Ο συντηρητισμός διαβρώνει διδασκαλία και εκπαιδευτικό

Του Νίκου Τσούλια

    Είναι κοινό σημείο όλων των σχετικών αναλύσεων ότι η σημερινή πολιτική συγκυρία με τους πολιτικούς και τους ιδεολογικούς συσχετισμούς τόσο στη χώρα μας όσο και στη διεθνή σκηνή είναι άκρως αρνητική και σαφώς αντιτιθέμενη στους στόχους του εκπαιδευτικού κινήματος αλλά και στο περιεχόμενο της (μέχρι το τέλος της βιομηχανικής εποχής) γνωστής κουλτούρας της εκπαίδευσης στα κράτη της Ευρώπης, που είχε και ένα σαφές κοινωνικό και μορφωτικό περιεχόμενο.

    Η παγκοσμιοποίηση μετασχηματίζει τις παραδοσιακές εθνικές εκπαιδευτικές πολιτικές και σχεδόν όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκονται πίσω από το άρμα του άκρατου νεοφιλελευθερισμού και της καθολικής εμπορευματοποίησης των αγαθών και των υπηρεσιών σε κάθε έκφραση της κοινωνίας. Εμφανίζεται ένα «πνεύμα απαιδευσίας στην εκπαίδευση του ύστερου καπιταλισμού» (Κ. Σταμάτης, Η αβέβαιη «κοινωνία της γνώσης») σε μια εποχή όπου φαινομενικά προβάλλεται η βασική ιδέα περί «κοινωνιών της γνώσης και της μάθησης», ενώ κατ’ ουσία έχουμε την επικράτηση της ανούσιας και εν πολλοίς χειραγωγικής υπερπληροφόρησης κυρίως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και από την παρακμιακή «εικόνα» της ιδιωτικής τηλεόρασης.

    Σε ένα τέτοιο σκηνικό και με δεδομένο ότι τα προοδευτικά πολιτικά κόμματα δεν μπορούν να διαμορφώσουν ένα σαφές πολιτικό πρόγραμμα με κοινωνική δυναμική και όχι θεωρητικό και ανούσιο, τα κοινωνικά κινήματα βρίσκονται σε αμηχανία. Μπορεί να υιοθετούν έναν αριστερό βερμπαλισμό αλλά στην πράξη δεν μπορούν να συσπειρώσουν τους εργαζόμενους και επιδίδονται σε κάποιες μορφές ακτιβισμού. Στη χώρα μας, η κρίση έχει δημιουργήσει και μια μορφή απονομιμοποίησης του συνδικαλισμού κυρίως εξ αιτίας της αναποτελεσματικότητάς του.

    Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Κάθε συνδικαλιστικό όργανο έχει κλειστεί στο καβούκι του και ασχολείται κυρίως με τα κλαδικά ζητήματα και εκεί σε συρρικνωμένη βάση. Έτσι, η δημόσια εκπαίδευση, που αποτελούσε σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης έναν βασικό στόχο, έχει χάσει σε σημαντικό βαθμό την οργανωμένη κοινωνική στήριξη. Σε αυτή τη σύγχυση έχει παίξει ρόλο και το γεγονός ότι ένα αριστερό κόμμα, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., εφαρμόζει μια άκρως νεοφιλελεύθερη πολιτική με μπόλικη αερολογία και δημαγωγία σε ένα κράμα πολιτικής που εμπεριέχει και μια πρωτόγνωρης έκτασης φορολογία σε βάρος των εργαζόμενων.

    Οι επιστημονικές ενώσεις υπό την πίεση της συρρίκνωσης των επιμέρους γνωστικών αντικειμένων κυρίως στο Λύκειο – τόσο από την αποδόμηση του μορφωτικού περιεχόμενού του όσο και από τη μετατροπή του σε φροντιστηριακή δομή σε σημαντικό βαθμό – προσπαθούν να περισώσουν τα δικά τους «χωράφια» χωρίς να διαμορφώνουν και μια γενικότερη αντίληψη και πρόταση για το σχολείο και την εκπαίδευση.

    Αλλά το μεγάλο πρόβλημα είναι στο εκπαιδευτικό κίνημα. Εδώ επικρατεί μια μαγική εικόνα. Μπροστά στην πολλαπλή υπονόμευση της δημόσιας εκπαίδευσης και μάλιστα στον πυρήνα του μορφωτικού περιεχόμενού της και της κοινωνικής αποστολής της, ο οργανωμένος συνδικαλισμός είναι απών. Δεν έχει καμιά πρόταση! Εκφράζει μια γενικόλογη και άκρως επαναστατική φρασεολογία να μην ισχύσει το ένα και το άλλο αλλά δεν προτείνει κυριολεκτικά τίποτα! Και μάλιστα οι παρατάξεις που έχουν και την ευθύνη της πλειοψηφίας στην ΟΛΜΕ και συνολικά όλες οι αριστερές παρατάξεις και η ΔΑΚΕ έχοντας εδραιώσει αυτή τη στάση τους ότι δεν θα διαμορφώσουν θέσεις και προτάσεις για το σχολείο και την εκπαίδευση, ξεκινούν και τελειώνουν τη συζήτηση στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου στο Πρόγραμμα δράσης και ουδόλως ασχολούνται με το πλαίσιο των θέσεων – προφανώς για να μη χάνουν χρόνο, αν και οι συζητήσεις ως προς το πρόγραμμα δράσης είναι πολύωρες…

    Μοναδική εξαίρεση είναι η στάση της ΠΕΚ, η οποία προτείνει αφενός την «αφαίρεση» του λεγόμενου πολιτικού σκεπτικού – αφού δεν μπορεί να προκύψει αντικειμενικά σύνθεση με τους υπάρχοντες συσχετισμούς – και αφετέρου τη διαμόρφωση ενός ελάχιστου πλαισίου θέσεων στις οποίες υπάρχει ευρεία συμφωνία. Το ότι υπήρξε μετά από μεγάλο διάστημα μια απόφαση ουσίας από το Δ.Σ. της ΟΛΜΕ οφειλόταν ακριβώς στην αντίληψη και στην πρόταση της ΠΕΚ. Βέβαια η συνέχεια δεν ήταν θετική και οι εξελίξεις επανήλθαν στην παλιά βαλτωμένη κοίτη της αλαλίας και της συλλογικής απραξίας. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το ζήτημα της αδιοριστίας, αλλά και αυτό προκύπτει από την υπαρξιακή ανάγκη και τη δυναμική των αδιόριστων και των αναπληρωτών εκπαιδευτικών.

    Και τίθενται σαφώς αυτονόητα και βασανιστικά ερωτήματα. Για ποιο λόγο υπάρχει το Δ.Σ. της ΟΛΜΕ αν στην πιο δύσκολη εποχή για το δημόσιο σχολείο και για το εκπαιδευτικό επάγγελμα δεν αρθρώνει λόγο; Τι νόημα έχει που καλεί τους εκπαιδευτικούς σε Συνελεύσεις, όταν προτείνει το απόλυτο τίποτα; Είναι οι Συνελεύσεις χαλαρές κοινωνικές συναντήσεις, για να συζητηθεί τι; Πώς μπορεί να συσπειρωθούν οι εκπαιδευτικοί, όταν ο συλλογικός τους φορέας αφίσταται ακόμα και της καταστατικής ευθύνης του;

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.