Γλωσικά υποθέματα: Άρον άρον…. όχι …. Αρον τον άρον
Με επιρρηματική σημασία, για κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα, βιαστικά, εσπευσμένα και πολύ αγχωτικά.
< άρον: Προστακτ. Αορίστου του αίρω= ανυψώνω, σηκώνω.
Η φράση ανάγεται στην Καινή Διαθήκη «άρον-άρον, σταύρωσον αυτόν», Ιωάνν. 19, 15, όπου καταγράφεται η προτροπή του όχλου προς τον Πιλάτο να οδηγήσει τον Χριστό στη σταύρωση.