Του Νίκου Τσούλια
Πρόκειται για την πιο περίεργη σχέση. Συγγραφέας και αναγνώστες δεν γνωρίζονται ως πρόσωπα, παρόλα αυτά μπορεί να γνωρίζονται πολύ καλά, γιατί τους συνδέει μια βαθιά – έστω μονόδρομη – επικοινωνία. Μπορεί να ζουν μακρινούς τόπους ή σε παντελώς αλλότριους καιρούς – πώς να κατανοήσουμε, για παράδειγμα, τις εποχές του ιερού Ομήρου διαβάζοντας Ιλιάδα και Οδύσσεια; – κι όμως υπάρχει ένα ισχυρό νήμα συσχέτισής τους που δύσκολα θα το βρούμε μεταξύ των ανθρώπων της καθημερινότητάς μας.
Μπορεί να αγαπήσεις το συγγραφέα με έναν πολύ ξεχωριστό τρόπο, κάτι που δεν μπορεί να σου προσφέρει κανένα άλλο πεδίο πέραν εκείνου των βιβλίων. Γιατί, πώς μπορεί να εξηγηθεί η λατρεία που έχει ένας βιβλιόφιλος στον Ντοστογιέφσκι ή στον Παπαδιαμάντη; Και αυτό παρά το γεγονός ότι διαβάζεις καμιά φορά το βιογραφικό του συγγραφέα ξαφνιάζεσαι από την απόστασή του από το είδωλο που του έχεις φιλοτεχνήσει και αναλογίζεσαι ότι και δίπλα σου να ήταν δύσκολα θα βρισκόσουνα στον ίδιο κύκλο της παρέας του.
Ο αναγνώστης δεν έχει εξ ορισμού μια καλή σχέση με το συγγραφέα. Αυτή προκύπτει μέσα από το στερέωμα της ανάγνωσης και θα συναρτηθεί από αρκετούς συντελεστές. Θα συγκρουστεί μαζί του ή και θα συμπορευτεί – άλλοτε θα διαφωνεί και άλλοτε θα συμφωνεί. Φαντασιώνεται με αφορμή κάθε παράσταση του συγγραφέα και κάθε ισχυρισμό του, και προσπαθεί να αναπαραστήσει μια εικόνα του συγγραφέα για να κατανοήσει καλύτερα την πνευματικότητά του. Ψυχανεμίζεται με τα διφορούμενα και τις αμφιταλαντεύσεις του συγγραφέα και κάθε φορά είναι σε ένταση για να προ-οικονομεί το «που θα το πάει» ο δημιουργός το όλο σκηνικό. Βλέπει τα σκιρτήματα και την έκσταση που του δημιουργεί το διάβασμα και δεν ξέρει κατά πόσο είναι δικά του ή του συγγραφέα. Εδώ ακριβώς είναι και η ουσία της παράξενης συνάντησης!
Βέβαια ο συγγραφέας γνωρίζει ότι το συναίσθημα και η ψυχή όλων των ανθρώπων έχουν κοινούς τόπους, ότι το πνεύμα τους διατρέχεται από τις ίδιες ανησυχίες και από τις ίδιες υπαρξιακές αγωνίες και επιχειρώντας να αναλύσει το βαθύ πυρήνα της ανθρώπινης φύσης θα συναντήσει κάθε άνθρωπο που θα βγει στο δρόμο της αναζήτησης και της έρευνας. Δημιουργεί έναν κόσμο φαντασμάτων και φαντασιώσεων που τέμνει και υπερβαίνει εποχές και τόπους, κουλτούρες και πολιτισμούς αποσκοπώντας στην έλξη της πρωτόλειας επιθυμίας κάθε ανθρώπου να μιλήσει με άλλον άνθρωπο, να του αφηγηθεί και να ακούσει την αφήγηση του άλλου. «Άνθη του καλού και του κακού» – μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν βιβλία μισαλλοδοξίας και ρατσισμού, φασισμού και σεξισμού… – καλλιεργούνται από τη γραφή, και οι αναγνώστες /μέλισσες έλκονται από μια άγνωστη δύναμη, για να τρυγήσουν, για να συμμετάσχουν στο ιερό χορικό του πνεύματος…
Οι σχέσεις συγγραφέα και αναγνωστών δοκιμάζονται από τη διαπάλη ιδεών, από την πολύχρωμη περιπέτεια των απόψεων για τη ζωή, από τις πολλαπλές στρωματώσεις των αξιακών κοιτασμάτων λαών και εποχών. Επηρεάζονται από το αν τα βιβλία είναι πολυδιαβασμένα ή όχι, αν είναι κλασικά και διαχρονικά ή είναι της εποχής σπορά, γιατί ο αναγνώστης βιώνει και μια αίσθηση παράξενη, αφού στην περίπτωση του κλασικού συγγραφέα πλανώνται σε κάθε διάβασμα του βιβλίου του και οι αναγνώσεις τόσων και τόσων διαφορετικών ανθρώπων. Διαβάζοντας την «Οδύσσεια» νιώθεις τη μακρά οδύσσεια της ίδιας της «Οδύσσειας» στο χρόνο και αναστοχάζεσαι στους σταθμούς και στις περιπέτειές της όχι μόνο στα γραφόμενα αλλά και στα σκηνικά των αλληλοδιάδοχων εποχών. Και όλη αυτή η εν πολλοίς άγνωστη διαδρομή υπεισέρχεται στους τόσο μακρινούς κόσμους συγγραφέα και αναγνωστών θέτοντας στην εστία της συνάντησής των την ανησυχία του ενιαίου και μοναδικού «ανθρώπινου πνεύματος».
Οι ήρωες του συγγραφέα θέτουν σε δοκιμασία τις σχέσεις του με τους αναγνώστες, γιατί στο μυθιστόρημα και στην ποίηση δεν συναντιούνται μόνο δύο άνθρωποι˙ συγγραφέας και αναγνώστης κρύβουν και εκφράζουν πολλαπλά πρόσωπα με ακόμα περισσότερες πολυσημίες και αμφισημίες των λόγων τους και των ονείρων τους, των επιδιώξεών τους και των ενεργημάτων τους. Το διάβασμα είναι μια δοκιμασία πολλαπλών συνευρέσεων, συγγραφέα και αναγνωστών, ηρώων και ιδεών του βιβλίου και ηρώων και ιδεών των αναγνωστών. Κάθε αναγνώστης «στήνει τους δικούς του αργαλειούς» για να υφάνει με αφορμή το υλικό των βιβλίων τις δικές του αφηγήσεις και μυθιστορίες, αφού σε κάθε αράδα του βιβλίου διαμορφώνει τις δικές του παραστάσεις και τα δικά του ξεχωριστά σχήματα κατανόησης του κόσμου˙ αυτή είναι άλλωστε και η βαθιά επιθυμία σε κάθε απόπειρα της ανάγνωσης.
Ίσως το σημείο που προσδιορίζει τον πυρήνα των σχέσεων συγγραφέα αναγνωστών να είναι το αν το διάβασμα αφήνει σημάδια στο συναίσθημα των αναγνωστών, αν ο συγγραφέας άγγιξε τον άρρητο κόσμο του αναγνώστη και του ανάπλασε τον φαινομενικό τρόπο της ζωής του, αν οι εκκρεμότητες και οι προβληματισμοί της ανάγνωσης είναι περισσότερες από τις βεβαιότητες και τις απαντήσεις, αν το πρώτο διάβασμα έχει καλλιεργήσει μια βαθιά επιθυμία, μια ανοιχτή και προκλητική πρόσκληση για να ξαναβρεθούν και να τα ξαναπούν συγγραφέας και αναγνώστης, αν δημιουργήθηκε μια έκφραση αγάπης…