Α.Στο πλαίσιο της χρονικής οριοθέτησης της αρχής και του τέλους της βυζαντινής περιόδου και ασχέτως του γεγονότος ότι, το τέλος της βυζαντινής περιόδου οριοθετείταισαφώς με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, ενώ, ως προς την έναρξη, υποστηρίζονται διαφορετικές απόψεις, αντικειμενικό γεγονός που απορρέει από τις ιστορικές μελέτες, συνιστά το ότι το δίκαιο και η απονομή αυτού, στην μεγάλη αυτή ιστορική περίοδο, διαφοροποιείταισημαντικά από την πρώϊμη (4ος– 6οςμ.Χ. αιώνας) μέχρι τη μέση βυζαντινή περίοδο (6ος, 7ος έως το 1204, όπου ανακαταλαμβάνεται η Κων/πόλη από τους Λατίνους)και την υστεροβυζαντινή (1261 – 1453 μ.Χ.), όπου, πλέον, υφίσταται σημαντικές αλλαγές.
Οφείλουμε, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι, λόγω της έκτασης της χρονικής περιόδου και των διάφορων ιστορικών γεγονότων που αυτονόητα ακολουθήθηκαν από αλλαγές στο κοινωνικό, διοικητικό, οργανωτικό και κυρίως δικαιοδοτικό πλαίσιο, η κάλυψη ενός τόσο σημαντικού θέματος δεν μπορεί πλήρως να αναπτυχθεί στα πλαίσια μιας συνοπτικής εισήγησης, όπως η παρούσα,
Κατ’ αρχήν, για να είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε την πορεία διαμόρφωσης του βυζαντινού δικαίου, θα πρέπει να εστιάσουμε στο γεγονός ότι υπήρξαν συγκεκριμένοι παράγοντες διαμόρφωσης αυτού, στα πλαίσια των αιώνων της ιστορικής εξέλιξής του.
Το Ρωμαϊκό Δίκαιο, αποτέλεσε τη βάση, πάνω στην οποία αρχικά στηρίχθηκε και εξελίχθηκε το βυζαντινό δίκαιο. Σημαντική, επίσης, η επίδραση της διαμορφωμένης ελληνικής νομικής παράδοσης, που είχε, ήδη, παγιώσει τον τρόπο δομής του δικαίου και απονομής αυτού από την ελληνιστικήακόμα περίοδο στις ανατολικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η οποία απέκτησε ιδιαίτερη σημασία μετάτην ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και τον ορισμό της ως πρωτεύουσας το έτος 330 μ.Χ..
Ο Χριστιανισμός, η νέα θρησκεία αποτέλεσε σημαντικό εξίσου παράγοντα διαμόρφωσης του βυζαντινού δικαίου, δεδομένου του ότι σταδιακά, αλλά με σταθερά επεκτατικούς ρυθμούς μεταβλήθηκε σε επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας και επηρέασε το δίκαιό της. Επίσης, καταλυτικό παράγοντα αποτέλεσε και η ελληνικήγλώσσα, όπως και αυτή διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε, με αποτέλεσμα από τον 5ομ.Χ. αιώνα και ακολούθως να θεσμοθετηθεί ως η κύριαγλώσσα σύνταξης και δημοσίευσης κάθε νομικού κειμένου, νόμων, διατάξεων, επισήμων αποφάσεων και άλλων συναφών, ενώ ακόμα και τα προγενέστερα κυρίως νομικά κείμενα και οι διατάξεις μεταφράστηκαν στην ελληνική γλώσσα.
Β. Στο Βυζάντιο, σε όλη την ιστορική περίοδο, ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ αναγνωριζόταν ως η πηγή και ο φορέας όλων των εξουσιών. Αυτός αποτελούσε τον φορέα – κύριο του δικαίου και ο ίδιος ήταν ο ανώτατoς δικαστής όλων. Κατά συνέπεια, στ’ όνομα του αυτοκράτορα γινόταν η απονομή της δικαιοσύνης και μάλιστα από συγκεκριμένες διοικητικές υπηρεσίες και τους επικεφαλείς αυτών.
Σημαντικό, επομένως, στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι κατά τη Βυζαντινή περίοδο δεν ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ και δεν αναγνωρίζεται η διάκριση των εξουσιών, αφού η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Αυτοκράτορα, ο οποίος απονέμει και το δίκαιο ως φορέας αυτού. Μάλιστα, πρέπει να επισημανθεί ότι, μέχρι και τον 6οαιώνα μ.Χ., δεν υπήρχε ο θεσμός των δικαστών με την ουσιαστική και δικονομική έννοια του όρου που αποδίδουμε σήμερα.
Γ.Ο Ιουστινιανός A’, γνωστός και ως ο Μέγας Ιουστινιανός, [ο οποίος διατέλεσε αυτοκράτορας από το έτος 527μ.Χ. μέχρι και το έτος 565μ.Χ., όπου και απεβίωσε], επιδίωξε, όχι απλάν’ αποκαταστήσει την αυτοκρατορία στα παλιά της ευρύτερα γεωγραφικά όρια, αυτά, δηλαδή, του 3ουμ.Χ. αιώνα, αλλά, επιπλέον, προσανατολίστηκε προς το σκοπό επίτευξης μιας πλήρους αναδιάρθρωσης της διοίκησης, αλλά και του δικαίου συνολικά, ώστε η αυτοκρατορία ν’ αποκτήσει την παλιά δόξα της, στηριζόμενη, όμως, σε σωστούς και σύγχρονους θεσμούς.
Η μεγάλη προοδευτική εξέλιξη του δικαίου επήλθε, επομένως, την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, ο οποίος θεσμοθέτησε, για πρώτη φορά, τους δώδεκαανώτατους «επαγγελματίες» δικαστές, που είχαν ως μόνη αρμοδιότητα την εκδίκαση υποθέσεων, διαχωρίζοντάςτους από τους υπόλοιπους κρατικούς αξιωματούχους. Σε αυτούς τους ανώτατους δικαστές μπορούσαν να προσφύγουν τόσο ο αυτοκράτορας, όσο και οι κρατικοί λειτουργοί παραπέμποντας την εξέταση διάφορων υποθέσεων, όχι όμως οι πολίτες κατευθείαν.
Εξίσου σημαντική αλλαγήσυνιστά η θεσμοθέτηση της παρουσίας των ονομαζόμενων συνέδρων, παρέδρων, συμπόνων, ή συμβούλωνστο πλευρό των αξιωματούχων δικαστών, δεδομένου του ότι, πλέον, κατέστη σαφές ότι δεν ήταν εφικτό οι μέχρι και τότε αξιωματούχοι που ασκούσαν το ρόλο του δικαστικού λειτουργού, να έχουν την απαραίτητη και εξειδικευμένη νομική κατάρτιση. Οι σύνεδροιπροέρχονταν στην πλειονότητά τους από τους συνηγόρους, δηλαδή τους δικηγόρους, είχαν νομική κατάρτιση και συμβούλευαν ως προς το νομικό σκέλος των υποθέσεων τους δικαστικούς αξιωματούχους.
Σε περιφερειακό επίπεδο απονομής της δικαιοσύνης διατηρήθηκε ο θεσμός της απονομής αυτής από κρατικούς λειτουργούς, επήλθε, ωστόσο, σημαντική αναδιάρθρωση αυτής ως προς την κατεύθυνση της διοικητικής οργάνωσης και της νομικής κατάρτισης, ενώ η αρμοδιότητα άσκησης έφεσης κατά κάποιας απόφασης, ώστε να κριθεί αυτή σε δεύτερο βαθμό, παραχωρήθηκε αποκλειστικά στα δικαστήρια της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας.
Η αναγνώρισητου νομοθετικού έργου του αυτοκράτορα Ιουστινιανού έλαβε διεθνή χαρακτήρα, λόγω της σπουδαιότητάς του, λαμβανομένου υπόψη και του ιστορικού πλαισίου στο οποίο συντελέστηκε. Η γνώμη του ήταν ότι ένας αυτοκράτορας «δεν πρέπει να δοξάζεται μόνο με τα όπλα, αλλά και να οπλίζεται με τους νόμους, έτσι ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει σωστά την περίοδο της ειρήνης όπως και την περίοδο του πολέμου. Ο αυτοκράτορας πρέπει να είναι ο ισχυρός προστάτης του δικαίου, ακριβώς όπως είναι ο θριαμβευτής νικητής των εχθρών».Πίστευε, επίσης, ότι ο ίδιος ο Θεός έδωσε στους αυτοκράτορες το δικαίωμα να δημιουργούν και να ερμηνεύουν τους νόμους και ότι, συνεπώς, ο αυτοκράτορας επιβάλλεται να δημιουργεί τους νόμους και το περιεχόμενο αυτών, εφόσον το δικαίωμά του αυτό έχει θεϊκή προέλευση.
Δ.Αλλά, αυτονόητα, πέρα από τις διάφορες «ηθικολογικές» ή «θρησκευτικές προσεγγίσεις», για τον αυτοκράτορα συνέτρεξαν πιο σημαντικοί λόγοι για αυτήν την μεγάλη νομική μεταρρύθμιση, τους οποίους, λόγω της χαρισματικής προσωπικότητάς του, γρήγορα αντιλήφθηκε, επιδιώκοντας ακολούθως, την εκπόνηση ενός ευρύτατου και προοδευτικού νομοθετικού έργου, δεδομένου του ότι το Ρωμαϊκό Δίκαιο, την εποχή αυτή, βρισκόταν σε μεγάλη εννοιολογική και θεσμική παρακμή.
Ειδικότερα, τοΡωμαϊκό δίκαιο είχε αλλοιωθεί, είχε λανθασμένα κατακερματισθεί και κυρίως λανθασμένα ερμηνευτεί από τους νομικούς λειτουργούς της εποχής.
Το νομοθετικό έργο του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού υπήρξε και αναγνωρίστηκε ως κορυφαίοκαι για έναν επιπρόσθετο λόγο που δεν ήταν άλλος από το ότι οι νομοθετικές του μεταρρυθμίσεις σηματοδότησαν την περαιτέρω εξέλιξη του δικαίου, θεωρητικά και θεσμικά.
Πιο συγκεκριμένα, μέχρι και την εποχή του Ιουστινιανού ως νομικοί εφαρμοστέοι κώδικες χρησιμοποιούνταν ιδιωτικές συλλογές – συγγράμματα αμφιβόλου επιστημονικού κύρους και αντίστοιχης επιστημονικής και κρατικής αυθεντίας και αναγνώρισης, με αποτέλεσμα οι δικαστές να καταφεύγουν σε όλους τους κατά καιρούς αυτοκρατορικούς νόμους, αλλά και σε κείμενα της κλασσικής φιλολογίας.
Ο Ιουστινιανός ανέλαβε το έργο να συνθέσει σ’ έναν ενιαίο κώδικα, όλους τους αυτοκρατορικούς νόμους, καθώς επίσης και να αναθεωρήσει τα παλαιότερα νομικά συγγράμματα.
Πριν από τον Ιουστινιανό, σημαντικά νομοθετικά έργα που βοήθησαν την εκπόνηση του μεγάλου νομοθετικό του έργου αποτέλεσαν ο Γρηγοριανός Κώδικας(Codex Gregorianus), ο Ερμογενιανός Κώδικας(Codex Hermogenianus) και ο Θεοδοσιανός Κώδικας(Codex Theodosianus).
Το έργο του Ιουστινιανού προχώρησε εκπληκτικά γρήγορα και ο κύριος βοηθός και εμπνευστής του ήταν ο Τριβωνιανός. Ο Τριβωνιανός(500 – 542 μ.Χ.) ήταν βυζαντινός νομικός, στον οποίο ο αυτοκράτορας ανέθεσε την επίβλεψη και την οργάνωση της εκπόνησης του νέου βυζαντινού νομικού κώδικα.
Τελικά, το μήνα Απρίλιο του έτους 529μ.Χ. η συνολική αυτή επιστημονική εκπόνηση κατέληξε στον Κώδικα του Ιουστινιανού(Codex Ioustinianus), όπως ονομάστηκε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κώδικας του Ιουστινιανού χωριζόταν σε δέκαβιβλία και περιελάμβανε όλους τους αυτοκρατορικούς νόμους που εκδόθηκαν από την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού μέχρι και τον Ιουστινιανό και κατέστη άμεσα ο αυθεντικός, ισχύων και αδιαμφισβήτητος Κώδικας Νόμων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η πρώτηέκδοση δημοσιεύθηκε μετά από ένα χρόνο, δηλαδή το έτος 529μ.Χ., και ήταν ιδιαίτερα σημαντική, αφού αφαιρέθηκαν οι επαναλήψεις και τα περιττά μέρη των προγενέστερων νόμων, οι αντιφάσεις και ότι είχε περιπέσει σε αχρησία. Επίσης, έγινε θεματική κατάταξη, κατάτμηση όσων νόμων ρύθμιζαν περισσότερα αντικείμενα, τα οποία καταχωρήθηκαν κατά χρονολογική σειρά. Με τη δημοσίευση του Κώδικα, καταργήθηκαν όλοι οι προηγούμενοι αυτοκρατορικοί νόμοι.
Η δεύτερηεκδόθηκε το έτος 534μ.Χ., κυρίως, λόγω του ότι στο διάστημα αυτό είχαν εκδοθεί πολλοί νέοι νόμοι, ολοκληρώθηκε σε λίγους μόνο μήνες και περιελάμβανε 12βιβλία, παύοντας συνακόλουθα η ισχύς της πρώτης έκδοσης. Η τρίτηέκδοση δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί πιθανότατα λόγω του ότι απεβίωσε ο πρόεδρος της κωδικοποιητικής επιτροπής ο Τριβωνιανός.
Ο Τριβωνιανόςανέλαβε, ωστόσο, να αναθεωρήσειτα έργα όλων των κλασσικών Ρωμαίων νομομαθών (περίπου από το έτος 100 π.Χ. μέχρι το έτος 250 μ.Χ), συστηματοποιώντας το υλικό και αφαιρώντας όλες τις αντιφατικές ρυθμίσεις που υπήρχαν, τις επαναλήψεις, τα περιττά στοιχεία και μέρη και οτιδήποτε άλλο είχε περιπέσει σε αχρησία, ώστε να υπάρξει ακρίβεια και ασφάλεια δικαίου. Ο νέος αυτός Κώδικαςτελικά δημοσιεύθηκε μετά από εργασία τριώνετών, το έτος 533μ.Χ. και ονομάστηκε Digestum ή Πανδέκτης, χρησιμοποιούμενος αμέσως από τους νομικούς της αυτοκρατορίας, ενώ απαγορεύθηκε η χρήση των πρωτοτύπων κειμένων των Ρωμαίων νομομαθών. Το έργο αυτό ήταν σημαντικό, χωριζόταν σε 50βιβλία, είχε ιδιαίτερη πρακτική σημασία, εάν και δεν έλλειπαν κάποια αντιφατικά στοιχεία. Ήταν γραμμένο στη λατινική γλώσσα και διδασκότανστο 2ο, 3ο, και 4οέτος σπουδών της Νομικής Σχολής.
Ουσιαστικά ο Πανδέκτης διέσωσε και αναδιάρθρωσε το αυθεντικό Ρωμαϊκό Δίκαιο, ενώ παρείχε συγκεκριμένες κατευθυντήριες ρυθμίσεις για τη μετέπειτα εξέλιξη του δικαίου.
Επίσης το έτος 533μ.Χ. εκδόθηκε ένα νομικό εγχειρίδιο που προοριζόταν αρχικά για τους σπουδαστές της νομικής επιστήμης, το οποίο όμως αναγνωρίστηκε και ως νόμος του κράτους. Ήταν χωρισμένο σε τέσσερα βιβλία και ονομαζόταν Εισηγήσεις(Institutiones), δηλαδή διδασκαλίες. Οι Εισηγήσεις περιελάμβαναν το ισχύον μέχρι και τότε δίκαιο σε απλή, αλλά και ακριβή διατύπωση, ήταν γραμμένες στη λατινική γλώσσα και διδάσκονταν στο πρώτοέτος Σπουδών της Νομικής Σχολής.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να αναφερθούν και τα διατάγματα που κυκλοφόρησαν μετά το έτος 534μ.Χ. και ονομάζονταν “Νεαραί“, ή «Νεαρές» ή «νέοι νόμοι» (Novelae), οι οποίοι νόμοι ήταν γενικού περιεχομένου και εκδόθηκαν μετά την προαναφερόμενη κωδικοποίηση. Οι περισσότεροι από τους νέους αυτούς νόμους του Ιουστινιανού (σε αντίθεση με τον Κώδικα, τον Πανδέκτη και τις Εισηγήσεις, που ήταν γραμμένοι στα Λατινικά)γράφτηκαν στην Ελληνικήγλώσσα, η οποία, ως κυρίαρχη γλώσσα στο ανατολικό τμήμα του κράτους, ήταν και η πιο κατανοητή. Τα διατάγματα αυτά ήταν από τα τελευταία εκπονήματα του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού και αναγνωρίζονταιευρέως ως μια πολύ χρήσιμη πηγή για την ιστορία της εποχής αυτής.
Το γεγονός αυτό, δηλαδή της επίσημης χρήσης της Ελληνικής Γλώσσας σε νομικά κείμενα του κράτους, υπήρξε μια σπουδαία πρωτοποριακή παραχώρηση στις επιταγές της πραγματικότητας από έναν αυτοκράτορα που ζούσε ακόμα στο ιστορικό πλαίσιο των θεσμών της ρωμαϊκής παράδοσης και συνεπώς της αναγνώρισης της παγιωμένης χρήσης της λατινικής γλώσσας ως επίσημης κρατικής γλώσσας.
Ως προς το γεγονός αυτό, στα πλαίσια έκδοσης ενός νόμου, ο ίδιος ο Ιουστινιανόςανέφερε: «Δεν γράψαμε το νόμο αυτό στην ντόπια λατινική γλώσσα, αλλά στην ομιλούμενη ελληνική με το σκοπό να γίνει εύκολα κατανοητός από όλους».
Δυστυχώς, επίσημη συλλογή των «Νεαρών» δεν έχει διασωθεί. Η πιο γνωστή ιδιωτική συλλογή είναι η Συλλογή των 168Νεαρών, η οποία περιέχει τις νεαρές του Ιουστινιανού και επτά ακόμα διαδόχων του σε χρονολογική σειρά.
Ε.Η σημασία της Ιουστινιάνειας νομοθεσίας ήταν τεράστια για την πορεία της εξέλιξης του δικαίου, αφού αποτέλεσε τη βάση για όλες τις μετέπειτα αλλαγές τόσοστη βυζαντινή αυτοκρατορία, όσοκαι σε πολλά δυτικά ευρωπαϊκά κράτη που υιοθέτησαν τους νόμους του Ιουστινιανού ως βάση, κυρίως, για τη διαμόρφωση του αστικού δικαίου τους.
Στο πλαίσιο του νομοθετικού του έργου ο Ιουστινιανός αναδιοργάνωσεεπιτυχώς και τις νομικές σπουδές, που από την εποχή αυτή και ακολούθως διαρκούσαν πέντεέτη, ενώ κατέστησε κέντρα σπουδής της νομικής επιστήμης την Κωνσταντινούπολη, τη Ρώμη και τη Βηρυτό. Αντικατέστησε, επίσης, τα βιβλία που διδάσκονταν με σύγχρονα συγγράμματα που αφορούσαν τη νομοθεσία που ο ίδιος συνέταξε.
Παρά το γεγονός ότι ο Ιουστινιανός ήθελε να συγκεντρώσει όλους τους νέους νόμους σε ένα ενιαίο έργο, η επιθυμία του δεν πραγματοποιήθηκε, αν και εκπονήθηκαν ορισμένες ιδιωτικές συλλογές τους. Οι Νεαραί θεωρούνται ως η τελευταία εκδήλωση του νομοθετικού έργου του Ιουστινιανού και χρησιμεύουν ακόμα και σήμερα, όπως επισημάνθηκε, ως μια από τις κύριες πληροφοριακές πηγές για την ιστορία αυτής της εποχής, αλλά και της εξέλιξης του δικαίου και της νομικής επιστήμης γενικότερα.
Ο Ιουστινιανός, όπως προαναφέρθηκε, σκόπευε να δημιουργήσει μια ενιαίασυλλογή, με τον Κώδικα, τον Πανδέκτη, τις Εισηγήσεις και τις Νεαρές, κάτι το οποίο δυστυχώς, δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί στη διάρκεια της βασιλείας του. Πολύ αργότερα, στο Μεσαίωνα (αρχές του 12ουαιώνα), ξαναζωντάνεψε στην Ευρώπη η μελέτη του Ρωμαϊκού Δικαίου, και το συνολικό νομοθετικό έργο του Ιουστινιανού έγινε ευρέως γνωστό ως Corpus juris civilis. Με αυτόν τον τρόπο, ουσιαστικά, πέρασε και στη σύγχρονη ιστορία το νομοθετικό έργο του, δεδομένου του ότι πολλές χώρες το υιοθέτησαν και αποτέλεσε τη βάση για τη νομοθεσία όλων σχεδόν των πολιτισμένων κρατών.
********************************************************************************
ΝΑΤΑΣΑ ΚΟΝΤΟΛΕΤΑ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑ – ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΡΙΑ ΕΝΗΛΙΚΩΝ – E–LEARNINGMENTOR– ΝΟΜΙΚΗ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΚΕΝΤΡΩΝ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ