Η πρώτη γνωριμία με τα Αρχαία Ελληνικά και μια διδακτική πρόκληση –  Όταν τα Αρχαία παύουν να  αποτελούν ένα μουσειακό μάθημα.

          Κοινή παραδοχή αποτελεί το γεγονός πως εισαγόμενοι στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου οι μαθητές καλούνται να αντιμετωπίσουν μια εξ ολοκλήρου νέα πραγματικότητα, μέρος τής οποίας αποτελεί η πρώτη επαφή με το διδακτικό αντικείμενο των Αρχαίων Ελληνικών. Η πλειονότητα των μαθητών θα αντιμετωπίσει το νέο γνωστικό αντικείμενο με καχυποψία ενίοτε και αμφισβήτηση, με αρκετούς από αυτούς να θέτουν προβληματισμούς σχετικά με τον λόγο που διδάσκονται  τα αρχαία ελληνικά, ή τον τρόπο εφαρμογής τους στην καθημερινότητα, εφόσον πρόκειται για μια γλώσσα που δεν μιλιέται.

       Πρώτη πρόκληση  για τον φιλόλογο – διαμεσολαβητή αποτελεί  η γνωριμία των μαθητών με την αρχαία γλώσσα ως μια ευκαιρία να βιώσουν τη μαγεία της ανακάλυψης πως αρχαία και νέα ελληνική συνιστούν μια αναπόσπαστη ενότητα, αποτέλεσμα μίας διαχρονικής και νομοτελειακής εξέλιξης. Οι μαθητές αναγνώστες θα ενθουσιαστούν όταν διαπιστώσουν πως είναι σε θέση 2.800 χρόνια μετά την ομηρική εποχή να εντοπίζουν στο προοίμιο τη Οδύσσειας λέξεις που παραμένουν αναλλοίωτες έως σήμερα.     

    Σε μία προσπάθεια να αποσπαστεί από τους μαθητές οποιαδήποτε χρησιμοθηρική σκέψη για τη γνώση είναι αναγκαίο  να αποσαφηνιστεί  ο στόχος του διδακτικού αντικειμένου. Τα αρχαία ελληνικά έχουν θέση σε ένα σύγχρονο πρόγραμμα σπουδών, αρκεί να µετατεθεί το κέντρο βάρους της διδασκαλίας από την παροχή γνώσεων στην ενεργητική-κριτική μάθηση. Έτσι δεν θα αποτελέσει  αυτοσκοπό  η παθητική απομνημόνευση των κανόνων της γραμματικής και του συντακτικού, αλλά η αξιοποίηση των παραπάνω ως χρήσιμα εργαλεία στα χέρια των μαθητών, με σκοπό την αποκωδικοποίηση του κειμένου. Η εξοικείωση με το αρχαίο κείμενο είναι μία διαδικασία που απαιτεί χρόνο και συνεπώς στις πρώτες τάξεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης η διδασκαλία περιορίζεται σε κείμενα από μετάφραση, με τον καθηγητή να παρέχει σταδιακά μικρό τμήμα γλωσσικών ερεθισμάτων από πρωτότυπο κείμενο.

     Αντιμέτωποι με τον εύλογο προβληματισμό των μαθητών ως προς τη χρησιμότητα των Αρχαίων δεν οφείλουμε να απαντήσουμε ορθώνοντας την αυθεντία της αρχαιότητας ως απροσπέλαστη πύλη  μπροστά στα μάτια των παιδιών. Η αρχαία ελληνική είναι μία γλώσσα ζωντανή παρόλο που δεν έχει ομιλητές, καθώς παράγει αναγνωστική εμπειρία μέσα από το απόθεμα των πλούσιων γραπτών κειμένων, ενώ εξακολουθεί να έχει ως σήμερα θέση σε επιγραφές των μουσείων και σε ποικίλα σημεία του πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Ο σεβασμός και η παραδοχή της είναι κάτι το οποίο θα καλλιεργηθεί  σταδιακά όσο οι μαθητές  έρχονται μέσω των κειμένων σε επαφή  με τον αρχαίο πολιτισμό και την πολύπλευρη συνεισφορά του στην ανθρωπότητα στους τομείς  της δημοκρατίας τη φιλοσοφίας των τεχνών αλλά και των θετικών  επιστημών.

   Προτεραιότητα για τον εκπαιδευτικό του 21ου αιώνα αποτελεί η δημιουργία μιας γέφυρας μεταξύ αρχαιότητας και μαθητών και η καλλιέργεια της ικανότητα της ενσυναίσθησης ώστε ο αρχαίος κόσμος να προσεγγίζεται με τρόπο βιωματικό. Η νέα ταυτότητα μαθητών που θα αναδειχθεί από αυτή την εκπαιδευτική διαδικασία θα είναι σε θέση να επιτυγχάνει τη σύνδεση γνώσης με την πραγματικότητα, να αναλύει και να ερμηνεύει τα κείμενα υπό το πρίσμα του κριτικού γραμματισμού. Έτσι για παράδειγμα μελετώντας τη θεματική της εκπαίδευσης στην αρχαιότητα οι μαθητές θα προβληματίζονται σχετικά με το πώς ασχολούνται με το ίδιο θέμα άνθρωποι διαφορετικής εποχής και πολιτισμού, θα κρίνουν τις σύγχρονες εκπαιδευτικές πρακτικές ή θα μελετούν το πόσο έχει μεταβληθεί το διαχρονικό ιδανικό της φιλίας από την εποχή της αρχαιότητας ως την πραγματικότητα που μετέχουν οι ίδιοι.

    Ξεκινώντας λοιπόν  το ταξίδι στον κόσμο των αρχαίων ελληνικών ας μη ξεχνάμε να υπενθυμίζουμε στους μαθητές πως, όπως στο ταξίδι του Οδυσσέα, έτσι και στο προσωπικό τους ταξίδι στη γνώση, περισσότερη αξία έχει πορεία προς αυτή παρά η ίδια η Ιθάκη.

Προηγούμενο άρθροΘέματα 2020 – Ιστορία – Ημερήσιο Λύκειο – Ομογενείς (Επαναληπτικά-Παλαιό)
Επόμενο άρθροΝέοι όροι για τη σύγχρονη εξ αποστάσεως εκπαίδευση
Μαρία Κυριατζή
Η Μαρία Κ. Κυριατζή με καταγωγή από τη Δράμα, είναι απόφοιτη του τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με επιλεγόμενη ειδίκευση αυτή των Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών σπουδών. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της φοίτησε στο Ιταλικό Πανεπιστήμιο Sapienza με έδρα τη Ρώμη, μέσω του προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών Erasmus. Ασχολείται ενεργά με τον εθελοντισμό στον τομέα της εκπαίδευσης (Κέντρο Δια Βίου Μάθησης, Ίδρυμα Προστασίας Ανηλίκων Θεσσαλονίκης). Εργάζεται ως καθηγήτρια Φιλόλογος στη Θεσσαλονίκη, ενώ είναι στη διαδικασία έναρξης προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών. Μεταξύ των ενδιαφερόντων της βρίσκονται η γλωσσομάθεια, η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων και τα ταξίδια πολιτιστικού ενδιαφέροντος.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.