Ο συντηρητισμός διαβρώνει διδασκαλία και εκπαιδευτικό

Του Νίκου Τσούλια

Μεταδοτικότητα της γνώσης: η καρδιά, για πολλούς, της σχολικής λειτουργίας, ένα από τα βασικά καθήκοντα του εκπαιδευτικού, η νομιμοποίηση της σύστασης του σχολείου. Η μεταδοτικότητα, λοιπόν, της γνώσης είναι στο στόχαστρο της εκπαιδευτικής έρευνας διαχρονικά. Αποτελεί έναν θεμελιακό τομέα όλων των παιδαγωγικών θεωριών. Και ταυτόχρονα είναι το μεγάλο αγκάθι για την αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών και του σχολείου.

Διαβάστε επίσης: Το σχολείο πάνω από όλα θέλει Αγάπη!

Πάντως, σε ό,τι με αφορά και προσωπικά στα αποτελέσματα που έχω από τα ερωτηματολόγια αυτο-αξιολόγησής μου (από τους μαθητές μου στα τρία τελευταία χρόνια), πράγματι η μεταδοτικότητα εμφανίζεται να είναι το επίμαχο σημείο. Είναι γνωστή η αντιπαράθεση στο τι οφείλει να κάνει το σχολείο για τη μεταβίβαση της γνώσης.

Η κυρίαρχη θεώρηση θέλει τη λειτουργία της σχολικής αίθουσας να τείνει στην εξής εικόνα: ο εκπαιδευτικός κατέχει τις γνώσεις και οφείλει να τις μεταδώσει στους μαθητές και στις μαθήτριες («άδειο δοχείο» που του γεμίζουμε…), ενώ η ριζοσπαστική και αναμφίβολα πιο η επίπονη αλλά και η πιο απροσδιόριστη θέλει τον εκπαιδευτικό να βρίσκει τρόπο για να «ανάβει τη φλόγα στον κάθε μαθητή», έτσι ώστε αυτός να βρει μόνος του τρόπους απόκτησης της γνώσης.

Υπάρχουν και άλλες προσεγγίσεις. Μία αποφαίνεται ότι η «εκπαίδευση είναι ο θησαυρός που κρύβει μέσα της» (UNESCO 1996, Learning: the treasure within), δηλαδή κάθε παιδί έχει έναν θησαυρό και η ευθύνη του εκπαιδευτικού είναι να τον εξορύξει ή να βοηθήσει το μαθητή ώστε να τον ανακαλύψει (εδώ συνάπτεται ή πιο ορθά επαναφέρεται η μαιευτική μέθοδος του Σωκράτη), ενώ μία άλλη, πιο εικονοκλαστική, ισχυρίζεται ότι, με βάση τη νέα παιδαγωγική και διδακτική αντίληψη, το σχολείο κυριαρχείται από το στοιχείο της χειραφέτησης και όχι της χειραγώγησης των μαθητών και «η γνώση εδώ είναι κατάκτηση και όχι απλή μετάδοση και παθητική αποδοχή» και όλα αυτά αποβλέπουν στο βασικό στόχο που είναι «όχι απλά η απόκτηση της ικανότητας ερμηνείας του κόσμου, αλλά της αλλαγής του μέσα από την ενεργητική συμμετοχή των ατόμων» (Μπουζάκης Σ. 1999, Νεοελληνική εκπαίδευση).

Υπάρχει ακόμα και μια ενδιαφέρουσα πλευρά του μεγάλου παιδαγωγού Π. Φρέιρε, ο οποίος ισχυρίζεται ότι «υποκείμενο της εκπαίδευσης και της γνώσης δεν είναι ο δάσκαλος ή ο μαθητής, αλλά η σχέση δασκάλου – μαθητή» και αυτό διαμορφώνει ένα άλλο πλαίσιο / σκηνικό στη λειτουργία του σχολείου όσον αφορά τη σχέση του με τη γνώση.

Όλες αυτές οι αντιλήψεις και πρακτικές δεν αναπτύσσονται πάντα αντιπαραθετικά, δεν αποτελούν άλλοθι για τον εκπαιδευτικό «αφού υπάρχει τέτοια πολυσπερμία στη διαδικασία της μάθησης και αφού οι παιδαγωγικές θεωρίες δεν έχουν καταλήξει κάπου», ας κάνω εγώ το παραδοσιακό μάθημα που έχει γνωστές συνιστώσες και ξέρω ότι αποδίδει σε σημαντικό βαθμό.

Ο πλούτος των θεωριών μάθησης είναι μια δυναμική εικόνα, μια μεγάλη πρόκληση για το σχολείο. Όλο αυτό το σκηνικό δε συνιστά αντίφαση. Είναι πολλά ρεύματα που αναζητούν τη μεγάλη κοίτη της μάθησης και είναι ρεύματα που ταιριάζουν σε διαφορετικό βαθμό κάθε φορά στη διδασκαλία ανάλογα με τους μαθητές, το σχολείο, το κοινωνικό υπόβαθρο, το πολιτιστικό περιβάλλον, την εποχή. Το σχήμα «εγώ κάνω μάθημα» και το ξαναλέω με κάπως διαφορετικό τρόπο έχει εξαντλήσει τις πηγές του, για τον απλούστατο λόγο ότι όλοι οι μαθητές δεν μαθαίνουν με το ίδιο τρόπο και εναπόκειται στον εκπαιδευτικό να βρει τη διαφορετικότητα της μεθοδολογίας στη διαφορετικότητα του τρόπου μάθησης των μαθητών.

Αν το ρεύμα του παραδοσιακού τρόπου διδασκαλίας δίνει νερό σε κάποιους μαθητές, δεν είναι σίγουρο ότι ούτε καν περνά μπροστά από κάποιους άλλους, που μπορεί να είναι ταλαντούχοι (πόσες φορές δεν διαπιστώνουμε εμείς οι εκπαιδευτικοί κάποιους μαθητές μας να έχουν προοικονομήσει αυτό που διδάσκουμε ή ακόμα να έχουν βρει πηγή επίλυσης ενός προβλήματος ή μιας άσκησης πιο έξυπνη ή πιο αποτελεσματική από τη δική μας;), που μπορεί να έχουν ειδικές εκπαιδευτικές δυνατότητες ή ανάγκες.

Προς ενίσχυση όλων αυτών, αρκεί να αναφερθεί ότι σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες έχουν δείξει ότι ακόμα και παιδιά με νοητική υστέρηση μπορούν να εκπαιδευτούν και να εισαχθούν και στο πανεπιστήμιο (χωρίς ευεργετικές διατάξεις) αρκεί να χρησιμοποιηθεί κατάλληλο εκπαιδευτικό υλικό, κατάλληλη παιδαγωγική και διδακτική μέθοδος από καλά εκπαιδευμένους εκπαιδευτικούς! Ως προς τι οι αντιρρήσεις λοιπόν;

Υπάρχουν μεγάλες προκλήσεις στην εκπαίδευση. Οφείλουμε να τις καλωσορίζουμε, οφείλουμε να μαθαίνουμε να τις αντιμετωπίζουμε – μέσα από την επιστήμη και την έρευνα – εμείς οι εκπαιδευτικοί.

Δεν ξέρω τι γίνεται σε άλλους επαγγελματίες, αλλά είναι απολύτως βέβαιο ότι οι εκπαιδευτικοί δεν τελειώνουν την εκπαίδευσή τους με την απόκτηση του πτυχίου, με αυτό απλώς αρχίζουν…

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.