Του Νίκου Τσούλια

      Ο δάσκαλος και η δασκάλα αυτής της περιόδου είναι κεντρικά πρόσωπα της δημόσιας και κοινωνικής ζωής της χώρας μας. Είναι οι βασικοί αναμορφωτές για την ανάπτυξη του τόπου μας και για την πνευματική αναγέννηση του λαού μας. Η προσφορά τους στη διαπαιδαγώγησή μας και στη μόρφωσή μας είναι καθοριστική.

      Ο δάσκαλος όφειλε να είναι παράδειγμα προς μίμηση και στους μαθητές του και στους γονείς τους. Απαγορευόταν κάθε έννοια κομματικής εμπλοκής ακόμα και συζήτησης, πράγμα που πρακτικά σήμανε ότι θα «μιλούσε» μόνο υπέρ της κυβέρνησης αφού ήταν κρατικός υπάλληλος και φυσικά το κράτος ήταν πάντα αποκλειστική υπόθεση των αρμόδιων υπουργών. Η εντελώς προσωπική του εικόνα έπρεπε να είναι επίσης συμβατή με τα πρότυπα που το όλο σύστημα μέσω του ίδιου περνούσε. Το ντύσιμό του – με ούτως ή άλλως έναν μισθό που ήταν εν μέρει ικανοποιητικός για τα χρόνια της ανέχειας – ήταν προσεγμένο, η συμπεριφορά του κόσμια και γενικά έπρεπε να αποτελεί το πρότυπο ιδιαίτερα στις μικροκοινωνίες των χωριών, τα οποία φιλοξενούσαν και το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού.

      Οι δάσκαλοι σήκωσαν το βάρος της εκπαίδευσης των Ελλήνων στη μεταπολεμική περίοδο. Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση ήταν η μόνη θεσμική εκπαιδευτική βαθμίδα με μαζικά χαρακτηριστικά, η δευτεροβάθμια και πολύ περισσότερο η τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν επιλεκτική. Η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών των Δημοτικών σχολείων σταματούσαν τη φοίτησή τους με το τέλος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αρκετοί λόγοι (εκπαιδευτικοί και κοινωνικοί) συνεργούσαν προς τούτο. Η ελληνική οικογένεια φτωχή και ρημαγμένη μετά και τον εμφύλιο πόλεμο και αγροτικής φύσης στο μεγάλο μέρος της ήθελε εργατικά χέρια – χωρίς πληρωμή βέβαια – και τα παιδιά προορίζονταν είτε για το ρόλο των βοσκών είτε για το ρόλο των βοηθών καλλιεργητών στα χωράφια.

      Για να συνεχίσει ένα παιδί τη φοίτησή του στο γυμνάσιο έπρεπε και να έχει μια κάποια οικονομική άνεση η οικογένεια αλλά και το παιδί έπρεπε να έχει μεγάλη βαθμολογία στο Δημοτικό. Μάλιστα ο δάσκαλος έλεγε στους γονείς ποια παιδιά μπορούσαν να συνεχίσουν στο Γυμνάσιο – παιδιά που είχαν βαθμούς κυρίως 8, 9, 10 – και οι γονείς λίγο – πολύ υιοθετούσαν την άποψη των δασκάλων.

      Οι δάσκαλοι εξέξφραζαν και το αυστηρό κλίμα της εποχής. Ένα ισχυρό παιδαγωγικό όπλο στα χέρια τους ήταν το ξύλο. Όταν θα ερχόταν νέος δάσκαλος σε ένα χωριό η πρώτη ερώτηση που κυριαρχούσε και στον κόσμο των παιδιών και στον κόσμο των μεγάλων αλλά για διαφορετικούς λόγους, ήταν αν «βαράει πολύ», γιατί το να μη «βαράει» ήταν εκτός συζήτησης. Βέβαια οι ίδιοι οι γονείς παρότρυναν τους δασκάλους να είναι αυστηροί και να ξυλοφορτώνουν τα παιδιά τους όταν αυτοί το έκριναν απαραίτητο.

      Το όλο παιδαγωγικό σκηνικό ήταν αντιπαιδαγωγικό. Πολλά παιδιά μίσησαν τα γράμματα και έμειναν αμόρφωτα απ’ αυτή την ωμή κυριαρχία του φόβου, από την έλλειψη έκφρασης αγάπης στο «πρόσωπό» τους και κατανόησης στις όποιες μαθησιακές δυσκολίες τους. Υπήρχαν παιδιά τα οποία από το φόβο τους δεν μιλούσαν σχεδόν καθόλου και τελείωναν το δημοτικό σχολείο μέσα στην πλήρη καταπίεση. Υπήρχαν παιδιά που ντρέπονταν το δάσκαλο – όπως και κάθε ξένο – και δεν τολμούσαν ούτε καν να ονειρευτούν ότι μπορεί να φύγουν από το χωριό τους και να πάνε ή έστω να πηγαινοέρχονται στη κοντινή πόλη.

      Τότε κυριαρχούσε το περίφημο δόγμα αντιεκπαιδευτικό δόγμα: «δεν παίρνει τα γράμματα». Την αρμόδια ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας δεν την ενδιέφερε η μόρφωση και ο εγγραμματισμός των νέων πολιτών όσο η πειθάρχησή τους και η διαμόρφωση «ήσυχων πολιτών». Η πολιτεία πίεζε ασφυκτικά τη διοίκηση της εκπαίδευσης και τους επιθεωρητές, αυτοί με τη σειρά τους τούς δασκάλους και οι δάσκαλοι φόρτωσαν όλη την πίεση στους μαθητές. Η σημερινή απόλυτα αρνητική στάση των Ελλήνων δασκάλων στο ζήτημα της αξιολόγησης οφείλεται – εκτός των άλλων παραγόντων – και στην πικρή εμπειρία του αυταρχικού επιθεωρητισμού που σαν κύριο σκοπό είχε τον ιδεολογικό έλεγχο των εκπαιδευτικών και μέσω αυτών στον φρονηματισμό των εκκολαπτόμενων πολιτών και όχι τη βελτίωση του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου.

      Συνακόλουθα με όλα τα προηγούμενα και σα φυσική συνέπεια του όλου σκηνικού του σχολείου μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η επίδραση της διδασκαλίας – και με το θετικό της και με το αρνητικό της περιεχόμενο – επί των μαθητών / μαθητριών στα αναφερόμενα χρόνια ήταν πολύ έντονη και συχνά πολύ καθοριστική για το μέλλον τους και για την καλλιέργεια του πνεύματός των και για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς των. Παρά τις τόσο αντίξοες συνθήκες ο έλληνας δάσκαλος έδωσε τον πολύ δύσκολο αγώνα του για να βγάλει τους μαθητές του και τις μαθήτριές του από τα σκοτάδια της άγνοιας και από τους βρόχους των προκαταλήψεων. Πολλοί έκαναν «κατάθεση ψυχής» διαμορφώνοντας ένα φιλελεύθερο και παιδαγωγικό πλαίσιο της σχολικής ζωής με κίνδυνο ακόμα και την ίδια την καριέρα τους.

      Με δεδομένη τη θεώρηση ότι «η πραγματική πατρίδα του ανθρώπου είναι η παιδική του ηλικία», είναι αυτονόητο ότι η Μορφή του δάσκαλου και της δασκάλας είναι πάντα μέσα στο πιο όμορφο πορτρέτο κάθε ανθρώπου. Τι πιο όμορφο και γοητευτικό και συνάμα πιο προκλητικό και πιο υπεύθυνο;

Αφιερώνω το άρθρο αυτό στη δασκάλα μου των τεσσάρων πρώτων χρόνων μου στο Δημοτικό Σχολείο Ελένη Κοσμίδου και στο δάσκαλο των δύο τελευταίων χρόνων Στάθη Πολυχρονόπουλο σημειώνοντας ότι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή μου και τους οφείλω το τόσο ξεχωριστό μου πάθος για διάβασμα και για γράψιμο!

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.