Μνησιπήμων πόνος
Βιώνουμε ένα ζοφερό παρόν. Κυβερνητικοί παράγοντες, ΜΜΕ, λοιμοξιολόγοι και επιδημιολόγοι προειδοποιούν, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με την υψηλή επικινδυνότητα του αμφιλεγόμενου ακόμη προελεύσεως ιού, που δεν έχει απλώς απορρυθμίσει την καθημερινότητά μας, αλλά την έχει κλονίσει συθέμελα. Η επέλαση του «αποκοινωνικοποιητικού» ιού, αναιρετικού της ίδιας πολιτικής διάστασης του ανθρώπου, έχει φέρει στην επιφάνεια παραμέτρους της ανθρώπινης φύσης επιμελώς κρυμμένες μέχρι πρότινος πίσω από τη μάσκα (όχι την ιατρική βεβαίως) της υποκρισίας και του θεατρινισμού ως σημαίες του σύγχρονου κοινωνικού κομφορμισμού και της μαζικής υποκουλτούρας.
Σε συνθήκες, λοιπόν, εγκλεισμού πλέον ερχόμαστε αντιμέτωποι με νέου τύπου δοκιμασίες και ξανασυστηνόμαστε με τους “εκλεκτούς” εαυτούς μας. Αυτούς τους άγνωστους εαυτούς, που το πρωτογενές υλικό τους διαβρώθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε χρειαζόμαστε ώρες ατελείωτες στατικής απομόνωσης και παράλληλα πυρετώδους και έντονα κινητικής πνευματικής διεργασίας προκειμένου να το αποκαταστήσουμε, τουλάχιστον στις στοιχειώδεις του λειτουργίες. Να δούμε ότι κάποτε ήμασταν σημαντικοί, ενώ τώρα όχι. Και αυτό που απαιτεί σθένος είναι όχι μόνο να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας, αλλά το σημαντικότερο, να δούμε τι υπάρχει πέρα από το ναρκισσιστικό είδωλό μας ή αλλιώς ό, τι επιτρέψαμε να υπάρξει γύρω, πάνω και πέρα από τη ομφαλοσκοπική και παράλληλα μονότονα μοναχική ύπαρξή μας. Να δούμε για παράδειγμα τη ρημαγμένη από ανθρώπινη ζεστασιά και συντροφικότητα ζωή μας, την εικονικά τελειοποιημένη και θεμελιωμένη σε πλαστές και κατευθυνόμενες ανάγκες οντότητά μας, την αδυναμία συνύπαρξης με τους οικείους μας, τις φορτικές, αμιγώς συμφεροντολάγνες και τροχοδρομημένες στις υλικές απολαβές ανθρώπινες σχέσεις όπου η αγάπη τελματώνεται στην αδράνεια, τη διηνεκής επιδίωξη του χρήματος και το ζωώδες μένος για τη Φύση που μας έφερε στη ζωή, και τώρα την απειλεί με αφανισμό με τη μορφή μιας ασύλληπτης λαίλαπας.
Μένουμε σπίτι, λοιπόν, τιμωρητικά, συμμορφωτικά, μέχρι η Φύση να ηρεμήσει, μέχρι να ξαναβρεί αυτή τους ρυθμούς της και εμείς τον απολεσθέντα μας εαυτό, την πηγή της κακοδαιμονίας μας, τους συνεκτικούς μας δεσμούς. Να αναβαπτιστούμε στα διαυγή, άσπιλα ύδατα της συνείδησής μας και ίσως να ξαναγεννηθούμε απαλλαγμένοι από κάθε φτηνό φτιασίδωμα, κάθε νοσηρή νοοτροπία που μετέτρεψε τον γονιό, το σύντροφο, το φίλο, τον εργαζόμενο σε μηχανικό διεκπεραιωτή δυσβάστακτων υποχρεώσεων, εσωτερικών και εξωτερικών καταναγκασμών. Για να πάψουμε να καλπάζουμε μόνοι μας στους έρημους δρόμους της ζωής μας και να βρούμε στις προαναφερθείσες ιδιότητές μας το νόημα, τη χαρά της ζωής, την οποία ματαίως αναζητούμε στα άμοχθα like των κοινωνικών δικτύων και στα επιμελώς φιλτραρισμένα μας προφίλ.
Εμείς μέσα, ο ιός έξω. Εμείς μέσα, μόνοι και αμήχανα τρομαγμένοι, αυτός έξω, σχεδόν μόνος (με ελάχιστους άφρονες για παρέα), θρασύς και ανενδοίαστα – το ανερυθρίαστα θα φάνταζε οξύμωρο- επιθετικός. Κυκλοφορεί στους νεκρές οδικές αρτηρίες του κόσμου με τη μάσκα του κόκκινου θανάτου, εικόνα της γοτθικής λογοτεχνίας, δανεισμένη από το ομώνυμο έργο του Πόε με τον περιδεή άνθρωπο στο ρόλο του πρίγκηπα Πρόσπερου που, παρ᾽ όλη την ευγενική του καταγωγή και την επιμελημένη απομόνωσή του μαζί με χιλιάδες ευγενείς στο αβαείο του κάστρου του, νικήθηκε από το λοιμό. Η αλληγορία εμφανής: Η αέναη πάλη του θνητού και ευάλωτου ανθρώπου με το θάνατο. Στην περίπτωσή μας, τη ρεαλιστική και όχι μυθιστορηματική, στη δική μας απομόνωση, η ελπίδα δεν έχει χαθεί. Βρίσκεται στα χέρια εξαίρετων επιστημόνων που αυτή τη στιγμή εργάζονται ακαταπόνητα για τη διάσωση του ανθρώπινου γένους και την ολική του επαναφορά μέσα από την αντιιϊκή θωράκισή και ενδυνάμωσή του προκειμένου να μην δυναμιτιστούν περαιτέρω οι ήδη κλυδωνιζόμενες κοινωνικές και οικονομικές δομές. Για να μην οδεύσει ο άνθρωπος στο σημείο μηδέν μιας πλανητικής κρίσης που απλά αναζητούσε αφορμή για να ξεσπάσει.
Αν και δεν μένουμε σπίτι όλοι – για αυτό φρόντισαν τα ισχυρά κράτη με τις ντιρεκτίβες τους και την πολιτική των ανισοτήτων που καλλιέργησαν – και παρόλο που γινόμαστε αυτές τις κρίσιμες και αποκαρδιωτικές στιγμές μακάβριοι καταναλωτές συνανθρώπων μας που είναι εκτεθειμένοι στον ανθρωποφάγο ιό λόγω ανέχειας, ευελπιστούμε, εμείς οι ευνοημένοι και κηδεμονευόμενοι, όταν βγούμε από αυτόν τον εφιάλτη της απομόνωσης, να έχουμε τουλάχιστον το νου και τη γνώση να αγωνιστούμε όχι για ουτοπίες, αυτές – το λέει και η λέξη – δεν υπάρχουν, αλλά για λύσεις που θα λειτουργήσουν ως βαλβίδες αποσυμπίεσης των κοινωνιών, όπως της δικαιοσύνης, της ισονομίας, της επανιεράρχησης των αξιών μας και της επανασύστασης των δομών στο πνεύμα της αναδιανομής του πλούτου και της κατίσχυσης του πνεύματος επί της ύλης. Είθε η επιστροφή στην κανονικότητα να συμβαδίσει με αυτές τις φερέλπιδες προσδοκίες.
Για να αποκλείσουμε, επομένως, κάθε πιθανότητα να ζήσουμε μελλοντικά στην δυστοπική κοινωνία του Όργουελ ως ενεργούμενα μιας ολοκληρωτικής εξουσίας που στο όνομα μιας οποιασδήποτε απειλής θα μας ευνουχίζει συναισθηματικά και πνευματικά, ας μας γίνει το πάθος μάθος . Εξάλλου οι κλασικοί και οι νεότεροι ποιητές μας μέσα από στίχους διαχρονικής ισχύος και νοηματικού παλμού εξακολουθούν να διδάσκουν , να καθοδηγούν. Ο πόνος που αισθανόμαστε όλη αυτή την περίοδο με την άνιση μάχη μας με τον αόρατο κίνδυνο, δεν πρέπει να περιπέσει στη λήθη. Είναι ο μνησιπήμων πόνος που πρέπει να διατηρηθεί ζωντανός, να μας θυμίζει τα παθήματά μας και να μας συνετίζει εν είδει αλγεινής υπενθύμισης. Και ο ίδιος Σεφέρης το δανείστηκε ελαφρά παραλλαγμένο από τον “Αγαμέμνονα” του Αισχύλου: “ Στάζει δ’ ανθ’ ύπνου προ καρδίας μνησιπήμων πόνος” , αφήνοντας το δικό του ποιητικό στίγμα σε μια εποχή εξίσου ταραγμένη ως υπενθύμιση των ακραίων καταστάσεων σε μια άλλη μορφή πολέμου.
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.
Νικολέτα Θάνου
Εκπαιδευτικός – φιλόλογος