Αισθητισμός
Είναι ένα καλλιτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε στην Ευρώπη και αναπτύχθηκε κυρίως στη Μ. Βρετανία τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι, με κορυφαίους εκφραστές τον Walter Pater και τον Oscar Wilde. Πρέσβευε την αυτονομία της τέχνης, την ανάδειξη της ομορφιάς που ταυτιζόταν με το ανώφελο, την εξίσωση μουσικής και ποίησης, την ανύψωση της τέχνης πάνω από τη ζωή. Η βασική αρχή του αισθητισμού είναι το δόγμα της «τέχνης υπέρ της τέχνης» που ουσιαστικά θέτει το αίτημα για μια αυτόνομη τέχνη. Ειδικότερα πρεσβεύει μια τέχνη χωρίς ηθικούς κανόνες, που εκφράζει προκλητικά και ελεύθερα το αισθησιακό, το περιθωριακό και το ανόσιο. [1] Το ρεύμα εμφανίζει δύο διακλαδώσεις : προς τον παρνασσισμό και το συμβολισμό.
Η ελληνική εκδοχή του αισθητισμού εμφανίστηκε αρκετά νωρίς (1893-1894), με κύριους εκπροσώπους στην πεζογραφία τους Κ. Χρηστομάνο, Ν. Επισκοπόπουλο, Σπ. Πασαγιάννη, Περ. Γιαννόπουλο, Πλ. Ροδοκανάκη, Π. Νιρβάνα, Κ. Χρηστομάνο, την πρώτη περίοδο του Ν. Καζαντζάκη κ.ά. Στην ποίηση ξεχωρίζουν ο πρώιμος Κ.Π.Καβάφης, ο Αγγ. Σικελιανός, ο Γ. Σταυρόπουλος, ο Κ. Ουράνης, ο Ν. Λαπαθιώτης κ.ά. Η επιρροή του αισθητισμού είναι εμφανής στα πεζοτράγουδα του Ζαχ. Παπαντωνίου. Επίσης, στοιχεία αισθητισμού συναντάμε στο έργο των νεοσυμβολιστών και των ποιητών της παρακμής (Κ. Καρυωτάκης, Μ. Παπανικολάου, Μ. Πολυδούρη, Τ. Άγρας, Ρ. Γκόλφης κ.ά.)[2]
Στην ποίηση ο ελληνικός αισθητισμός εκδηλώθηκε με τη νεωτεριστική χρήση του πεζοτράγουδου του οποίου τα κύρια θέματα συνοψίζονται στην εξίσωση Έρωτας + Φύση + Θάνατος = Ομορφιά. Τα χαρακτηριστικά του ελληνικού αισθητισμού είναι αντίστοιχα με αυτά του ευρωπαϊκού: η ωραιολογία και ο υπαινικτικός λόγος, ο κρυμμένος ερωτισμός και αισθησιασμός, η νοσταλγία, ο ρεμβασμός και το αίσθημα της ματαιοπονίας, η σκληρή αίσθηση της απουσίας, η εξιδανίκευση της τέχνης και της ομορφιάς.[3]
[1] Αραμπατζίδου Λ., Το διακείμενο του αισθητισμού στην ποιητική του Κ.Π.Καβάφη, εκδ. Οίκος
[2] Βλ. Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκη
[3] Βλ. Γεωργιάδου Α., Η ποιητική περιπέτεια, εκδ. Μεταίχμιο