Μέλλω |
Μέλω |
ΑΡΧΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ |
|
μέλλω( ενεστώτας) ἔ(ἤ)μελλον(παρατατικός) μελλήσω (μέλλοντας) ἐμέλλησα και σπάνια ἠμέλλησα(αόριστος) |
μέλει (γ πρόσωπο ενικού ενεστώτα) ἔμελε(παρατατικός) μελήσει (μέλλοντας) ἐμέλησε ( αόριστος ) μεμέληκε (παρακείμενος ) ἐμεμελήκει (υπερσυντέλικος ) |
ΣΗΜΑΣΙΑ |
|
Προτίθεμαι, σχεδιάζω, έχω στο νου μου να πράξω κάτι ,χωρίς όμως να το πράξω, αναβάλλω, βραδύνω, διστάζω, λεπτολογώ, σκοπεύω να…. πρόκειται να… είμαι από τη μοίρα μου προορισμένος να πράξω κάτι…. φαίνεται βέβαιο ότι…. πιθανό είναι ότι….. |
Είμαι αντικείμενο φροντίδας ή σκέψης π.χ.πᾶσι ἀνθρώποις μέλω=αποτελώ μέλημα για όλους τους ανθρώπους, όλοι ασχολούνται με μένα |
ΣΥΝΤΑΞΗ |
|
Το ρήμα συντάσσεται με απαρέμφατο που συνήθως παραλείπεται π.χ. ὅ, τι μέλλεται (εννοείται πράττειν) εὐθύς πράττετε (=ό, τι έχετε σκοπό να κάνετε κάνετέ το αμέσως) |
Το ρήμα συναντάται στο γ πρόσωπο και δηλώνει σκέψη/φροντίδα. Το αντικείμενο της φροντίδας/σκέψης τίθεται σε ονομαστική ενώ το πρόσωπο που φροντίζει/σκέφτεται τίθεται σε δοτική π.χ. Μέλει μοι πόλεμος= ο πόλεμος αποτελεί το αντικείμενο των φροντίδων μου.
Άλλες φορές έχουμε απαρέμφατο αντί για ονομαστική πτώση π.χ. μέλει μοι εἰδέναι = φροντίζω να μάθω, ενδιαφέρομαι να μάθω
Το μέλει συχνά είναι απρόσωπο. Ως απρόσωπο συντάσσεται με γενική του πράγματος και με δοτική προσώπου π.χ. Μέλει μοί τινος=μέλημά ἐστί μοι περί τινος= φροντίζω για κάτι, ενδιαφέρομαι για κάτι. |
Αρχαία Ελληνικά | Γραμματική | Συντακτικό |