Του Νίκου Τσούλια
Όταν κόντευα να φτάσω σπίτι, πήρα τη σακούλα με τα βιβλία αγκαλιά· ασυναίσθητα στην αρχή αλλά μετά μετασχημάτισα την ερμηνεία στον εαυτό μου αλλιώς. Έστελνα μήνυμα φιλίας και αγάπης στα βιβλία, ότι είναι τυχερά, ότι έπεσαν σε καλά χέρια.
Η σακούλα ήταν γεμάτη, πέντε βιβλία όλα κι όλα αλλά πολυσέλιδα και σημαντικά βιβλία που υπόσχονταν απόλαυση στο διάβασμα, μελέτη συστηματική αλλά και αποδελτίωση, για να μεταφέρεται το πνεύμα τους και στα γραψίματά μου και επομένως το μήνυμά τους δεν θα ήταν μια και έξω. Βιβλία έγκυρα, επιστημονικά, καλαίσθητα, οι Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης ήταν εγγύηση για μια πολλά υποσχόμενη γνώση – θησαυρό. Είχα πέσει σε πηγή μοναδική, στο μπαζάρ Βιβλίου στην πλατεία Δημαρχείου στην Αθήνα. Έκανα την καθιερωμένη βόλτα μου χωρίς πολλές προσδοκίες, γιατί τα τελευταία χρόνια περισσότερη σαβούρα εκτίθετο εκεί παρά βιβλία που με ενδιέφεραν. Κι όμως στάθηκα τυχερός…
Στο δρόμο σκεπτόμουνα ότι θα μου πει η γυναίκα μου – αν και αυτή βιβλιοφάγος – «πάλι βιβλία, πού θα τα βάλεις;» και θα έχει δίκιο, γιατί είχαμε γεμίσει στα δωμάτια παντού βιβλιοθήκες από την επιβλητική από ξύλο τριανταφυλλιάς στο σαλόνι μέχρι στου γραφείου μου όλους τους τοίχους από πάνω μέχρι κάτω, βιβλιοθήκες στο σπίτι του χωριού, βιβλία στο πίσω μπαλκόνι αλλά και στο αυτοκίνητο σε προσεγμένα κουτιά και τελευταία στο δάπεδο του γραφείου μου σε στήλες με θεματική κατάταξη. Ένα βιβλιόσπιτο, ονειρεμένη εστία…
Όμως είχα σκεφτεί την απάντηση. (Είχαμε συμφωνήσει ότι θα παίρνουμε βιβλία μόνο με δύο δεσμεύσεις ότι πρώτον, θα διαβάζονταν αμέσως και όχι στο αόριστο μέλλον και δεύτερον, ότι θα είχαμε βρει και λύση για το που θα τοποθετηθούν). «Θα τα έχω δίπλα μου στο κομοδίνο μέχρι να αδειάσουν κάποιες θέσεις από βιβλία που θα αποχωρήσουν από το σπίτι μας».
Αλλά ένιωθα ότι είχε αντίρρηση ο εαυτός μου. «Δεν θα έχεις δίπλα στο προσκέφαλό σου την Οδύσσεια, την Ιλιάδα, τον Δον Κιχώτη, το Έγκλημα και Τιμωρία και θα έχεις βιβλία επιστημολογίας;». Ήξερα όμως ότι προσωρινή ήταν η διευθέτηση και ότι στο τελικό ταξίδι μου τα βιβλία αυτά θα ήταν δίπλα μου και για πάντα – το είχα πει με πολλή επιμονή και στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου.
Το πρώτο μεσημέρι που βρέθηκαν στο κομοδίνο δίπλα μου – μαζί με το μυθιστόρημα που πάντα είχε την αποκλειστικότητα του πριν τον ύπνο διαβάσματος και ίσως να στεναχωρήθηκε λιγάκι – η αίσθησή μου και τα συναισθήματά μου είχαν αλλάξει. Αν και δεν διάβαζα ποτέ επιστημονικό βιβλίο στο κρεβάτι παρά μόνο στο γραφείο, ένιωσα ότι δεν θα απέφευγα τον πειρασμό από το να τους ρίχνω καμιά ματιά με διαγώνιο διάβασμα σε σκόρπιες σελίδες.
Και σαν περνούσε ο καιρός όλο και πιο πολύ έμεναν δίπλα μου. Ίσως να ήταν η αδημονία να τα γνωρίσω μια ώρα αρχύτερα. Είχα καιρό να βρω βιβλία που να τα επιθυμούσα τόσο πολύ. Γιατί πρέπει να ομολογήσω ότι τα είχα εντοπίσει μερικά χρόνια πριν αλλά με την οικονομική στενότητα και με την υψηλή τιμή τους παρέμεναν σε εκκρεμότητα και σαν τα είδα στο μπαζάρ με φοβερά χαμηλές τιμές καταχάρηκα για μια επιθυμία μου, που αν και κάπως ξεχασμένη – είναι η αλήθεια -, εκπληρώθηκε τόσο εύκολα.
Φυσικά δεν θα πιστέψετε ότι ο ύπνος μου ήταν διαφορετικός το πρώτο βράδυ ούτε ότι είδα ένα όνειρο με μαγιά από τα φοιτητικά μου χρόνια, ότι δηλαδή πήρα υποτροφία από το ίδρυμα Φουλμπράιτ για να πάω για έρευνα στην Αμερική, αλλά δεν στεναχωρήθηκα σαν συνειδητοποίησα ότι ήταν όνειρο, γιατί η τελική επιλογή μου να γίνω εκπαιδευτικός μου έδωσε με γενναιόδωρο τρόπο πιο όμορφο όνειρο, όνειρο που βίωσα και γεύθηκα με το παραπάνω…
Και έτσι μια αγκαλιά όμορφων βιβλίων με ταξίδεψε στου χρόνου το «πριν» και το «μετά» γεννώντας νεανικές νοσταλγίες και νέες μεστές ονειροπολήσεις. Αλλά αυτό δεν κάνουν πάντα τα καλά βιβλία, να σου αποκαλύπτουν γνωστές και άγνωστες πτυχές του εαυτού σου;