Γράφει η Νικολέτα Θάνου
Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας από τους 105.420 υποψήφιους των Πανελληνίων εξετάσεων, εισάγονται στα ΑΕΙ 81.413. Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας θα υποδεχτούν σε λίγες μέρες το νέο έμψυχο δυναμικό τους, τους φοιτητές, πολλοί από τους οποίους έχουν εισαχθεί σε αυτά με βαθμούς κάτω από τη βάση.
Η κατιούσα πορεία των βάσεων αντανακλάται κυρίως στις άλλοτε υψηλόβαθμες σχολές του 1ου επιστημονικού πεδίου και δη τις φιλολογικές – φιλοσοφικές, η πλειονότητα των οποίων έχει κατρακυλήσει σε ιστορικά χαμηλά. Είναι ηλίου φαεινότερον πλέον ότι η απαξίωση των φιλολογικών σχολών είναι στενά συνδεδεμένη με τις προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης που αυτές παρέχουν, τη στιγμή που ο κορεσμός στο επάγγελμα έχει μετατοπίσει τo ενδιαφέρον των υποψηφίων σε άλλες κατευθύνσεις. Στο ίδιο πλαίσιο το γνωστικό χάσμα ανάμεσα στον πρώτο εισαχθέντα και τον τελευταίο καταδεικνύει τη σαθρότητα του συστήματος, αλλά και τις επικείμενες δυσκολίες με τις οποίες θα έρθουν αντιμέτωποι οι πανεπιστημιακοί καθηγητές με την έναρξη των μαθημάτων. Θα είναι οπωσδήποτε μάθημα για λίγους, εφόσον η αδυναμία ανταπόκρισης στα μαθήματα θα είναι κάτι παραπάνω από έκδηλη. Έκδηλο είναι ακολούθως και το συμπέρασμα που εξάγεται από όλα αυτά : ουκ ολίγοι θα εγκαταλείψουν και οι υπόλοιποι, που θα αποφοιτήσουν με ένα μηδενικής αξίας πτυχίο, θα προβούν στο συνήθη αγώνα δρόμου για τη συγκέντρωση των απαιτούμενων μορίων που θα τους εξασφαλίσει την περιζήτητη και ακριβοθώρητη πλέον θέση στο Δημόσιο συνοδεία μιας νέας οικονομικής αφαίμαξης των γονέων.
Αυτή είναι η αναπόφευκτη απόληξη πολιτικών επιλογών και μεθοδεύσεων που έχουν δρομομολογηθεί εδώ και χρόνια με την πλήρη υποβάθμιση των κλασικών σπουδών και το σταδιακό εξοβελισμό τους από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η σημερινή εικόνα σηματοδοτεί το τέλος εποχής των ανθρωπιστικών σπουδών στη χώρα, σε εποχές που τις έχει ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Το ωφελιμιστικό ιδανικό και το στένεμα των οριζόντων, η μυωπική αντίληψη και η επιφανειακή σκέψη δεν αρκούν για την αντιμετώπιση προβλημάτων ζωτικών που απαιτούν εγρήγορση σκέψης και ετοιμότητα λόγου. Με άλλα λόγια, οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν αποτελούν άχρηστη γνώση, αλλά απομένει, όλοι όσοι τις θεραπεύουν ακόμη, να επενδύουν σημαντικό μέρος των δυνάμεών τους για την απόδειξη της χρησιμότητάς τους στη μεταμόρφωση της κοινωνίας σε κάτι ανθρωπινότερο και τους πολίτες της σε σκεπτόμενους πολίτες με οικουμενικό πνεύμα.
Αυτό που επιβάλλεται να δείξουμε στους εναπομείναντες πιστούς των θεωρητικών σπουδών είναι ότι «το χρήσιμον» δεν είναι δυνατόν ή μάλλον είναι αθέμιτο να είναι ο μοναδικός παράγοντας που προσδιορίζει τις επιλογές μας, οι οποίες ορισμένες φορές αποτελούν επιλογές ζωής. Όλοι εμείς οι τροφοδότες του πνεύματος με αξίες ανθρωπιστικές, εμείς που τρέφουμε άμετρο πάθος γι’ αυτό, οφείλουμε να μείνουμε ενεργοί καθοδηγητές – εμπνευστές των νέων ανθρώπων, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα διλήμματα που δημιουργεί η επαγγελματοποίηση της εκπαίδευσης, δημιουργώντας πάνω απ’ όλα οντότητες με ισχυρό κίνητρο για δημιουργία, οντότητες που δε θα σύρονται σε μαζική διαβουκόληση, αλλά θα προάγουν την αλλαγή πατώντας στο «όχι» που τους υπαγορεύει η κρυσταλλωμένη βεβαιότητα της προσωπικής τους βούλησης και όχι της βούλησης άλλου. Η διαδραστική επίδραση μαθητή – εκπαιδευτικού δεν αφορά μόνο τη γνώση αλλά και την επίγνωση που συνιστά κινητήριο μοχλό ευδαιμονίας, και κατ’ επέκταση επιτυχίας, σε μια εποχή εκ προοιμίου παρακμιακή. Σε μια εποχή που σίγουρα το Τσιρλίντινγκ ως μοντερνισμός στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν αρκεί για να απαλείψει ή να καλύψει εγγενείς αδυναμίες οι οποίες οδηγούν στη θλιβερή εικόνα που παρουσίασαν οι σημερινές βάσεις καταδεικνύοντας ότι η χώρα μας στον τομέα της εκπαίδευσης έμεινε και πάλι μετεξεταστέα.