Του Νίκου Τσούλια
Ως πρόεδρος της ΟΛΜΕ
Εθισμένοι από τη φαινομενολογία των εξωτερικών γνωρισμάτων της εκπαίδευσης (και κυρίως από το εξεταστικό σύστημα) και προσανατολισμένοι απόλυτα στη χρησιμοθηρική επαγγελματική δυνατότητα της σχολικής πραγματικότητας, δύσκολα αναζητούμε την ουσία της διαπαιδαγώγησης, τους χυμούς της παιδείας, την αυταξία και τη δυναμική της μόρφωσης. Έτσι, μια σειρά κρίσιμων πεδίων της εκπαιδευτικής λειτουργίας – όπως και η αισθητική αγωγή – παραμένουν στην «περιφέρεια» του μαθησιακού τοπίου.
Η αισθητική αγωγή έκανε τα πρώτα της βήματα μέσα από τις πολιτιστικές πρωτοβουλίες μαθητών και καθηγητών, που αναζητούσαν μια δημιουργική ανανέωση της σχολικής ζωής. Παρ’ όλο που παρουσίασε από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης μια εντυπωσιακή άνθηση, παρέμεινε μια εφαπτόμενη διαδικασία του κύριου περιεχομένου της μόρφωσης. Στη δεκαετία του ’80 διορίζονται αρκετοί καθηγητές καλλιτεχνικών μαθημάτων και η όλη προσπάθεια αποκτά πιο οργανωμένη και πιο συστηματική βάση αναφοράς.
Οι βασικές όψεις της αισθητικής αγωγής συνδέονται: 1) με την ανάπτυξη όλων των δεξιοτήτων και των ικανοτήτων των ανθρώπων, 2) με την προώθηση της συλλογικής προσπάθειας, αναθεωρώντας τον κυρίαρχο ατομοκεντρισμό του «υπόλοιπου» σχολικού προγράμματος, 3)με τη σύζευξη της πνευματικής με τη χειρωνακτική εργασία, 4) με την καλλιέργεια της συναισθηματικότητας και της ευαισθησίας, τις οποίες αποσιωπά η κλασική δομή της οργανωμένης γνώσης. Και αυτό γιατί το παραδοσιακό σχολείο είναι απόλυτα νοησιαρχικής σύλληψης και έμπνευσης. Το πρόγραμμα INSEA (International Society for Education through Art), που τελεί υπό την αιγίδα της UNESCO, δίνει την πλήρη αξία της αισθητικής αγωγής: «Η καλλιτεχνική αγωγή είναι για κάθε άτομο ένα φυσικό μέσο μόρφωσης σε όλα τα στάδια της ανάπτυξής του. Γιατί του διδάσκει τις ουσιαστικές αξίες για την πλήρη πνευματική, συναισθηματική και κοινωνική αποδοχή στους κόλπους της κοινωνίας».
Η αισθητική αντίληψη καλλιεργεί τη δημιουργικότητα, τη φαντασία, την εφευρετικότητα του παιδιού. Είναι μια δραστηριότητα που αποκαλύπτει αυτό που ο νέος είναι, παρά αυτό που κάνει. Και εδώ έγκειται η ειδοποιός διαφορά της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης από τους υπόλοιπους χώρους της μόρφωσης: στο ότι ο μαθητής ανακαλύπτει τον εαυτό του ως δρων υποκείμενο και δεν «τοποθετείται» ως παρατηρητής σε σχέση με την πληροφόρηση που παρέχουν τα παραδοσιακά μαθήματα. Η γνώση δεν παράγεται μόνο μέσα από τα παρατηρητήρια ή τα εργαστήρια ή τις αναλύσεις της επιστήμης. Προκύπτει από την αισθητική προσέγγιση του κόσμου, από τη συναισθηματική καλλιέργεια του εαυτού μας, από την ηθική εικόνα του ειδώλου μας, από την καλαισθησία του περιεχομένου της ζωής μας. Από εδώ, άλλωστε, αναδύεται η λεγόμενη αβίαστη γνώση, η οποία όχι μόνο εκφράζει αυθεντικότερα το «είναι» μας, αλλά και νοηματοδοτεί το σύστημα των αξιών μας.
Η σημερινή διάρθρωση της γνώσης του σχολείου θέτει εξ ορισμού εκτός παιχνιδιού ένα μεγάλο μέρος των μαθητών που έχουν κλίση και προτίμηση προς τους χώρους της τέχνης. Αυτή η μερική ασυμβατότητα της εκπαίδευσής μας προς τις πολυσύνθετες ανάγκες και επιλογές του σύγχρονου πολίτη είναι και ένας βασικός συντελεστής της όποιας απονομιμοποίησης του σχολείου, ενώ αφυδατώνει ένα δυναμικό πεδίο της διαπαιδαγώγησης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, όταν το παιδί πρωτογνωρίζει τους οργανωμένους χώρους της μάθησης (Δημοτικό), δραστηριοποιείται κυρίως στο χώρο των εικαστικών. Δεν μπορεί, λοιπόν, το σχολείο να μην τροφοδοτεί και να μην ενισχύει αυτή την καλλιτεχνική και δημιουργική δραστηριότητα του παιδιού και να το κρίνει με έναν τρόπο μονομερή και ατομικιστικό σε ό,τι ονομάζουμε παραδοσιακή γνώση.
Ο Μ. Κουντουράς στο έργο του «Κλείστε τα σχολεία» ψηλαφίζει την ουσία της διαπαιδαγώγησης: «Τέχνη όμως για εμάς δεν ήταν απλώς μάθηση και δεξιοτεχνία, όπως μάθηση δεν ήταν απλώς απομνημόνευση και απόχτηση ενός ποσού γνώσεων, καθώς επίσης ηθική δεν ήταν άσκηση της βούλησης για την επιτέλεση καλών πράξεων, καταπώς ήθελε η παλιά παιδαγωγική. […] Αλλά την Τέχνη την θέλαμε, όπως και την εργασία και όλη τη ζωή, έκφραση της ζωής του παιδιού και ξετύλιγμα των ψυχικών και σωματικών του δυνάμεων προς μια μορφή που σε εξωτερικές εικόνες θα επρόβαλλε γραφικά τη δικιά του, την ατομική ψυχή, διαρκώς τελειοποιούμενη. Και εδώ πια το νόημα της Τέχνης εκάλυπτε το νόημα της Μόρφωσης».
Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην εφημερίδα
«ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ», 31 Δεκεμβρίου 1999