Του Νίκου Τσούλια
Δεν με ενδιαφέρει αν έχω κάτι να γράψω… Τουλάχιστον δυο φορές την ημέρα θα καθίσω μπροστά από το λάπτοπ και θα αρχίσω να πληκτρολογώ. Και για ποιο πράγμα θα γράψω; Είναι απλό. Πάντα υπάρχουν στη σκέψη σου ιδέες και ιδέες. Μια αρκεί να πιάσεις και να αρχίσεις να την ξετυλίγεις σαν βεντάλια και μετά απλώνεται ο στοχασμός σαν φωτιά στην καλαμιά.
Και άμα θες να ξεκινήσεις και από κάτι που δεν είναι στη σκέψη σου εκείνη τη στιγμή, καταφεύγεις στον ψηφιακό φάκελο «για γράψιμο» – που έχει μαζέψει ιδέες και ιδέες – και βρίσκεις λέξεις και έννοιες, αφορμές και αφετηρίες για να ξεκινήσεις. Και είναι ιδέες που τις σημειώνεις κατά καιρούς και που ζητούν να εξαπλωθούν με την άυλη γραφή και να ταξιδέψουν ως κάποια συγκεκριμένη μορφή κειμένου προς την πληροφοριόσφαιρα και όπου φτάσουν…
Γράφοντας χρόνια και χρόνια δεν ασκείται απλά και μόνο η δεξιότητα της γραφής αλλά και γεννιέται η έντονη επιθυμία για γραφή. Μπορεί η καταγραφή των ιδεών και των σκέψεων που θα ακολουθήσει αυτή την επιθυμία να μην είναι πάντα ικανοποιητική και το αντιλαμβάνεσαι… Αλλά δεν μπορείς να μην γράφεις. Δεν μπορείς να τρέχουν σκέψεις επί σκέψεων σε κάθε στιγμή στο μυαλό σου και να μην τις απελευθερώνεις. Και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι όσο τις απελευθερώνεις, τόσο πιο πολλές γεννιούνται! Φαύλος κύκλος; Καθόλου, ίσα – ίσα είναι ένας όμορφος κύκλος, ένα γοητευτικό παιχνίδι, μια άσκηση ζωής.
Όταν οι σκέψεις ξέρουν και νιώθουν ότι εξωτερικεύονται, τότε παίρνουν άλλη μορφή, μετασχηματίζονται, αλληλοστηρίζονται και επιχειρούν να διαμορφώσουν μια αντίληψη σταθερή και πειστική, καλλωπίζονται για να βγουν σεργιάνι, εμφανίζονται «σαν έτοιμες από καιρό» να αντιμετωπίσουν κριτική και αμφισβήτηση, επιδοκιμασία και αποδοκιμασία, ζητούν να διασταυρωθούν, να συγκρουστούν ή να γονιμοποιηθούν με άλλες σκέψεις. Έχουν αυτονομηθεί από τον όποιο γεννήτορά τους, τώρα είναι αυτόνομες και χειραφετημένες. Και το πιο σημαντικό, κουβεντιάζεις τώρα καλύτερα μαζί τους, ίσως γιατί τις έχεις απέναντί σου ή γιατί έχουν αποκτήσει μια σχετική αυτονομία και διευκολύνουν το διάλογο μαζί τους. Δεν σκεπτόμαστε διαφορετικά αν την ίδια αρχική σκέψη τη γράψουμε ή απλώς την έχουμε στο νου μας;
Άλλωστε δεν πολυξέρεις κατά πόσο οι σκέψεις σου είναι πράγματι δικές σου εξ αρχής. Χιλιάδες επί χιλιάδων επιστρώσεις σελίδων διαβάσματος και απέραντων κοιτασμάτων αφηγήσεων σ’ όλη τη ζωή σου, τι να πρωτοξέρεις τι είναι – και αν είναι… – αυθεντικό δικό σου και τι όχι. Αλλά είτε η βεβαιότητα και η αίσθηση είτε η φαντασίωση και η ψευδαίσθηση σου δίνουν την εικόνα του δικού «σώματος» σκέψεων και ιδεών καμαρώνεις αν θα δεις να ξαναγυρνάνε κάποιες απ’ αυτές σαν «quotes» ή σαν βιβλιογραφική αναφορά σε ξένες ιστοσελίδες ή σαν δοκίμια σε βιβλία εκθέσεων και τότε νιώθεις μια γλυκιά νοσταλγία και μια πρωτόγνωρη εμπειρία και καμαρώνεις που είχαν «καλή τύχη». Αλλά και αυτό να μην συμβεί διαισθάνεσαι ότι όλο και κάποιες θα έχουν συναντηθεί με άλλες σκέψεις σχετικού περιεχομένου και το όλο σκηνικό θα είναι σα να έχουν γνωριστεί δύο άνθρωποι χωρίς να το έχουν ποτέ συνειδητοποιήσει.
Κατά σμήνη πάνε και έρχονται τα σμάρια των συνεκτικών σκέψεων μιας συγκροτημένης θεώρησης και τα περισσότερα πολλαπλασιάζονται μόλις φτάσουν σε έναν άνθρωπο και μετά θέλουν να ελευθερωθούν να κάνουν άλλη αποικία σε άλλον άνθρωπο και να συνεχίζουν το ατέλειωτο ταξίδι τους και ενώ οι άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν, τα σμήνη των σκέψεών μας συνεχίζουν το ταξίδι της αιωνιότητάς τους γράφοντας την ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος. Και ποιος δεν θέλει να μεταναστεύει η έστω μετασχηματισμένη σκέψη του προς τη χώρα της διαρκούς δημιουργικότητας, εκεί που υπάρχει αθανασία;
Όλα τα όμορφα πράγματα στη ζωή συνδέονται με ένα πάθος ή, διαφορετικά, τίποτα δεν μπορεί να είναι όμορφο αν δεν είναι πάθος. Και το γράψιμο είναι πάθος, είναι ηδονή, είναι γεύση αυτογνωσίας, είναι τρόπος ζωής, είναι μια συνεχής μετακένωση ιδεών και απόψεων που όσο τελείται τόσο πολλαπλασιάζει την πνευματικότητά σου. Τι πιο προκλητικό, τι πιο γοητευτικό;
«Για εμένα το γράψιμο είναι ένας τρόπος να αφανίζω τον χρόνο ως μέτρο της ζωής μου! Για εμένα λοιπόν δεν είναι δεδομένο ότι θα μπορώ πάντα να κάθομαι μπροστά στο κομπιούτερ μου και να γράφω πράγματα που αισθάνομαι οικεία και αληθινά. Αυτό δεν το θεωρώ δεδομένο. Αν η πίεση που νιώθω μέσα μου τελειώσει μια μέρα και έχω πει όσα είχα να πω; Τότε τι θα κάνω; Πιστεύω ότι αυτός ο φόβος υπάρχει σε πολλούς συγγραφείς. Είναι κάτι που με κυριεύει κάθε φορά που κάθομαι στο κομπιούτερ. Αυτή είναι μια μόνιμη παρουσία στο δωμάτιό μου».
Καλέντ Χοσεϊνί, ΤΟ ΕΘΝΟΣ, 9.3.2014