Οι επιπτώσεις του νόμου Κατρούγκαλου στους εκπαιδευτικούς είναι δραματικές οδηγώντας τους να παραμένουν στην υπηρεσία μέχρι τα 67 χρόνια με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Οι πρωτοφανείς μειώσεις στη σύνταξη που φτάνουν μέχρι το 40% των εν ενεργεία αποδοχών τούς έχουν οδηγήσει τους εκπαιδευτικούς να παραμένουν στην υπηρεσία μέχρι τα 67 έτη. Μάλιστα κατά 330 ευρώ είναι η μείωση που επέρχεται στις κύριες συντάξεις στα 35 χρόνια υπηρεσίας των εκπαιδευτικών.
Οπως προκύπτει από μελέτη που έγινε από τη Δημοκρατική Συνεργασία Εκπαιδευτικών ΠΕ, οι δραματικές επιπτώσεις του νόμου Κατρούγκαλου στους εκπαιδευτικούς φαίνονται από τον αριθμό των συνταξιοδοτήσεων. Ενώ από το 2011 ώς το 2015 ο μέσος όρος αποχωρήσεων στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση (ΠΕ) ήταν 1.400 εκπαιδευτικοί, από το 2016 και μετά είναι μόλις 300!
Δεν βγαίνουν
Οπως τονίζει ο αντιπρόεδρος της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας (ΔΟΕ) Σταύρος Πετράκης, οι επιπτώσεις του νόμου Κατρούγκαλου στην εκπαίδευση και στους εκπαιδευτικούς είναι δραματικές οδηγώντας τους να παραμένουν στην υπηρεσία μέχρι τα 67 χρόνια με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας αλλά και για τους ίδιους. Δεν βγαίνουν νωρίτερα στη σύνταξη γιατί δεν μπορούν να ζήσουν με μειωμένες κατά 40% αποδοχές. Γι’ αυτό και παρατείνουν τον χρόνο παραμονής τους, για να μπορούν να παίρνουν τον μισθό τους, αναφέρει ο Σταύρος Πετράκης, σημειώνοντας: «Αυτό που έκανε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τα όρια ηλικίας είναι πρωτοφανές. Αύξησε τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των εκπαιδευτικών μέχρι 12 χρόνια. Γι’ αυτό και για μας ο νόμος αυτός δεν επιδέχεται καμιά βελτίωση και πρέπει να καταργηθεί».
Σύμφωνα με την ίδια μελέτη:
– Ο νόμος Κατρούγκαλου για τις συντάξεις που ψήφισε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (Ν. 4387/2016), ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται από τις 13/5/2016, ολοκληρώνεται – για όσους βγαίνουν στη σύνταξη από 1/1/2019 – με μειώσεις που φτάνουν μέχρι κα το 40% των συντάξιμων αποδοχών. Καμία προσωπική διαφορά πλέον, καμία προστασία!
– Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ψήφισε πρώτα τον Αύγουστο του 2015 (Ν. 4336, τρίτο Μνημόνιο) την αύξηση των ορίων ηλικίας για όλους στα 67 χωρίς καμία εξαίρεση. Υπενθυμίζουμε ότι οι εκπαιδευτικοί μέχρι την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (Αύγουστος του 2015) είχαν ειδικές διατάξεις (Ν. 3075/02) που ψηφίστηκαν το 2002, ύστερα από κινητοποιήσεις χρόνων, οι οποίες προέβλεπαν ως όρια ηλικίας τα 55 και τα 60, ανάλογα με το έτος πρόσληψης. Αυτή την ειδική ρύθμιση κατάργησε με το τρίτο Μνημόνιο η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και αύξησε τα όρια ηλικίας των εκπαιδευτικών για συνταξιοδότηση μέχρι 12 έτη! Στις δε μητέρες με ανήλικο (που μπορούσαν να αποχωρήσουν στα 50) αύξησαν τα όρια ηλικίας μέχρι και 17 έτη!
– Μετά την πρωτοφανή αύξηση των ορίων ηλικίας, ο νόμος Κατρούγκαλου ήρθε να ολοκληρώσει πλήρως την κατεδάφιση του ασφαλιστικού συστήματος. Ο νόμος αυτός μειώνει τις κύριες συντάξεις μέχρι και 40%, τις συντάξεις χηρείας μέχρι 60%, τις επικουρικές συντάξεις κατά 50% και το εφάπαξ κατά 20%.
– Οι πρωτοφανείς μειώσεις γίνονται αφενός μεν με τα εξευτελιστικά ποσοστά αναπλήρωσης που δίνει, αφετέρου δε με τον υπολογισμό της σύνταξης στο σύνολο των αποδοχών του εργασιακού βίου (από το 2002 και μετά) και όχι την τελευταία πενταετία, όπως ίσχυε.
– Ο νόμος Κατρούγκαλου είναι κατά πολύ χειρότερος των προηγούμενων μνημονιακών νόμων (Ν. 3863 και 3865/10), αφού με εκείνους τους νόμους το ποσοστό αναπλήρωσης ήταν 45,85% στα 35 χρόνια και 60% στα 40 χρόνια υπηρεσίας. Επίσης, οι νόμοι εκείνοι υπολόγιζαν τις συντάξεις με τον νέο τρόπο για τα χρόνια ασφάλισης που θα είχε ο ασφαλισμένος μετά το 2013. Για τα χρόνια που είχε ώς το 2013 η σύνταξή του υπολογιζόταν ώς το 2007 στο 80% του τελευταίου μισθού και από το 2007 ώς το 2013 στο 70% της καλύτερης πενταετίας.
Αδικο σύστημα
Επισημαίνεται ότι τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του ο νόμος Κατρούγκαλου (εκτός από τις δραματικές περικοπές) έχει μετατρέψει το Ασφαλιστικό σε ένα άδικο και μη ανταποδοτικό σύστημα με συντελεστές αναπλήρωσης που δεν ανταποδίδουν δίκαια τις καταβαλλόμενες εισφορές, λειτουργώντας περισσότερο ως προνοιακό σύστημα και λιγότερο ως ασφαλιστικό. Επί της ουσίας το ποσό της σύνταξης μειώνεται αναλογικά όσο αυξάνονται τα έτη ασφάλισης και οι εισφορές.