Του Νίκου Τσούλια
Θα μπορούσε να μη διατυπωθεί το εν λόγω ερώτημα και να θεωρηθεί ότι τα φροντιστήρια αποτελούν μια θεσμική κανονικότητα. Και ο λόγος είναι απλός. Όταν ένας θεσμός είναι τόσο ευρέως εξαπλωμένος στη χώρα μας και έχει ισχυρά κοινωνικά (κυρίως) και εκπαιδευτικά (δευτερευόντως) ριζώματα, δεν μπορεί να τίθενται ερωτήματα αμφισβήτησής του.
Άλλωστε, η φροντιστηριακή αντίληψη δεν αφορά μόνο τους μαθητές αλλά και τους φοιτητές και κάθε λογής πτυχιούχους εξεταζόμενους, όταν πρόκειται να αντιμετωπίσουν διαγωνισμούς και ανταγωνιστικού τύπου εξετάσεις. Και να ήταν μόνο αυτού του τύπου τα μαθησιακά υποστηρίγματα… Στα μεταπτυχιακά και στα διδακτορικά έχει αναπτυχθεί μια παρακμιακού τύπου υποστήριξη, που φτάνει μέχρι το βαθμό της πλήρους αντικατάστασης του άμεσα ενδιαφερόμενου από ειδικές εταιρείες συγγραφής επιστημονικών εργασιών! Στα πανεπιστήμια και στο διαδίκτυο έχουν πλημμυρίσει με τις σχετικές βιομηχανίες.
Είναι απόλυτα καταφανές ότι η σχέση μας με τη γνώση και με τη μάθηση είναι στενά εργαλειακή, είναι πολλαπλά και ισχυρά διαμεσολαβημένη, ακρωτηριασμένη, δηλητηριασμένη, υποβαθμισμένη… Και απλώς απορούμε για τα συμπτώματά της σαν να μη μας αφορά η βασική αιτία!
Ίσως να είναι λίγο κυνική αυτή η διαπίστωση, αλλά δεν παύει να είναι απότοκος μιας απτής πραγματικότητας. Παρά ταύτα, θα επιχειρήσω μια ανάλυση του φαινομένου της παραπαιδείας, με μια σκέψη αμφισβήτησής του.
Μερικά εισαγωγικά στοιχεία. Τα φροντιστήρια δεν είναι σημερινό φαινόμενο ούτε φυσικά μόνο ελληνικό. Απλά σήμερα έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις και γι’ αυτό γίνεται η όποια σχετική συζήτηση. Επίσης θα τα βρούμε και σε άλλες χώρες, για παράδειγμα στην Ιαπωνία, που έχει ένα από τα πιο ανταγωνιστικά εκπαιδευτικά συστήματα στον κόσμο, στην Τουρκία – στην οποία οι κεντρικοί δρόμοι της Κωνσταντινούπολης είναι γεμάτοι με πινακίδες φροντιστηρίων – αλλά και στις χώρες της Ευρώπης. Τα φροντιστήρια παρουσίασαν κάμψη – στις τελευταίες δεκαετίες – μόνο με το Νόμο 2525/1997 για τα λίγα χρόνια εφαρμογής του συστήματος πρόσβασης, και οφειλόταν στο γεγονός ότι τα πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα ήταν 28 (14 για τη Β΄ λυκείου και 14 για τη Γ΄), οπότε δεν προλάβαιναν οι μαθητές να κάνουν φροντιστήρια γι’ όλα αυτά τα μαθήματα…
Παλιότερα τα φροντιστήρια αφορούσαν κυρίως δύο ομάδες μαθητών: αυτούς που ήταν «αδύνατοι» και ανεξεταστέοι (τότε το λύκειο ήταν επιλεκτικό) και αυτούς που θα έδιναν εισαγωγικές εξετάσεις (που ήταν ένα μικρό έως μέτριο ποσοστό των αποφοίτων του λυκείου) και για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Σήμερα αφορούν όλους τους μαθητές ακόμα και τους αρίστους των αρίστων!
Τότε η …ευθύνη για την παρουσία των φροντιστηρίων ήταν ή στους μαθητές ή στο άκρως επιλεκτικό σύστημα εισαγωγής στο πανεπιστήμιο. Τώρα η ευθύνη είναι μάλλον μόνο στους εκπαιδευτικούς!! (Περί αυτού θα ακολουθήσει ειδικό άρθρο). Φροντιστήρια κάνουν οι μαθητές και των δημόσιων και των ιδιωτικών σχολείων. Και όχι μόνο… Κάνουν πέραν των ομαδικών, και ιδιαίτερα μαθήματα πολλοί μαθητές και των σχολείων και των φροντιστηρίων! Δηλαδή κάνουμε και φροντιστήρια επί φροντιστηρίων κυριολεκτικά!!
Ισχυρίζομαι ότι τα φροντιστήρια δεν είναι εδώ και πολλά χρόνια πρωτίστως εκπαιδευτικό φαινόμενο αλλά κυρίως κοινωνικό. Έχει διαμορφωθεί μια ισχυρή συνείδηση σε κάθε ελληνική οικογένεια περί φροντιστηριακής φροντίδας – σα να είναι η πρώιμη, η μαθητική προίκα στα παιδιά της. Ο βασικός λόγος για αυτή την κρατούσα αντίληψη είναι η με κάθε τρόπο εισαγωγή των μαθητών στο πανεπιστήμιο και η απόκτηση εκείνου του πτυχίου που υπόσχεται την καλύτερη εξέλιξή τους στην αγορά εργασίας – είναι δηλαδή μια εν πολλοίς εμπορευματοποιημένη σχέση.
Τίθεται ένα ουσιώδες ερώτημα. Τα φροντιστήρια είναι κοινωνική επιλογή ή κοινωνικό πρόβλημα; Είναι και τα δύο, και καταμαρτυρούν μια βαθιά αντίφαση της ελληνικής κοινωνίας. Είναι προφανώς πρώτη, πρώτιστη επιλογή και στη συνέχεια καταγράφεται ως πρόβλημα λόγω της οικονομικής αφαίμαξης που τα συνοδεύει! Τα οικονομικά στοιχεία είναι φοβερά μεγάλα και δεν φαίνεται να τα αμφισβήτησε ούτε η σημερινή μεγάλη κρίση… Και φυσικό το μεγάλο μέρος του τοπίου κινείται με όρους φοροδιαφυγής, παρανομίας αλλά και συχνά ωμής συναλλαγής.
Όμως το πιο οδυνηρό σύμπτωμα είναι η συστηματική και εν πολλοίς θεσμική υπονόμευση της αυτενέργειας των μαθητών, οι οποίοι δεν ασκούνται στη δική τους προσπάθεια για το ξεχέρσωμα της άγνοιάς τους και στην επίλυση των αποριών τους. Γιατί ποια είναι η ομορφιά στη μάθηση – δεν είναι ο προσωπικός τους αγώνας για το ξεπέρασμα των εμποδίων δοκιμάζοντας εναλλακτικούς τρόπους; Όταν βρίσκουν έτοιμη τη λύση χωρίς να έχουν δοκιμάσει ξανά και ξανά τις δικές τους πνευματικές επινοήσεις, πώς θα καλλιεργηθεί το πνεύμα τους; Και κάτι πολύ απλό. Η πορεία μας προς τη γνώση δεν είναι ένα προσωπικό «συνεχές» ανακάλυψης πρωτευόντως του εαυτού μας και δευτερευόντως του κόσμου και όχι ένας ετεροκαθορισμός με έξωθεν παρεμβάσεις;
Τα φροντιστήρια δεν μας τα επιβάλλει κανένας. Υπάρχουν, ζουν και βασιλεύουν, γιατί τα θέλουμε εμείς. Γιατί δεν έχουμε ουσιαστική σχέση με τη γνώση. Γιατί δεν αγωνιούμε για το σχήμα του πολίτη αλλά για εκείνο του επαγγελματία. Γιατί δεν έχουμε άποψη για τη ζωή και για την κοινωνία και φυσικά ούτε για τον εαυτό μας.
Υ.Γ.
Το άρθρο αυτό είναι μέρος μιας σχετικής «τριλογίας».
- Γιατί υπάρχουν τα φροντιστήρια;
- Τι ξέρουν και τι θέλουν οι γονείς από τα φροντιστήρια;
- Ιδιαίτερα φροντιστήρια, η μεγάλη πληγή του εκπαιδευτικού επαγγέλματος.