Μιχάλης Κασσωτάκης
Oμότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
τ. Πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου
και του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας
Η πανδημία του κορωνοϊού που πλήττει τους τελευταίους μήνες ολόκληρη την ανθρωπότητα απειλεί την υγεία των πολιτών, η οποία αποτελεί το πολυτιμότερο αγαθό τους. Για τον λόγο αυτόν το ενδιαφέρον τόσο των κυβερνώντων και των λοιπών πολιτικών και επιστημονικών ιθυνόντων όσο και του ευρύτερου κοινού επικεντρώνεται, πρωτίστως, σε υγειονομικά ζητήματα. Αλλά η λαίλαπα του κορωνοϊού δεν απειλεί μόνο την υγεία των πολιτών.
Τα μέτρα που λαμβάνονται για τον περιορισμό της εξάπλωσής του πλήττουν, επίσης, σε μεγάλο βαθμό την οικονομία, την απασχόληση, τον τουρισμό, την εκπαίδευση και άλλους τομείς των δραστηριοτήτων του ανθρώπου. Από αυτούς η οικονομία και η απασχόληση προσελκύουν σε υψηλό βαθμό το ενδιαφέρον των αρμοδίων αλλά και των απλών πολιτών, ενώ τα προβλήματα που δημιουργούνται στην εκπαίδευση δεν φαίνεται να τυγχάνουν ανάλογης προσοχής.
Θέλοντας να στρέψουμε περισσότερο το ενδιαφέρον των Ελλήνων πολιτικών και των λοιπών αρμόδιων παραγόντων της χώρας μας στον τομέα της εκπαίδευσης, εξετάζουμε στο παρόν άρθρο τις σημαντικότερες συνέπειες που έχει η τρέχουσα υγειονομική κρίση στην ελληνική Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Παρουσιάζουμε, ακόμη, και αξιολογούμε την καταλληλότητα των προτάσεων που γίνονται για την αντιμετώπισή τους και διατυπώνουμε την άποψή μας για τις λύσεις που είναι δυνατόν να δοθούν στα προβλήματα τα οποία έχουν ανακύψει. Για να περιορίσουμε την έκταση του άρθρου αυτού, δεν κάνουμε αναφορά στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ελπίζοντας να το πράξουμε σε επόμενο δημοσίευμά μας.
Το κλείσιμο των σχολείων επιβλήθηκε για να περιορισθεί η διάδοση του επικίνδυνου για τη δημόσια υγεία κορωνοϊού στον μαθητικό πληθυσμό και, μέσω αυτού, στους γονείς, στους παππούδες και στις γιαγιάδες των διδασκομένων, πολλοί/ές από τους/ις οποίους/ες ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Η έγκαιρη εφαρμογή του παραπάνω μέτρου συνέβαλε, κατά τους ειδικούς επιστήμονες, στην ηπιότερη επέλαση του συγκεκριμένου ιού στη χώρα μας σε σύγκριση με ό,τι συνέβη σε γειτονικές χώρες (π.χ. στην Ιταλία και στην Ισπανία).
Κρινόμενο από την άποψη αυτή το εν λόγω μέτρο θεωρείται απόλυτα θετικό. Όμως το θετικό αυτό για την υγεία μέτρο δημιουργεί στο εκπαιδευτικό σύστημα ποικίλα προβλήματα, τα οποία θα έχουν σοβαρές μελλοντικές επιπτώσεις, αν δεν αντιμετωπισθούν έγκαιρα.
Το καθολικό κλείσιμο των σχολείων επιβλήθηκε στις 11-3-2020, ενώ ορισμένα είχαν διακόψει τη λειτουργία τους ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου. Η εφαρμογή του παραπάνω μέτρου παρατάθηκε μέχρι την έναρξη των διακοπών του Πάσχα. Αυτό σημαίνει ότι τα μαθήματα στα ελληνικά σχολεία θα επαναληφθούν, σύμφωνα με το πιο αισιόδοξο σενάριο, στα τέλη Απριλίου, ενώ το ενδεχόμενο της περαιτέρω αναστολής της λειτουργίας των σχολικών μονάδων, που αποτελεί το απαισιόδοξο σενάριο, δεν θεωρείται απίθανο. Ίσως, μάλιστα, να είναι πιο πιθανό από το προηγούμενο.
Ας εξετάσουμε τα πράγματα από την οπτική γωνία του πρώτου σεναρίου. Ο αριθμός των διδακτικών ωρών που δεν θα πραγματοποιηθούν κατά το χρονικό διάστημα της μη λειτουργίας των σχολείων, εκτιμάται, με βάση πρόχειρους υπολογισμούς, ότι αντιστοιχεί στο 1/5 περίπου του ετήσιου διδακτικού χρόνου. Η απώλεια αυτή θα προκαλέσει, αν δεν αντισταθμισθεί, μεγάλα μαθησιακά κενά στους διδασκομένους, τα οποία θα υπονομεύσουν τη μετέπειτα πρόοδό τους και την ακαδημαϊκή τους πορεία.
Για την κάλυψή του παραπάνω κενού έχουν διατυπωθεί ποικίλες προτάσεις, όπως είναι οι εξής: α) μείωση της εξεταστέας ύλης έτσι ώστε η εναπομένουσα να μπορεί να καλυφθεί μέχρι τη λήξη του τρέχοντος σχολικού έτους (τέλη Μαΐου) ή με μικρή παράτασή του έως τις αρχές Ιουνίου, β) σμίκρυνση της χρονικής διάρκειας των διδακτικών ωρών, για να καταστεί δυνατή η ένταξη στο ημερήσιο πρόγραμμα των σχολείων πρόσθετων ωρών, οι οποίες θα διατεθούν για την κάλυψη των κενών που δημιούργησε η πανδημία του κορωνοϊού, γ) εφαρμογή της εξ αποστάσεως διδασκαλίας κατά την περίοδο της μη λειτουργίας των σχολείων και δ) αξιοποίηση της εκπαιδευτικής τηλεόρασης. Προτείνεται, ακόμη, η μετάθεση του χρόνου διεξαγωγής των πανελλαδικών εξετάσεων.
Σε σχέση με τις παραπάνω προτάσεις μπορούν να γίνουν οι εξής επισημάνσεις: Η συντόμευση της διάρκειας των ωρών διδασκαλίας δυσχεραίνει την εφαρμογή στη διεξαγωγή των μαθημάτων των σύγχρονων διδακτικών αρχών και δεν ευνοεί την εμπέδωση της νέας μάθησης από τους διδασκομένους. Για τους λόγους αυτούς θεωρείται αντιπαιδαγωγικό μέτρο, μολονότι έχει εφαρμοσθεί σε ανάλογες περιπτώσεις κατά το παρελθόν, λόγω της εύκολης υλοποίησής του.
Αν, μάλιστα, το μέτρο αυτό συνδυαστεί με τη μείωση της εξεταστέας ύλης, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα, γιατί περιορίζεται σημαντικά η δυνατότητα του σχολείου να προσφέρει στους διδασκομένους την αναγκαία γνώση και να καλλιεργήσει σ’ αυτούς τις επιθυμητές δεξιότητες, υποθηκεύοντας έτσι την περαιτέρω πρόοδό τους.
Αξίζει να αναφερθεί ότι από έρευνά μας σε δείγμα διδασκόντων στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας προέκυψε ότι οι περισσότεροι από αυτούς θεωρούν ότι οι απόφοιτοι των Λυκείων δεν διαθέτουν σε επαρκή βαθμό τις γνώσεις και κυρίως τις δεξιότητες που είναι αναγκαίες για να πραγματοποιήσουν απρόσκοπτα ανώτατες σπουδές. Αν έτσι είναι όντως τα πράγματα, τότε η περαιτέρω μείωση της εξεταστέας ύλης και η μη καλή εμπέδωση εκείνης που θα έχει διδαχθεί σε σύντομης διάρκειας μαθήματα θα επιδεινώσουν την κατάσταση.
Ως προς την εξ αποστάσεως διδασκαλία, η οποία πρόσφατα προβάλλεται ως η κύρια λύση στο πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί, σημειώνουμε τα εξής: α) Παρά την τεράστια εξάπλωση της χρήσης κινητών έξυπνων τηλεφώνων και των ηλεκτρονικών υπολογιστών από τους νέους, δεν είναι βέβαιο ότι όλοι, ανεξαιρέτως, οι μαθητές και ιδιαίτερα εκείνοι που προέρχονται από τα μη προνομιούχα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα διαθέτουν τα κατάλληλα τεχνολογικά μέσα για να επωφεληθούν από την εξ αποστάσεως διδασκαλία. Η πιθανή έλλειψή τους, έστω και από μικρή μερίδα μαθητών, θα ενισχύσει τις κοινωνικο-εκπαιδευτικές ανισότητες με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
β) Εκφράζονται εύλογες αμφιβολίες ως προς το αν το σύνολο των διδασκόντων και ιδιαίτερα οι ηλικιακά μεγαλύτεροι διαθέτουν τις γνώσεις και τις δεξιότητες που απαιτούνται για την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών στη διδακτική πράξη. γ) Δεν υπάρχει επαρκές κατάλληλο διδακτικό υλικό σε ψηφιακή μορφή, το οποίο να καλύπτει ευρύ φάσμα μαθημάτων διαφορετικών σχολικών βαθμίδων, ε) Το υφιστάμενο Πανελλήνιο Σχολικού Δίκτυο (sch.gr) αδυνατεί να καλύψει επαρκώς το σύνολο των σχολικών μονάδων και, επιπρόσθετα, εμφανίζει τεχνικά προβλήματα (π.χ. χαμηλή ταχύτητα σύνδεσης με το διαδίκτυο), τα οποία μειώνουν την αποτελεσματικότητά του.
στ) Η ανεπάρκεια αυτή χαρακτηρίζει και τα προγράμματα της εκπαιδευτικής τηλεόρασης, τα οποία έχουν πρόσθετα μειονεκτήματα, όπως είναι η αδυναμία άμεσης αλληλεπίδρασης μεταξύ «τηλεοπτικών» δασκάλων και διδασκομένων, καθώς και η δυσκολία συντονισμού των τηλεοπτικών εκπομπών με το ωράριο λειτουργίας των σχολείων. Επιπρόσθετα, τα υπάρχοντα τηλεοπτικά μαθήματα δεν έχουν ανανεωθεί και εμπλουτισθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, κατάσταση που δημιουργεί επιφυλάξεις για τη δυνατότητα ανταπόκρισής τους στα σημερινά δεδομένα, ιδιαίτερα δε σ’ αυτά της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Η εξ αποστάσεως διδασκαλία, σύγχρονη ή ασύγχρονη, καθώς και η εκπαιδευτική τηλεόραση μπορούν, βέβαια, να χρησιμοποιηθούν ως επικουρικοί τρόποι διδασκαλίας. Αδυνατούν όμως να υποκαταστήσουν πλήρως την κλασική διδακτική πράξη, η οποία, κατά τις σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις, οφείλει να επιδιώκει όχι μόνο γνωσιακούς στόχους αλλά και ψυχοσυναισθηματικούς και κοινωνικούς, η επίτευξη των οποίων δεν είναι εφικτή χωρίς τη ζωντανή παρουσία δασκάλου και μαθητών και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση και βιωματική σχέση.
Ως προς τις πανελλαδικές εξετάσεις, οι ημερομηνίες διεξαγωγής τους δεν αποτελούν, κατά την άποψη μας, αμετάθετο όριο, αν οι περιστάσεις επιβάλλουν την αλλαγή τους. Δεν παραβλέπουμε, ασφαλώς, το ζήτημα της παράτασης της αγωνίας των υποψηφίων και των οικογενειών τους ούτε τις επιπτώσεις που θα έχει η μετάθεσή των εξετάσεων στον οικογενειακό προγραμματισμό. Πιστεύουμε όμως ότι οι σχετικές αντιδράσεις θα εκλείψουν, αν γίνει κατανοητό από τους ενδιαφερομένους ότι η αναβολή αυτή επιβάλλεται από τις έκτακτες κρίσιμες καταστάσεις που αντιμετωπίζει η χώρα. Το ίδιο ισχύει και για την πιθανή παράταση του σχολικού έτους.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, θεωρούμε ότι, σε περίπτωση που η εξέλιξη της πανδημίας επιτρέψει την επαναλειτουργία των σχολείων μετά τις διακοπές του Πάσχα (αισιόδοξο σενάριο), η πιο ενδεδειγμένη λύση στο πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί περιλαμβάνει, κατά τη γνώμη μας, τα εξής: α) παράταση του σχολικού έτους έως τα τέλη Ιουνίου, β) αξιοποίηση της αργίας του Σαββάτου, αν αυτό κριθεί αναγκαίο, με την πραγματοποίηση συμπληρωματικών μαθημάτων είτε «δια ζώσης» είτε εξ αποστάσεως, υπό τον όρο ότι θα έχουν εγκαίρως ληφθεί τα αναγκαία μέτρα για την επιτυχή διεξαγωγή των τελευταίων (π.χ. δωρεάν διανομή ηλεκτρονικών μέσων σε όσους μαθητές αποδεδειγμένα δεν τα διαθέτουν, εκσυγχρονισμός του πανελλήνιου σχολικού δικτύου κτλ.), στ) διεξαγωγή των πανελλαδικών εξετάσεων στις αρχές Ιουλίου ή, κατά προτίμηση, τον Σεπτέμβριο και ζ) χορήγηση ειδικών επιδομάτων υπερωριακής απασχόλησης σε εν ενεργεία εκπαιδευτικούς που θα δεχτούν να αναλάβουν εθελουσίως πρόσθετο διδακτικό βάρος.
Σε περίπτωση όμως κατά την οποία η υγειονομική κρίση και οι συνακόλουθες απαγορεύσεις συνεχιστούν και μετά τον Απρίλιο (απαισιόδοξο σενάριο), τότε η ολοκλήρωση του τρέχοντος σχολικού έτους, ακόμη και μέχρι τα τέλη Ιουνίου, φαίνεται αδύνατη. Το ενδεχόμενο αυτό θα καταστήσει αναγκαία την παράταση της λειτουργίας των σχολείων είτε κατά τον μήνα Ιούλιο, αν το επιτρέψει η εξέλιξη της κρίσης, είτε στις αρχές του φθινοπώρου, αν η πρώτη επιλογή κριθεί μη εφικτή ή μη επιθυμητή.
Αν υιοθετηθεί η δεύτερη πρόταση, τότε θα πρέπει να γίνουν σημαντικές αλλαγές στη λειτουργία των σχολείων κατά το επόμενο σχολικό έτος 2020-21, όπως είναι π.χ. οι ακόλουθες: α) έναρξη της λειτουργίας των σχολικών μονάδων τη Δευτέρα 24 Αυγούστου, β) μετάθεση του χρόνου έναρξης του νέου σχολικού έτους, κατά 1-1½ μήνα, προκειμένου να υπάρξει ο αναγκαίος χρόνος για την ολοκλήρωση των μαθημάτων του προηγούμενου έτους, γ) διενέργεια των πανελλαδικών εξετάσεων στα τέλη Σεπτεμβρίου ή στις αρχές Οκτωβρίου, εξέλιξη που θα επηρεάσει και τα Πανεπιστήμια και δ) αναδιάρθρωση των σχολικών προγραμμάτων του επόμενου έτους, σε όσες περιπτώσεις αυτό κριθεί αναγκαίο.
Για τις παραπάνω αλλαγές οφείλουν να έχουν έγκαιρα προετοιμασθεί όλες οι Υπηρεσίες και τα επιτελικά όργανα του Υπουργείου Παιδείας, αλλά και τα ίδια τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων και των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων. Το έργο τους είναι ασφαλώς δύσκολο, αλλά ας μην ξεχνούμε ότι «ο καλός καραβοκύρης στη φουρτούνα φαίνεται».