Λογοτεχνία Γ´ Λυκείου: Το ερμηνευτικό σχόλιο
Η εισαγωγή της σύνθεσης ερμηνευτικού σχολίου επί μη διδαγμένου λογοτεχνικού κειμένου στο μάθημα της Λογοτεχνίας επιφέρει ουσιώδεις αλλαγές, όχι μόνο στον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών αλλά και στην όλη φιλοσοφία του μαθήματος, υπό την έννοια ότι η ερμηνεία του λογοτεχνικού κειμένου απομακρύνεται από το πρότυπο της παραδοσιακής φιλολογικής προσέγγισης, που ερείδεται στην «κρατούσα» ερμηνευτική εκδοχή. Οι αλλαγές αυτές αφορούν κυρίως τη γ ́ τάξη Γενικού Λυκείου, διαχέονται όμως και στις υπόλοιπες τάξεις, εφόσον απαιτούν την ανάπτυξη ερμηνευτικών δεξιοτήτων σε διδακτικό χρόνο που υπερβαίνει το ένα σχολικό έτος, και θέτουν νέες προκλήσεις στις οποίες οφείλουν να ανταποκριθούν διδάσκοντες και διδασκόμενοι.
Σύμφωνα με το νέο Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας γ ́ τάξης ΓΕΛ, στο σκέλος της ερμηνείας λογοτεχνικών κειμένων, αναμένεται οι μαθητές/τριες να είναι σε θέση:
– να τοποθετούνται/ανταποκρίνονται στο θέμα ή στο ερώτημα που οι ίδιοι πιστεύουν ότι θέτει το κείμενο – να αξιοποιούν στις ερμηνευτικές τους απόπειρες κειμενικά στοιχεία, μορφικές επιλογές και ιστορικά συμφραζόμενα, με σκοπό να τεκμηριώνουν τις θέσεις και τις ανταποκρίσεις τους…
– να συνυπολογίζουν τις απόψεις/ερμηνείες των συμμαθητών τους και να οδηγούνται στη διαμόρφωση μιας πιο πολύπλευρης ερμηνείας
– να μιλούν και να γράφουν με όρους υπόθεσης και όχι ερμηνευτικής βεβαιότητας (υποθέτω ότι…)
– να ανασυνθέτουν σε γραπτό σχόλιο την οπτική που οι ίδιοι διαμόρφωσαν με την ολοκλήρωση της διαλογικής διαδικασίας
Από τα παραπάνω, γίνεται σαφές ότι η σύνθεση ερμηνευτικού σχολίου, ως προσδοκώμενο μαθησιακό αποτέλεσμα, είναι στενά συνυφασμένη με τη διεξαγωγή ερμηνευτικού διαλόγου και απορρέει από αυτή. Εφόσον όμως το ερμηνευτικό σχόλιο έχει εισαχθεί και στην τυπολογία των κριτηρίων αξιολόγησης, ως διακριτό εξεταζόμενο αντικείμενο (θέμα 3ο ), οι μαθητές/τριες πρέπει να είναι σε θέση να προσεγγίζουν ένα μη διδαγμένο λογοτεχνικό κείμενο, «εσωτερικεύοντας» τον ερμηνευτικό διάλογο ή – με άλλα λόγια – εν τη απουσία άλλων φωνών και απόψεων που θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν την ερμηνεία.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για τον τρόπο εξέτασης της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας:
το τρίτο θέμα σχετίζεται με το λογοτεχνικό κείμενο και αφορά την παραγωγή ερμηνευτικού σχολίου, με το οποίο επιδιώκεται οι μαθητές και οι μαθήτριες, αφενός να αναπτύσσουν κρίσιμα θέματα/ερωτήματα που πραγματεύεται το λογοτεχνικό κείμενο, αξιοποιώντας συνδυαστικά κειμενικούς δείκτες και στοιχεία συγκειμένου, αφετέρου να τοποθετούνται/ανταποκρίνονται στα θέματα/ερωτήματα αυτά, τεκμηριώνοντας τις προσωπικές τους θέσεις.
Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τι ακριβώς περιμένουμε από τον μαθητή που έρχεται για πρώτη φορά «αντιμέτωπος» με ένα λογοτεχνικό κείμενο, όταν του ζητούμε να το ερμηνεύσει και να διατυπώσει τις απόψεις του σε ένα σύντομο σχόλιο 100 – 200 λέξεων. Η ερμηνεία, όπως εξηγεί το «γλωσσάρι όρων», είναι η διαδικασία απόδοσης νοήματος στο κείμενο με τη συνδρομή της κειμενικής κατασκευής, των στοιχείων συγκειμένου και της υποκειμενικής πρόσληψης του αναγνώστη. Το ερμηνευτικό σχόλιο είναι η σύντομη ανάπτυξη του βασικού ερωτήματος/θέματος του κειμένου και της ανταπόκρισης του αναγνώστη σε αυτό, δηλαδή η έκφραση όχι μόνο του «τι λέει το κείμενο» αλλά και του «τι σημαίνει» για τον αναγνώστη. Το βασικό ερώτημα που προκαλείται στον αναγνώστη είναι μία ερώτηση μη διευκρινιστικού χαρακτήρα που απορρέει από το κρίσιμο θέμα συζήτησης που θέτει το κείμενο.
Ας εστιάσουμε περισσότερο σε αυτό που ονομάζουμε «υποκειμενική πρόσληψη του αναγνώστη» ή «ανταπόκριση του αναγνώστη στο θέμα/ερώτημα του κειμένου». Γίνεται κατανοητό ότι δεν ζητούμε από τον/την μαθητή/τρια να αναπαραγάγει τη «μοναδική», «αυθεντική» και «ορθή» ερμηνεία του κειμένου, αλλά να επιχειρήσει τη δική του/της ερμηνευτική προσέγγιση, η οποία δεν μπορεί παρά να είναι κατεξοχήν υποκειμενική. Μάλιστα, η υποκειμενικότητά της εντείνεται, όσο περισσότερο ο αναγνώστης προσπαθεί να υπερβεί το επίπεδο της απλής κατανόησης των ιδεών και του συναισθηματικού κλίματος του κειμένου και να διεισδύσει – ιδιαίτερα στην ποίηση – στο βαθύτερο και συχνά υπόρρητο στρώμα του κειμένου.
Ωστόσο, υποκειμενική ερμηνεία δεν σημαίνει «αυθαίρετη». Γι’ αυτό ακριβώς ζητούμε από τους/τις μαθητές/τριες να τεκμηριώνουν τις θέσεις τους με στοιχεία της κειμενικής κατασκευής (κειμενικούς δείκτες και αναφορές) και στοιχεία συγκειμένου/περικειμένου. Είναι σκόπιμο όμως να σημειώσουμε το εξής: οι αναφορές σε χωρία του κειμένου και σε συγκεκριμένους κειμενικούς δείκτες αξιολογούνται μόνο στο βαθμό που συμβάλλουν στην ερμηνεία του κειμένου και δεν αποτιμώνται αυτόνομα, δηλαδή ως τεκμήρια γνώσης και χρήσης της σχετικής ορολογίας.
Το «περικείμενο» συνίσταται από τους «περιβαλλοντικούς» όρους δημιουργίας και κατανόησης του κειμένου, που συνδέονται συνηθέστερα με τον δημιουργό, ενίοτε δε με τον δέκτη και τον κώδικα επικοινωνίας (εισαγωγικό σημείωμα, τίτλος, συγγραφέας, χρόνος έκδοσης κ.α.). Το εισαγωγικό σημείωμα που μπορεί να συνοδεύει το λογοτεχνικό κείμενο, ενδέχεται να περιέχει στοιχεία «συγκειμένου», πληροφορίες δηλαδή από τον πραγματικό κόσμο που συμβάλλουν στην ερμηνεία του κειμένου (ιστορικές, κοινωνικές, οικονομικές συνθήκες του χρόνου συγγραφής, κουλτούρα και θρησκεία, χωροχρονική τοποθέτηση της ιστορίας κ.α.). Τα στοιχεία αυτά, εάν παρέχονται από το εισαγωγικό σημείωμα ή τυχαίνει να είναι γνωστά στον αναγνώστη/μαθητή, μπορούν να αξιοποιηθούν για την ερμηνευτική προσέγγιση του λογοτεχνικού κειμένου. Ας σημειωθεί όμως ότι δεν απαιτούμε από τον μαθητή να τα γνωρίζει ούτε αναμένουμε να είναι σε θέση να στηρίζει την ερμηνεία του σε πραγματογνωστική ανάλυση ή στη γνώση βιογραφικών πληροφοριών για τον συγγραφέα.
Μεγαλύτερη σημασία για την τεκμηρίωση της όποιας ερμηνευτικής εκδοχής έχουν οι «κειμενικοί δείκτες», που είναι οι εξής:1. Το λογοτεχνικό γένος22. Οι γλωσσικές επιλογές3 3. Οι αφηγηματικοί τρόποι 4. Οι αφηγηματικές τεχνικές 5. Η δομή 6. Οι χαρακτήρες. Στους κειμενικούς δείκτες που απαριθμούνται στο «γλωσσάρι όρων», θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τα «μοτίβα», τους στερεότυπα επαναλαμβανόμενους θεματικούς τύπους ή φραστικούς τρόπους (τυπικούς στίχους ή κοινούς τόπους ή κοινούς τύπους).
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ερμηνευτικό σχόλιο αξιολογείται και ως κειμενική κατασκευή, ελέγχεται δηλαδή η συνεκτικότητά του, η χρήση του κατάλληλου λεξιλογίου και η απουσία γραμματικοσυντακτικών σφαλμάτων.
Εν συνόψει, τα κριτήρια αξιολόγησης του ερμηνευτικού σχολίου είναι τα εξής: 1. Η κατανόηση των ιδεών και του συναισθηματικού κλίματος του κειμένου και η υποστήριξη με αναφορές – παραπομπές στο κείμενο 2. Η αξιοποίηση κειμενικών δεικτών και στοιχείων συγκειμένου 3. Η οργάνωση και γλωσσική έκφραση του ερμηνευτικού σχολίου. Το ερμηνευτικό σχόλιο, τελικά, αποτιμάται βάσει των κριτηρίων αυτών ως συνολικό αποτέλεσμα, με άριστα τις 15 μονάδες.
Ο διδάσκων, λοιπόν, βρίσκεται ενώπιον μιας μεγάλης πρόκλησης: να παροξύνει το ερμηνευτικό «δαιμόνιο» των μαθητών του και παραλλήλως να το τιθασεύσει, ώστε αυτοί να μάθουν αφενός να εμπιστεύονται τη δική τους ερμηνευτική ματιά, αφετέρου να στηρίζουν την ερμηνεία τους σε κειμενικούς δείκτες και κειμενικές αναφορές.
Όσον αφορά την ποίηση, μια πρώτη προσεκτική ανάγνωση είναι συνήθως επαρκής, για να «συλλάβει» ο αναγνώστης το συναισθηματικό κλίμα του ποιητικού κειμένου. Το πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η κατανόηση του βασικού θέματος/ερωτήματος που θέτει το κείμενο, εξαρτάται από το πόσο ρητά ή υπόρρητα αυτό διατυπώνεται. Εξαρτάται επίσης από το αν ο αναγνώστης/μαθητής καλείται να συνθέσει ένα «ελεύθερο» ερμηνευτικό σχόλιο ή να απαντήσει σε μία κατευθυντήρια ερώτηση. Σε κάθε περίπτωση όμως, η περιορισμένη έκταση του ερμηνευτικού σχολίου (100 – 200 λέξεις), αλλά και ο περιορισμένος χρόνος που διατίθεται για αυτό σε συνθήκες εξεταστικής δοκιμασίας, δεν επιτρέπουν εξαντλητική ανάλυση. Μερικά στοιχεία της κειμενικής κατασκευής που προσελκύουν την προσοχή μας (π.χ. το ρηματικό πρόσωπο, μια επαναλαμβανόμενη λέξη/φράση, ένα σχήμα λόγου, μια γλωσσική επιλογή που φαίνεται να παραβιάζει τη νόρμα κ.α.) αρκούν για να οικοδομήσουμε μια ερμηνευτική πρόταση, έχοντας πάντοτε κατά νου ότι στην ποίηση τίποτα δεν λέγεται – με τον τρόπο που λέγεται – τυχαία.
Τα παραπάνω ισχύουν σε γενικές γραμμές και για την πεζογραφία. Όσον αφορά όμως τα αφηγηματικά κείμενα, η θεωρία της αφήγησης μάς παρέχει μια σειρά ερμηνευτικών εργαλείων. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο μαθητής/αναγνώστης πρέπει να είναι εξοικειωμένος με τα βασικά στοιχεία της αφηγηματολογίας και με τη σχετική ορολογία, αλλά να τα χρησιμοποιεί με φειδώ και μόνο στην περίπτωση που συμβάλλουν ουσιωδώς στην ερμηνεία του κειμένου.
2 Ποίηση, πεζογραφία, θέατρο
3 Λεξιλόγιο (γλωσσική ιδιοτυπία του δημιουργού, ιδιόλεκτος των ηρώων), στίξη, χρόνοι – εγκλίσεις – πρόσωπα ρημάτων, σχήματα λόγου. Τα συνηθέστερα σχήματα λόγου είναι τα εξής: αναδίπλωση, ειρωνεία, έλλειψη, λιτότητα, μεταφορά, μετωνυμία, παρομοίωση, πλεονασμός, προσωποποίηση, συνεκδοχή, υπερβατό, υπερβολή.
4 Αφήγηση, περιγραφή, διάλογος, εσωτερικός μονόλογος, αφηγηματικό σχόλιο.
5 Οι αφηγηματικές τεχνικές αφορούν: α) το είδος του αφηγητή (αυτοδιηγητικός, ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός) β) την εστίαση του αφηγητή (μηδενική, εσωτερική, εξωτερική) γ) τη σειρά των γεγονότων στην ιστορία και στην αφήγηση (φυσική ροή των γεγονότων, ανάληψη, πρόληψη, in medias res) δ) τη διάρκεια της ιστορίας και της αφήγησης (επιβράδυνση, επιτάχυνση, σκηνή) ε) τη συχνότητα εμφάνισης των γεγονότων στην ιστορία και στην αφήγηση (φυσική συχνότητα, επαναληπτική αφήγηση, θαμιστική αφήγηση). Με τον όρο «δομή» εννοούμε τη στιχουργική κατασκευή των ποιημάτων (στροφικότητα, ομοιοκαταληξία/ελεύθερος στίχος, μέτρο/ρυθμός) και την πλοκή των αφηγηματικών κειμένων. Ως προς την πλοκή, τα αφηγηματικά κείμενα χωρίζονται (ανάλογα με τη χρησιμοποιούμενη ορολογία) σε: αρχή – μέση – τέλος ή δέση – σταδιακή εξέλιξη – λύση ή αρχική κατάσταση – διαδικασία μετασχηματισμού – τελική κατάσταση.
7 Η εξέλιξη και η ηθική διαδρομή των χαρακτήρων, οι επιθυμίες τους, τα κίνητρα δράσης κ.α.