οι κοινές αφηγήσεις σε μια μαρτυρία που αν ομολογηθεί από όλες τις πλευρές, αποκτά χαρακτηριστικά επιβεβαίωσης του κοινού παρελθόντος. Σε κάθε περίπτωση, θεωρείς ότι έχουν περισσότερα ίχνη του χρόνου πάνω τους από εσένα αγνοώντας θελημένα ή μη ότι και αυτοί τους ίδιους συλλογισμούς κάνουν. Και όταν αποχωρίζεσαι απ’ αυτούς, αρχίζεις τις βαθυστόχαστες αναλύσεις και θέτεις και ξαναθέτεις στον εαυτό του περίεργα ερωτήματα.
Πώς έχουν αλλάξει τόσο πολύ; Τι είναι αυτό που τους αλλάζει; Τι υπάρχει πραγματικά από εκείνους τους παλιούς καιρούς; Αυτοί πώς σε βλέπουν; Η γνωριμία μ’ αυτούς σου δίνει τη δυνατότητα να «επιστρέψει» ένα κομμάτι από το παρελθόν; Μπορεί τελικά να επιστρέψει το παρελθόν και πώς γίνεται κάτι τέτοιο; Είναι τελικά υπαρκτό το παρελθόν; Πώς κάτι που υπήρχε παύει να υπάρχει; Πώς γίνεται το παρελθόν να μην υπάρχει, αφού εν πολλοίς δημιούργησε το παρόν και ένα μέρος του ενυπάρχει μέσα στο παρόν;
Αλλά και χωρίς την παρουσία γνωστών και φίλων του απώτερου παρελθόντος σου πιάνεις τον εαυτό σου να περιτριγυρίζει συχνά – πυκνά σε παράξενους χρόνους, εκείνους του παρελθόντος, και να προσπαθείς να ανασύρεις εικόνες και παραστάσεις, γεγονότα γενικά ή περιστατικά προσωπικά. Και όταν βρίσκεις παλιά σημάδια, άλλοτε χαίρεσαι με έναν παράξενο τρόπο – που δεν είναι ο συνηθισμένος τρόπος της χαράς – και άλλοτε πέφτεις σε μια περίεργη μελαγχολία, που η φωτεινότητά της και η σκοτεινότητά της εναλλάσσονται ταχύτατα και διεισδύουν η μια μέσα στην άλλη αναιρώντας τα σύνορά τους και έτσι τελικά βρίσκεσαι σε μια κατάσταση αμηχανίας και αναζήτησης, αμφιβολιών και ταλαντεύσεων.
Και η σκέψη σου δεν θα καθίσει με «σταυρωμένα τα χέρια», θέλεις δεν θέλεις θα αρχίσει να στοχάζεται και να περιδιαβαίνει μονοπάτια που δεν βρίσκει άλλες φορές αφορμές για να τα επισκεφτεί. Τι είναι η μνήμη; Είναι ακύρωση του χρόνου; Μήπως η θύμηση αποδεικνύει ότι το παρελθόν κάπου υπάρχει και ότι το πέρασμα του χρόνου είναι μια ψευδαίσθηση ή και μια επινόηση, καταπώς ισχυριζόταν ο μεγάλος μας επιστήμονας και στοχαστής Αϊνστάιν; Και αν το παρελθόν υπάρχει, γιατί δεν είναι υπαρκτό και στις αισθήσεις μας παρά μόνο μέσα από τα άψυχα κομμάτια του Κόσμου (τα κτίρια, τα βουνά, τις πέτρες…); Γιατί κάποια «τμήματά του» παύουν να υπάρχουν και άλλα είναι διαχρονικά και έχουν ενιαίο χρόνο χωρίς διάκριση σε παρελθόν και παρόν;
Αλλά είτε βλέπεις τους πολύ παλιούς γνωστούς και φίλους είτε θυμάσαι τα δικά σου παλιά γεγονότα και ενώ χαίρεσαι προσωρινά, όσο αναλογίζεσαι τις εικόνες του χθες, τόσο επιθυμείς να απομακρυνθείς απ’ αυτές. Δεν ξέρεις αν υπάρχει τελικά ή όχι το παρελθόν, δεν ξέρεις αν μπορεί να επιστρέφει με κάποια τμήματά του. Αλλά εσύ έχεις μια ισχυρή πεποίθηση. Δεν θέλεις να επιστρέφει ολοκληρωτικά, θέλεις να κινείται ο εαυτός σου – να κινείται ο χρόνος ή η ζωή δεν ξέρεις και δεν σε ενδιαφέρει τι από τα δύο είναι σωστό-, δεν θέλεις τη σταθερή εικόνα του εαυτού σου, επιθυμείς σφόδρα τη διαρκή αλλαγή, τη συνεχή εξέλιξη. Δεν θέλεις να αποικίζεται ολοκληρωτικά το παρόν σου από το παρελθόν.
Το βλέπεις ολοφάνερα. Αποχωρίζεσαι με τους παλιούς φίλους και γνωστούς και ενώ ανταλλάσσεις τηλέφωνα και ολόθερμες υποσχέσεις «να τα πούμε», ξέρεις την ίδια στιγμή ότι αυτό δεν θα συμβεί ή αν θα συμβεί, θα είναι για μια φορά και αυτή για λόγους ευγένειας ή για λόγους σεβασμού και μόνο προς το εγκαταλειμμένο παρελθόν σου.
Αλλά το ίδιο αισθάνεσαι και στις προσωπικές ανασύρσεις της μνήμης σου. Σκέπτεσαι μια κοπέλα που είχες κάποτε δεσμό και αναλογίζεσαι αν δεν είχες σταματήσει αυτό το δεσμό (…) και κάνεις προβολή της σχέσης σου στο παρόν και εκεί χάνεσαι, γιατί βλέπεις ότι δεν μπορεί να συνδεθεί το παρελθόν με το παρόν και αν το επιχειρείς νοητικά, γεύεσαι για λίγο διάστημα μια πρόσκαιρη ευχαρίστηση αλλά το τελικό τίμημα είναι μόνο το «αίσθημα» της ματαιότητας και η οδυνηρή απογοήτευση.
Δεν θέλεις την επιστροφή του παρελθόντος. Θέλεις τη ροή του χρόνου, γιατί δεν θέλεις την αιωνιότητα. Δεν ξέρεις τι είναι αιωνιότητα, αλλά εσύ προτιμάς τη θνητότητα, έστω και αν αυτή σε φοβίζει με το τέλος της και με την άγνωστη συνέχειά της. Δεν θέλεις μια ολική επιστροφή του παρελθόντος, γιατί θα σου καταστρέψει το παρόν, γιατί τότε παρόν και παρελθόν θα είναι το ίδιο και δεν θέλεις τον χρόνο (ή τη ζωή σου…) να είναι ακίνητος! Θέλεις να ανασύρεις κομμάτια του παρελθόντος, γιατί χωρίς αυτά δεν μπορείς να έχεις παρόν. Θέλεις να ανασύρεις κομμάτια του παρελθόντος και να τα αναπλάθεις με την πραγματικότητα του παρόντος παίζοντας το παιχνίδι της θύμησης και της νοσταλγίας, που μόνο μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να γίνει. Θέλεις να παίζεις με το παρελθόν, αλλά δεν θέλεις το παρελθόν να επιστρέφει από μόνο του και να μετασχηματίζει το παρόν. Το παρελθόν έχει την αξία του ως πεδίο παιχνιδιού της μνήμης μας και του εαυτού μας, ως διαρκές προοίμιο του παρόντος…