Η κουλτούρα του σχολείου
Το πιο κοινότοπο εκ των συνθημάτων που έχει σφραγίσει σήμερα η εικόνα της διαπολιτισμικής αγωγής είναι το σύνθημα «σεβασμός στη διαφορετικότητα» (Τσιάκαλος). Το σίγουρο είναι ότι για την προώθηση της διαπολιτισμικής παιδαγωγικής χρειάζεται η εξάλειψη των ρατσιστικών τάσεων και διαθέσεων που συνθέτουν τη σχολική κουλτούρα. Σε αυτό παίζουν ρόλο οι στερεοτυπικές αντιλήψεις (Γκόβαρης, 2010). Ένα σχολείο διαπολιτισμικής παιδαγωγικής χαρακτηρίζεται από ευελιξία, τάση για ρεαλιστικές γενικεύσεις, μετάβαση από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, διατήρηση της συνθετότητας, έλλειψη δογματισμού καθώς και ανεκτικότητα σε σωρεία διαφορετικών ερμηνειών και λύσεων. Για να εφαρμόσουν οι μαθητές τις διαπολιτισμικές αξίες, χρειάζεται η ενεργός συμβολή πρωτίστως των γονέων αλλά και των εκπαιδευτικών που έχουν την ικανότητα να μεταλαμπαδεύσουν στα παιδιά τις σταθερές αξίες της παγκόσμιας ειρήνης, δηλαδή διαπολιτισμικές αρχές όπως ελευθερία, ισότητα, δημοκρατία, αλληλεγγύη (Μάρκου, 2016).
Όσον αφορά στην μεταρρύθμιση των πλευρών του σχολείου ώστε να ακολουθήσει τη διαπολιτισμική αγωγή και εκπαίδευση, χρειάζεται να πούμε ότι χρειάζεται μεταρρύθμιση στην οργάνωση των σχολικών μονάδων σχετικά με την υποδοχή των μαθητών οι οποίοι διαφοροποιούνται στην εθνικότητα, τη θρησκεία, τη γλώσσα και την εθνότητα (Banks). Επίσης χρειάζεται μεταρρύθμιση στα αναλυτικά προγράμματα και τα σχολικά εγχειρίδια ώστε να αυτά να ανταποκρίνονται στην κάλυψη των αναγκών όλων των μαθητών της τάξης και να προσαρμόζονται ανάλογα στις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των μαθητών. Επιπλέον, χρειάζονται ρυθμίσεις όσον αφορά στη διδασκαλία άλλων γλωσσών στο σχολείο, εκτός από την Ελληνική (Banks). Η κουλτούρα διαμορφώνεται μέσα από τη σύνθεση συμπεριφορών, στάσεων και αντιλήψεων και ουσιαστικά αποτελεί τη μάθηση πέρα από τη διδασκαλία (σύμβολα, πρωινή προσευχή, παρέλαση, εκκλησιασμός). (Banks).
Όπως επισημάνθηκε παραπάνω, μείζονα ρόλο και εξέχουσας σημασίας θέση στην υιοθέτηση διαπολιτισμικών αρχών και αξιών από τους μαθητές, έχουν οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί (Μάρκου, 2016). Εφόσον όμως γίνεται λόγος για σχολική κουλτούρα, κρίνεται απαραίτητο να εστιάσουμε στη στάση των εκπαιδευτικών αλλά και όλων των εμπλεκομένων στην εκπαιδευτική διαδικασία ατόμων ώστε να αφομοιωθούν οι αρχές που διέπουν τη συμπεριφορά του καθενός όταν γίνεται λόγος για σχολική κουλτούρα. Οι εκπαιδευτικοί καλούνται να ανταπεξέλθουν στην κάλυψη των αναγκών όλων των μαθητών με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο. Χρειάζονται ειδική επιμόρφωση μέσα από σεμινάρια σε ζητήματα χειρισμού διαφόρων θεμάτων και προβλημάτων που προκύπτουν στην καθημερινή διδακτική πράξη και σχολική ζωή (Νικολάου, 2014). Έτσι, θα είναι σε θέση να διδάσκουν σε ένα ενιαίο αρμονικό όλον, αποτελούμενο από ομάδες εργασίας προωθώντας την καλλιέργεια κοινωνικών δεξιοτήτων και υγιούς κοινωνικής αλληλεπίδρασης μέσα από τη συνεργασία και το διάλογο. Έτσι η διδασκαλία θα αποκτήσει ομαδική ταυτότητα και πνεύμα συλλογικότητας ώστε η σχολική τάξη να μην απαρτίζεται από ατομικά εγώ, αλλά από ένα ισορροπημένο όλον μέσα από τη συνεργατική μάθηση, την συμμετοχή όλων σε δραστηριότητες και την παροχή ίσων ευκαιριών προς όλους (Γκόβαρης, 2010). Συνεπώς, η ελεύθερη έκφραση των απόψεων και προσωπικών εκτιμήσεων των μαθητών, η εξάλειψη της κοινωνικής απομόνωσης και περιθωριοποίησης μέσα από τη συνεργατική μάθηση, η παροχή ίσων ευκαιριών στη διδακτική πράξη και εκπαίδευση εν γένει, η δημοκρατική ατμόσφαιρα του σχολείου, η καλλιέργεια της ενσυναίσθησης και της αλληλεγγύης μέσα από το «εμείς» διαμορφώνουν τη σχολική κουλτούρα η οποία προωθεί τις διαπολιτισμικές αρχές και αξίες. Πρόκειται για αρχές μιας συγκεκριμένης Παιδαγωγικής η οποία αξιοποιεί διαφορετικά πολιτισμικά στοιχεία ώστε να καλύπτονται όλες οι ανάγκες των μαθητών είτε με ίδια είτε με ιδιαίτερα εθνοπολιτισμικά χαρακτηριστικά (Γκότοβος). Κάποιες φορές γίνεται λόγος για διαπολιτισμική εκπαίδευση που αναφέρεται κυρίως στα αναλυτικά προγράμματα τα οποία αποσκοπούν να προσαρμόζονται στις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες όλων των μαθητών (Ευαγγέλου). Δεν αρκεί μόνο η ευελιξία τους, αλλά χρειάζονται στρατηγικές μάθησης και κατευθυντήριες γραμμές διαπολιτισμικών αρχών προς επίτευξη διδακτικών στόχων αλλά και γενικότερα μιας υγιούς σχολικής κουλτούρας η οποία χαρακτηρίζεται από τις διαπολιτισμικές αρχές και αξίες. Με την υιοθέτηση αυτών ή μη, σαφώς υπάρχει μια ολοκληρωμένη εικόνα και μια εμπεριστατωμένη αντίληψη για την ποιοτική αναβάθμιση των όρων της εκπαίδευσης μέσα από τη σχολική κουλτούρα (Νικολάου, 2014).
Πολιτισμική ταυτότητα/ ετερότητα και εθνικός ρατσισμός
Η διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας απορρέει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που εμφανίζει ο πολιτισμός μιας ομάδας ή ενός λαού, η αφομοίωση των οποίων συνθέτει την πολιτισμική τους ταυτότητα. Η ίδια είναι εκείνη η οποία κατηγοριοποιεί αλλά και διακρίνει την κάθε ομάδα ή τον κάθε λαό από τους άλλους. Στον όρο πολιτισμική ταυτότητα συναντώνται κριτήρια τα οποία καθορίζουν την έννοια αυτή και αυτά είναι η εθνικότητα, η γλώσσα, η θρησκεία, η κουλτούρα αλλά και οι δεσμοί με έναν τόπο (Ευαγγέλου). Έτσι, το άτομο καθώς μεγαλώνει και μέσα από τη βιολογική του κληρονομιά, δρα και εξελίσσεται αφομοιώνοντας τα πολιτισμικά στοιχεία διαμορφώνοντας τη νοοτροπία και τη ν κουλτούρα του λαού στον οποίο ανήκει. Παράλληλα με αυτό, η διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας ενός ατόμου δέχεται επιρροές από την κοινωνικοποίηση στο πλαίσιο της πολιτισμικής ομάδας στην οποία εντάσσεται (Γκόβαρης, 2010).
Πέρα από την ταυτότητα, το κράτος προσδιορίζει και την ετερότητα που σημαίνει το «άλλο», το «διαφορετικό», το «ξένο», εφόσον ο προσδιορισμός του άλλου και διαφορετικού ως «ξένου» είναι άμεσα συνδεδεμένο με τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνικής τάξης των πραγμάτων εφόσον η κοινωνική τάξη και η δομή της αναδεικνύουν το ξένο (Γκότοβος). Η ετερότητα με την οποία ασχολείται η διαπολιτισμική παιδαγωγική, έχει κυρίως να κάνει με συλλογικές ταυτότητες. Ουσιαστικά, είναι η ένταξη των ατομικών υπάρξεων σε κοινωνικές ομάδες και εκεί επικεντρώνει το ενδιαφέρον της η διαπολιτισμική παιδαγωγική (Γκότοβος,). Εδώ φαίνεται και η άρρηκτη σύνδεση ανάμεσα στην ταυτότητα και την ετερότητα, δηλαδή στην ταυτοποίηση και τη διαφοροποίηση και δε μπορεί να υπάρξει η μία έννοια χωρίς την άλλη, καθότι και οι δύο προέρχονται από κοινωνική κατασκευή.
Με τον όρο «ρατσισμός» εννοείται μια πληθώρα αντιλήψεων, στάσεων, συμπεριφορών και θεσμοθετημένων μέτρων που ουσιαστικά υποχρεώνει κάποια άτομα σε υποτελή διαβίωση για τον λόγο ότι ανήκουν σε μια ξεχωριστή ομάδα ανθρώπων (Τσιάκαλος). Ως «αιτία» για τις διακρίσεις χρησιμοποιείται η διαφορετικότητα της ομάδας στην οποία είθισται να προσάπτεται μια υποτιθέμενη κατωτερότητα (Τσιάκαλος). Ο εθνικός ρατσισμός είναι η αίσθηση ανωτερότητας ή υπεροχής ενός λαού σε σύγκριση με οποιονδήποτε άλλο λαό. Με γνώμονα την εθνική καταγωγή, εκφράζεται από άτομα ή από ομάδες ατόμων που δε θεωρούν όλους τους ανθρώπους ίσους με βάση τη διαφορετική εθνικότητα και είθισται να ταυτίζεται με τον εθνικισμό και των σοβινισμό. Μια από τις βασικότερες αιτίες είναι ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος αφομοίωσης των μικρών λαών από ισχυρά κράτη, ενδυναμώνεται ακόμη περισσότερο το αίσθημα της αυτοσυντήρησης με αποτέλεσμα να τους συσπειρώνει γύρω από τα εθνικά τους χαρακτηριστικά με απώτερο στόχο τη διασφάλιση της ταυτότητάς τους. Μπορεί αν είναι θρησκευτικός, κοινωνικός ή φυλετικός ρατσισμός. Ο εθνικός ρατσισμός θεωρείται μια νέα μορφή ρατσισμού όταν ξεκίνησαν να δημιουργούνται τα σύγχρονα κράτη. Αντλείται από τον εθνικισμό και τον ναζισμό (Γεβργογιάννης, 2012).
Ο εθνικός ρατσισμός απορρέει από μια πληθώρα εθνικών προκαταλήψεων που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου με έλλειψη παιδείας. Ο άνθρωπος που δεν έχει παιδεία, υιοθετεί στερεοτυπικές πεποιθήσεις που θεωρεί πως είναι ανώτερος από τους άλλους λαούς αποκτώντας πολλές φορές μια εξιδανικευμένη εικόνα του έθνους του. Η διαμόρφωση εθνικιστικών αντιλήψεων προάγει την έλλειψη γνώσης και παιδείας και την ανάγει σε εθνικό ρατσισμό, στην προσπάθεια κάποιων ατόμων να αποδείξουν ότι έχουν υψηλές καταβολές (Τσιάκαλος). Η κοινωνική συνείδηση, ο εποικοδομητικός διάλογος και η σύναψη υγιών διαπροσωπικών σχέσεων είναι η βάση πάνω στην οποία δύναται να θεμελιωθεί η ισότητα και όσες διαπολιτισμικές αρχές τη διέπουν (Νικολάου, 2014). Εκ των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η συνειδητοποίηση της ισότητας όλων των ανθρώπων και των λαών, ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή, έρχεται μέσα από την αλλαγή και την εκ νέου διαμόρφωση στάσεων και αντιλήψεων αλλά και τη βίωση των αρχών της διαπολιτισμικής αγωγής και παιδείας, όπως είναι η ελευθερία, η δημοκρατία και η δικαιοσύνη που αποτελούν τις θεμελιώδεις συνισταμένες της παγκόσμιας ειρήνης (Γεωργογιάννης, 2012).
Σκοποί και περιεχόμενο πολυπολιτισμικής και διαπολιτισμικής εκπαίδευσης
Στη σύγχρονη εκπαιδευτική και κοινωνική πραγματικότητα, οι όροι διαπολιτισμικότητα και πολυπολιτισμικότητα συναντώνται ουκ ολίγες φορές. Μελετώντας την εννοιολογική αποσαφήνιση των όρων, παρατηρείται ότι ναι μεν έχουν διαφορετικό κοινωνικοπολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενο (Ευαγγέλου) είθισται να χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ποικίλες ερμηνείες ώστε η αντίληψη για αυτούς τους όρους να είναι συγκεχυμένη. Σίγουρα είναι άρρηκτα συνυφασμένες μεταξύ τους γιατί έχουν ως συνθετικό τους τον πολιτισμό.
Η πολυπολιτισμική εκπαίδευση νοείται ως μια στρατηγική η οποία αφορά όλους τους μαθητές και αναδεικνύει την ισότητα μεταξύ τους (Banks). Οι διαστάσεις της πολυπολιτισμικής εκπαίδευσης είναι η ενσωμάτωση του περιεχομένου, η παραγωγή της γνώσης, η μείωση των στερεοτυπικών αντιλήψεων, η ισότητα του μαθητή απέναντι στους άλλους μαθητές και η πολιτισμική κουλτούρα (Banks). Το εννοιολογικό περιεχόμενο της πολυπολιτισμικής εκπαίδευσης είναι ότι ύστερα από την κατανόηση και την ενσυναίσθηση, ακολουθεί ο προσήκων σεβασμός προς τη διαφορετικότητα (Banks).
Ο κύριος σκοπός της πολυπολιτισμικής εκπαίδευσης είναι να προωθήσει τους μαθητές και σπουδαστές να αποκτήσουν πιο μεγάλη αυτογνωσία, βλέποντας της καταστάσεις μέσα από το πρίσμα των άλλων πολιτισμών. Επιπλέον, σκοπός είναι η δυνατότητα των μαθητών για πολιτισμικές και εθνικές επιλογές (Banks). Ουσιαστικά, αποσκοπεί στην καλλιέργεια δεξιοτήτων και τη διαμόρφωση στάσεων των μαθητών για να δραστηριοποιηθούν στον εθνικό πολιτισμό τους (Banks). Με την πολυπολιτισμική εκπαίδευση μετριάζονται οι διακρίσεις ανάμεσα σε εθνικές και φυλετικές ομάδες (Banks).
Η διαπολιτισμική εκπαίδευση αποτελεί μια πρακτική η οποία εφαρμόζεται στα σχολεία και αφορά στον σεβασμό και την αξιοποίηση των γλωσσικών και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων που συναντώνται μέσα στην τάξη. Προωθεί την αλληλεπίδραση των μαθητών με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο (Ευαγγέλου). Το περιεχόμενο της είναι η ίση αντιμετώπιση όλων των μαθητών, η παροχή ίδιων ευκαιριών, η αποδοχή και η κοινωνική αναγνώριση. Βασικά ορόσημα της διαπολιτισμικής αγωγής είναι η ισοτιμία των πολιτισμών και οι ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση. Έτσι αναπτύσσεται η διαπολιτισμική συνείδηση και η ανάπτυξη της ικανότητας για διαπολιτισμική επικοινωνία, που αποτελούν τους βασικούς της στόχους (Ευαγγέλου). Ουσιαστικά αποτελεί παιδαγωγική παρέμβαση στην πολυπολιτισμικότητα (Ευαγγέλου).
Τα σημεία απόκλισης της διαπολιτισμικότητας και πολυπολιτισμικότητας είναι ότι η πολυπολιτισμικότητα είναι μια πραγματικότητα, ενώ η διαπολιτισμικότητα είναι ουτοπία. Το πρώτο είναι το δεδομένο, το δεύτερο είναι το επιθυμητό. Η πολυπολιτισμικότητα είναι ένα σύνηθες φαινόμενο στην σύγχρονη εκπαιδευτική πραγματικότητα, ενώ η διαπολιτισμικότητα δεν έχει ακόμη επιτευχθεί εφόσον η σχολική κουλτούρα περισσότερο τείνει προς τον εθνοκεντρισμό και ακόμη διανύεται το μοντέλο της αφομοίωσης χωρίς να εφαρμόζονται οι διαπολιτισμικές αρχές και αξίες (Μάρκου, 2016).
Τα σημεία σύγκλισης της πολυπολιτισμικότητας και διαπολιτισμικότητας είναι η αποδοχή και ο σεβασμός προς τη διαφορετικότητα, η κατανόηση και ενσυναίσθηση, η ισότητα των πολιτισμών μεταξύ τους, οι ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση, η αδερφοσύνη και η αλληλεγγύη ανάμεσα σε άτομα διαφορετικής πολιτισμικής προέλευσης, η διαδικασία διεξαγωγής της διδασκαλίας μέσα σε δημοκρατικά πλαίσια ελευθερίας και πνεύμα αυτοδιάθεσης (Ευαγγέλου).
Η πολυπολιτισμικότητα επιτάσσει τη διαπολιτισμικότητα, όμως οι εκάστοτε συνθήκες δεν ευνοούν ένα τέτοιο εγχείρημα. Ωστόσο, ο ρόλος όλων των εμπλεκομένων στην εκπαιδευτική διαδικασία δεν είναι ήσσονος σημασίας αφού ο τρόπος διδασκαλίας και εφαρμογής των αναλυτικών προγραμμάτων που προσαρμόζονται στις ανάγκες όλων των μαθητών, είναι καθοριστικής σημασίας για την μύηση των μαθητών στη σπουδαιότητα της διαπολιτισμικής αγωγής και εκπαίδευσης. Χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια από τον κρατικό μηχανισμό, ειδικά επιμορφωτικά σεμινάρια εκπαιδευτικών και μαθητών για την αποδοχή του διαφορετικού, ώστε να αναχθεί η κοινωνία σε έναν πραγματικό αρωγό που θα συνδράμει στην υιοθέτηση βασικών αρχών της δικαιοσύνης όπως αποδοχή και κοινωνική αναγνώριση. Έτσι εξαλείφονται οι ρατσιστικές τάσεις και διαθέσεις, στερεότυπα και προκαταλήψεις που ακόμη και στις μέρες μας βρίθουν απαιδευσίας, έλλειψης παιδείας και ημιμάθειας, εθνοκεντρικών παρωπίδων και μισαλλοδοξίας.
Χρειάζεται ένα «σχολείο για όλους» πάνω και πέρα από φανατισμούς και ρατσισμό ώστε να γίνει το σχολείο και κατά επέκταση η κοινωνία μας πιο ανθρώπινη και αξιοπρεπής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γεωργογιάννη, Π. (2012). Θέματα διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Κοινωνικοψυχολογικές προσεγγίσεις στην εκπαίδευση. Αθήνα: Gutenberg
- Γκόβαρη, Χ. (2010). Εισαγωγή στη διαπολιτισμική εκπαίδευση. Αθήνα: Διάδραση
- Μάρκου, Γ. (2016). Διαπολιτισμική διάσταση στην εκπαίδευση. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη
- Νικολάου, Ξ. (2014). Πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα στη μάθηση. Αθήνα: Ατραπός