Του Νίκου Τσούλια
Επιχειρώ να προσεγγίσω τρεις πτυχές του διαβάσματος, αν και η πραγματικότητα του διαβάσματος – στενά συνυφασμένη με την ομόλογη φαντασία – έχουν από κοινού πολλαπλές όψεις, και οι οποίες μάλιστα δύσκολα διαφοροποιούνται αλλά αλληλοδιεισδύουν η μια στην άλλη δημιουργώντας έναν ξεχωριστό πίνακα ζωγραφικής, αυτόν που λέμε «αισθητική του διαβάσματος» και «εικόνα του αναγνώστη».
α) Τι προσδοκίες έχουμε όταν αποφασίζουμε να διαβάσουμε ένα βιβλίο;
Το διάβασμα του βιβλίου δεν αρχίζει με το διάβασμά του. Προοικονομούμε το περιεχόμενό του. Παίζουμε με τις επινοήσεις μας. Συνήθως έχουμε και κάποια άποψη για το συγγραφέα – αν μάλιστα είναι κλασικός – παλιότερος ή σύγχρονος -, έχουμε την καλύτερη προδιάθεση. Ξέρουμε από πριν ότι το ταξίδι μας θα είναι όμορφο και στοχαστικό. Η ψυχολογία μας έχει ανοίξει καινούργιες πόρτες. Το συναίσθημά μας γλυκαίνει.
Υπάρχει και κάτι άλλο, που σε κυνηγά από την παιδική σου ηλικία. Προσδοκάς και περιμένεις με αγωνία να βρεις στο διάβασμα δικές σου σκέψεις, που τις έχει γεννήσει η διαίσθησή σου και η φαντασία σου. Νιώθεις τότε μια ψυχική ικανοποίηση ότι και εσύ μπορείς να πάρεις τη θέση του συγγραφέα, να γράψεις, να γράφεις, να γράφεις συνέχεια… Για ποιο λόγο; Για να νιώθεις δημιουργός, για να έχει και από εδώ πληρότητα η ζωή σου!
β) Ωραία, αλλά τι συναισθήματα προκαλούνται στη διάρκεια του διαβάσματος;
Στο λογοτεχνικό έργο η τέρψη έρχεται από παντού: από την πλοκή και την αφηγηματική τέχνη, από τις επινοήσεις και τα γλωσσικά σχήματα, από τις εικόνες και τις παραστάσεις, από το παιχνίδι των ηρώων και την κοινωνική ή την ιστορική τοιχογραφία, από τον κόσμο των ιδεών και αξιακό φορτίο. Γίνεσαι μέτοχος των παθών, των πόθων, των συναισθημάτων των ηρώων και κυρίως των συναισθημάτων του βασικού ήρωα – και μάλιστα είσαι πάντα «μπροστά» από το διάβασμα, ξεδιπλώνεις την ιστορία πριν στην αφηγηθεί ο συγγραφέας. Πας σε άγνωστα μέρη… Στο δοκίμιο ακονίζεται ο τρόπος σκέψης και προάγεται η πνευματική διαύγεια, που είναι ξεχωριστά στοιχεία προσωπικής ελευθερίας. Εδώ δοκιμάζεται η στοχαστικότητά σου και ο ορθολογισμός σου.
γ) Τελικά, ποια είναι η τελική απόγευση μετά το διάβασμα;
Εδώ κρίνεται η γνώμη σου για το βιβλίο και ως έναν βαθμό και για το συγγραφέα. Αν ένα βιβλίο σου αφήνει παρακαταθήκη, ότι δώρισε σημάδια πνεύματος για τη συνέχεια της ζωής σου, έχει επιτύχει το διάβασμά σου. Το κρίσιμο ερώτημα είναι όχι αν πήρες κάτι από το διάβασμα, αλλά αν βρήκες μονοπάτια για να ανακαλύψεις κρυμμένες πτυχές του εαυτού σου, αν μετασχημάτισες το είδωλό σου, αν οδήγησες τον κόσμο σου σε απάτητα χωράφια, αν καλλιέργησες ένα ουμανιστικό πεδίο, αν σε εξευγένισε και σε εξανθρώπισε, αν σου πρόσφερε νέα πεδία έρευνας και αναζήτησης και πάνω από όλα αν σου διαμόρφωσε νέο, πιο ορμητικό κύμα για τη βιβλιοφιλία σου, για το φιλοαναγνωσιακό σου οίστρο.
Γιατί το διάβασμα δεν συμβαίνει μόνο όταν διαβάζουμε. Είναι παρόν σε πολλές στιγμές της ζωής σου. Το διάβασμα πάνω από όλα είναι Ιδέα – και οι Ιδέες είναι φυλαχτά, είναι μόνιμη συντροφιά, είναι κομμάτι του εαυτού μας.